Ανοιχτή πόρτα

Οι Αλλονζανφανιστές της Αθήνας, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

 

 

 

 

 

 

 

Κωστής Α. Μακρής

 

 

 

 

srhtsrht.jpg

 

 

Το «Αλλονζανφάν» (Allonsanfàn, 1974) των αδελφών Ταβιάνι το έχω δει πάνω από πέντε φορές.

Κάθε φορά προσπαθώ να δω, πίσω από την κινηματογραφική ιστόρηση, το ερέθισμα και το μήνυμα των δημιουργών. Μέχρι τώρα, το μόνο που έχω καταφέρει είναι να συγκινούμαι κάθε φορά από τη μαεστρία τους στην περιγραφή μιας μάταιης κι αστόχαστης εξέγερσης.

Το ιστορικό πλαίσιο της ταινίας, αρχές του 19ου αιώνα και μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, δεν είναι και τόσο μεγαλειώδες ούτε τόσο φορτισμένο όπως ―ας πούμε― η Γαλλική ή η Οκτωβριανή Επανάσταση.

Οι ακόλουθοι του Αλλονζανφάν, του ρομαντικού «ηγέτη», ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες. Μερικοί είναι πολύ θυμωμένοι από πολλών ειδών καταπιέσεις. Αρκετοί είναι είναι φτωχοί. Υπάρχουν και αριστοκράτες, υπάρχουν και συμπλεγματικοί, υπάρχουν και παρανοϊκοί. Ένα συνονθύλευμα από ανθρώπους ανακατεμένους μέσα σε μια επαναστατική σούπα που ταΐζει και ταΐζεται από τη θεωρητικοποίηση του αγώνα τους ενάντια στις εξουσίες του καιρού τους και τρέφει εξίσου ικανοποιητικά τον παραλογισμό της εξωκοινωνικής τους δράσης.

Σε καμιά περίπτωση δεν θα έλεγε κάποιος γι’ αυτούς τα λόγια του Μάο Τσετούνγκ ότι είναι επαναστάτες που «κινούνται μέσα στην κοινωνία όπως το ψάρι στο νερό». Και ποτέ δεν κατάφερε να μου δώσει οποιοδήποτε ελπιδοφόρο μήνυμα το μίσος του Αλλονζανφάν, έτσι άγονο και στυφό που περιγράφεται στην ταινία.

Αφορμή για να θυμηθώ αυτή την ταινία ―που συνιστώ σε όσες και όσους δεν την έχουν δει, να τη δουν― ήταν η πρόσφατη επίσκεψή μου, μαζί με φίλους, στα Εξάρχεια.

Θέατρο πρώτα, στο Άλφα. Στουρνάρη και Πατησίων. Με μια παράσταση που τη χαρήκαμε. «Ερωτική Μονομαχία» λέγεται το έργο, κωμειδύλλιο καλά υπηρετημένο είναι κι αν είσαστε στην Αθήνα να πάτε να το δείτε και θα περάσετε καλά.

Ταβέρνα μετά. Στη Βαλτετσίου.

Από το Θέατρο μέχρι την ταβέρνα με τα πόδια. Κόσμος; Μιλιούνια! Στην πλατεία, στα μπαράκια, στις ταβέρνες. Στην πρώτη ταβέρνα που είχαμε συμφωνήσει να πάμε, την πιο φτηνή, δεν υπήρχε τραπέζι ελεύθερο. Πήγαμε σε μια άλλη, μέσα σε εσωτερική αυλή. Κάπως πιο «γκλαμουράτο» εστιατόριο αλλά όχι απαγορευτικά βαρύς κατάλογος.

«Τουριστικός προορισμός τα Εξάρχεια», σκέφτηκα έχοντας ζωντανές μνήμες από τα παλιά.

Με τη φήμη τους να ξεπερνάει τα Ελλαδικά σύνορα.

Εκ των υστέρων, σκεφτόμουν ένα διαφημιστικό σλόγκαν για τουριστικό γραφείο σε χώρα της Βόρειας Ευρώπης:

«Ελάτε στην εξωτική Αθήνα! Με τα αρχαία της, τα μεσαιωνικά της και τα πολύ νέα της! Θα επισκεφθείτε και τα Εξάρχεια, τη διάσημη γειτονιά της διαρκούς εξέγερσης! Αν είστε τυχεροί, μπορεί και να δείτε από κοντά συγκρούσεις της αστυνομίας με τους αντιεξουσιαστές! Το σόου περιλαμβάνει βομβίδες κρτότου λάμψης και δακρυγόνα! Αν και θα το θέλετε, να μην τρίβετε τα μάτια σας με τα δάχτυλα!»

Εμείς ήμασταν τυχεροί και ζήσαμε ιστορικές στιγμές.

Πέσαμε πάνω σε μια επίθεση «αντιεξουσιαστών» στα κοντινά γραφεία του ΠΑΣΟΚ.

Έξω από την ταβέρνα ακούγαμε ποδοβολητά, βλέπαμε από τα παράθυρα το πήγαιν’ έλα αστυνομικών με τις ασπίδες, τις περικνημίδες, τα κράνη και από την άλλη «μαχητών πόλης» με κουκουλίτσες και διάφορα άλλα αξεσουάρ. Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά κι έτσι δεν είδα σε κανένα χέρι το διάσημο «Εγχειρίδιο του αντάρτη των πόλεων», του αλήστου μνήμης Μαριγκέλα.

Η είδηση για επίθεση στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, μου έφερε γέλια και θλίψη.

Γέλια για το τραγελαφικό του θέματος και θλίψη για την επίθεση σε ένα σχεδόν παραπληγικό κόμμα που κι αν κάποτε στέγαζε ισχυρούς εκπροσώπους της εξουσίας, τώρα κι αυτοί ―οι περισσότεροι― έχουν μετακομίσει αλλού.

