Πρόσωπα - Αφιερώματα

O Λουκάς Νταράλας, το «Βουνό» και ο περιστερώνας, του Χρήστου Μαγγούτα

Spread the love

 

 

 

 

 

 

 

  

Χρήστος Μαγγούτας

 

 

 

hqdefault.jpg

 

 

 

Πόσοι ξέρουν ότι ο Λουκάς Νταράλας ήταν πατέρας του Γιώργου Νταλάρα;

Πόσοι ξέρουν ότι είναι ο συνθέτης του καταπληκτικού ρεμπέτικου το «Βουνό»; « Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω / στο πιο ψηλότερο βουνό».

 

Γνώρισα τον Λουκά Νταράλα μόνο για δυο μήνες το καλοκαίρι του 67. Είχα κατέβει στην Αθήνα για να δώσω Πανελλήνιες εξετάσεις (το «Ακαδημαϊκό» όπως το λέγαμε τότε). Ζούσα σε ένα πλυσταριό στην ταράτσα ενός σπιτιού στο Βύρωνα. Κολλητά δίπλα μου έμενε ο Λουκάς με την νεαρότατη Γαλλίδα γυναίκα του Helene και την τετράχρονη (?) κόρη τους Sonya.

Ήταν τότε 40 χρονών αλλά σε μένα το δεκαοχτάχρονο φαινόταν γέρος. Είχε άλλωστε περάσει πολλά στη ζωή του.

Όταν σταματούσα το διάβασμα τα λέγαμε στην πυρωμένη ταράτσα. Ήταν γιος του βιολιστή Χρήστου Νταράλα από την Καρδίτσα. Κάποια μέρα μου είπε: «Έχω ένα γιο το Γιώργο. Μαθαίνω ότι ετοιμάζεται να βγάλει κάποιο δίσκο και δε θα λέγεται Νταράλας αλλά Νταλάρας». Νομίζω ότι η φωνή του έσπασε και έκρυψε ένα δάκρυ.

Χωρίς να είμαι σίγουρος η αιτία φαίνεται να ήταν η γαλλίδα σύζυγος, μια τρομερά όμορφη, φινετσατη και συμπαθής γυναίκα με την οποία συχνά μιλούσαμε (στα γαλλικά γιατί ήταν η μόνη ξένη γλώσσα που ήξερα τότε).

Πάντως το Λουκά τον πείραξε βαριά η αλλαγή ονόματος του Γιώργου. Η οικογένεια του είχε μεγάλη λαϊκή μουσική παράδοση, και ο πατέρας του είχε κυκλοφορήσει έναν από τους πρώτους δίσκους με την Κολούμπια το 35.

Ο Λουκάς είχε συνεργαστεί με τους περισσότερους, το Βαμβακάρη, τον Καζαντζίδη, το Χιώτη. Αλλά ήταν σαν το λεύτερο πουλί. Προτιμούσε να γυρνά στα πανηγύρια στη Βόρεια Ελλάδα και να βλέπει τον κόσμο να μαγεύεται με το «Βουνό» του. Αργότερα δούλευε στα καράβια που μετέφεραν τους Έλληνες μετανάστες στην ξενιτιά. Αλλά όταν τον γνώρισα, το αεροπλάνο είχε αντικαταστήσει το καράβι κι ο Λουκάς έμεινε άνεργος, όπως πολλές φορές στη ζωή του. Φέρνει στη μνήμη κάποιες στιγμές «Μόλις ξύπνησα λέω: «Γαμώ το, ξύπνησα και θα κρυώνω πάλι».

Θυμάμαι πολλές από τις συζητήσεις μας, συχνά συγκεχυμένες, πέρασε σχεδόν μισός αιώνας από τότε, πέρα από το ότι ήμουν νέος κι ανώριμος να μ’ ενδιαφέρουν τέτοια θέματα. Άλλωστε η συνάντησή μας ήταν σύντομη: κράτησε μόνο δυο μήνες, στη συνέχεια έδωσα εξετάσεις στις Πανελλήνιες και χαθήκαμε. Έμαθα ότι πέθανε μετά δέκα χρόνια, το 77, όταν ο γιος του με το πλαστό όνομα είχε αρχίσει να μεσουρανεί στο λαϊκό μουσικό στερέωμα.
Τώρα σκέφτομαι πόσα λίγα μπορεί να ξέρουμε για την ζωή κάποιου. Είχα πολλές φορές ακούσει και τραγουδήσει με τους φίλους μου το «Βουνό» χωρίς να υποπτεύομαι ότι κάποτε θα συναντούσα το δημιουργό του σε ένα περιστερώνα στο Βύρωνα – έτσι λέγαμε ειρωνικά την κατοικία μας – και πόσο η ζωή του έμοιαζε με το τραγούδι του, ουσιαστικά η ζωή του ήταν το τραγούδι του.