Αλλά πέρα από τις σκέψεις αυτές, προσπαθούσα να μπω στα παπούτσια αυτών των «Αλλονζανφανιστών» της Αθήνας. Προσπάθησα να φανταστώ τους διαλόγους τους την ώρα που μαζεύουν τα μπουκαλάκια, τα στουπιά και τα καύσιμα και νιώθουν μέσα τους ―αν δεν είναι για το μεροκάματο― αυτό το αλλούτερο, αυτό το εφηβικό «ζούμε ιστορικές στιγμές», «όλα τα μήλα, πλέμε» δηλαδή αυτοί και ο Τσε. Και τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, κάτι σαν τα Χειμερινά Ανάκτορα!

Προσπαθούσα όμως να μπω και στα παπούτσια των άλλων… Των απέναντι. Όχι των ένστολων… Των πιο «πάνω». Που ξέρουν ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα αλλά κάνουν, χρόνια τώρα, το παπί. Θυμήθηκα και κάτι σκόρπιες κουβέντες και φήμες ―χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, εννοείται!― για μεροκαματιάρηδες του μπαχαλιστάν, για ανθρώπους και μηχανισμούς που βοηθούν και βοηθιούνται (πολιτικά, οικονομικά ή κομματικά) απ’ όλους αυτούς τους «Αλλονζανφανιστές» της Αθήνας.

Φεύγοντας από την ταβέρνα, αφού είχαμε όλοι κατασυγκινηθεί από τα δακρυγόνα και κρύβαμε τα δακρυσμένα μας πρόσωπα μας πίσω από τις βρεγμένες μεγάλες χαρτοπετσέτες της ταβέρνας, που το προσωπικό της ―σαν έτοιμοι από καιρό― φρόντισαν να μας προμηθεύσουν, και μπράβο στα παιδιά, βγήκαμε στη Βαλτετσίου, στρίψαμε δεξιά στη Θεμιστοκλέους, περάσαμε από μια διμοιρία ένστολων που μας κοίταζαν όπως ο ψεκαστής τον δάκο της ελιάς (δεν τον βλέπει καθόλου, για όσους δεν ξέρουν πόσο μικρό μυγάκι είναι ο δάκος), κάναμε άλμα επί καυτό και μισοσβησμένο κάδο απορριμάτων ―τα συνήθη θύματα…― αποφύγαμε αλλά και πατήσαμε σπασμένα γυαλιά από μπουκάλια, περάσαμε από προσόψεις μουντζουρωμένων νεοκλασικών σπιτιών και κλειστών μαγαζιών (κι όχι επειδή ήταν νύχτα), πήραμε τη Σόλωνος και, χωρίς να μακαρίζουμε κανέναν ―ούτε τους εαυτούς μας― προ του τέλους, φτάσαμε στην Πατησίων. Λίγο πιο πέρα, προς το Μουσείο, μας περίμενε το αυτοκίνητό μας σώο και αβλαβές.

Μετά από αυτή τη μικρή βόλτα, ένιωσα να μου κλείνει το μάτι η αγαπημένη μου Αθήνα, η γενέτειρα πόλη μου. Καθόλου θυμωμένη, χωρίς ίχνος «άκρας ταπείνωσης», αλώβητη σχεδόν και πάντα αδιάφορη για όσους δεν την αγαπάνε.

Λες και προσπαθούσε να με παρηγορήσει. Εκείνη εμένα! Που σαν φάλαγγα στα πόδια μου, σαν αγκάθια στα νύχια μου και σαν ηλεκτροσόκ στα αυτιά μου ένιωθα το πόσο την έχουμε βασανίσει.

Έριξα μια ματιά πίσω μου και είδα στην αρχή της Πατησίων την Ακρόπολη φωτισμένη. Με τη λόξα που έχω να πιάνω κουβέντα με αγαπημένα πρόσωπα, ζώα και πράγματα «Πονάς;» τη ρώτησα.

«Μη γίνεσαι ανόητος!» μου απάντησε με μια ενδοφλέβια κι ευφορική φωνή. «Κοντεύω τριών χιλιάδων χρόνων. Τι να μου κάνουν εμένα μερικοί μπαχαλάκηδες… Δεν είναι δα κι ο Μοροζίνης, ούτε ο Έλγιν! Σιγά μη φοβηθώ! Σιγά μην κλάψω…»

Μια μικρή χαρά με δρόσισε, ανακατεμένη με τα λίγα δάκρυα που είχαν άλλη αφορμή. Με όλα τα δακρυγόνα, τις σκέψεις κρότου και λάμψης, τους Αλλονζανφανιστές και τη Νόμιμη Καταστολή κοντά μας, είχαμε περάσει ωραία με την παρέα μας στο κέντρο της Αθήνας. Θέατρο, κουβέντα, γέλια, καλό φαΐ, συγκρούσεις, δακρυγόνα… Κρότοι και λάμψεις.

Τρία ζευγάρια ήμασταν. Μεγάλοι άνθρωποι. Σιγά μην κλαίγαμε! Σιγά μη φοβόμασταν! Και η Ακρόπολη, δυο βήματα…
Μόνο η Εκκλησία του Δήμου ήταν κλειστή.

Όπως το συνηθίζει τα τελευταία πολλά χρόνια.

23 Φεβρουαρίου 2016

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.


The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
«Θα έρθουμε μια νύχτα», του Αντώνη Η.Διαματάρη
Παλιέ μου φίλε Γιάκοπο, του Άρη Μαραγκόπουλου
Ώρες ευθύνης…η ώρα της αντιπολίτευσης, του Πάνου Μπιτσαξή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.