Και τόβλεπα αυτό όταν ήταν στις δύσκολες στιγμές του δηλαδή σχεδόν κάθε μέρα: δε μιλούσε, έπαιρνε το μπουζούκι και κλεινόταν στον κόσμο του, χωρίς να έχεις αίσθηση της παρουσίας ούτε της Helene ούτε της Sonya, που καθόταν στα γόνατά μου και άκουγε αυτόν τον παράξενο κι αγαπημένο πατέρα της.

 

“ΤΟ ΒΟΥΝΟ ”

ΛΟΥΚΑΣ ΝΤΑΡΑΛΑΣ

Στίχοι : Ευάγγελος Πρέκας

Μουσική : Λουκάς Νταράλας

Πρώτη εκτέλεση : Λουκάς Νταράλας

 

Από το LP – Ένας ρεμπέτης (1974)

 

Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω
στο πιο ψηλότερο βουνό
Ν’ ακούγεται στην ερημιά
ο πόνος μου με την πενιά

 

Με το βουνό θα γίνω φίλος
και με τα πεύκα συντροφιά
Όταν θα κλαίω και πονώ
θ’ αναστενάξει το βουνό

 

Απάνω στο βουνό θα μείνω
κι από τον κόσμο μακριά
Θα κλαίω μόνος θα πονώ
και θα μ’ ακούει το βουνό.

 

Σημείωση:

Τόνα φέρνει τ’ αλλο. Η μικρή αναφορά μας στο «Βουνό» του Λουκά Νταράλα μας έφερε σε επαφή με την κόρη του Ελένη Νταράλα.

Τραγουδίστρια κι ίδια, ένωσε τις δυο μεγάλες δυναστείες του λαϊκού τραγουδιού μας με το να παντρευτεί το γιο του Ζαμπέτα.

Θα μας μιλήσει για τον πατέρα της Λουκά κάποια άλλη φορά.

Τώρα κάτι δικό της και ελπίζουμε να βρούμε και κάτι που να τραγουδάει κάποιo ρεμπέτικο του πατέρα της.

{youtube}ToO27n2X45o{/youtube}

 

 

[iframe width=”420″ height=”315″ src=”https://www.youtube.com/embed/vDuVCTLFBL0″ frameborder=”0″ allowfullscreen ]
SHARE
RELATED POSTS
Αλέξανδρος Διακόπουλος, το διαμάντι που αποστρατεύτηκε, του Μάνου Στεφανίδη
Το δροσερό νερό και η λύτρωση, της Κικής Τσακίρη
Leonard Kohen: η τελευταία του συνέντευξη: “Είμαι έτοιμος να δω τον Θεό”
1 Comment
  • Χρήστος Μαγγούτας
    5 Οκτωβρίου 2015 at 07:52

    Καθώς ξαναβλέπω αυτό το κείμενο νιώθω ότι δε μπόρεσα να πω σχεδόν τίποτα για το Λουκά, που σιγά-σιγά τώρα μου έρχονται στη μνήμη.
    Δεν τόνισα καν τη γνήσια λαϊκή ρεμπέτικη φωνή του και το πάθος που έβαζε είτε τραγουδούσε σε κάποιο πανηγύρι στην Καρδίτσα μπροστά εκατοντάδες άτομα, είτε σε τρία άτομα στον περιστερώνα του Βύρωνα.
    Ούτε ότι ο γιος του Γιώργος, μ΄ όλο το χάος που τον χώριζε από τον πατέρα του κληρονόμησε αυτή τη σκληρή εργατικότητα –πολλές φορές προς λάθος κατεύθυνση—γιατί είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια, όπου όπως είπε ο Λουκάς: «Ξύπνησα και τώρα θα κρυώνω».

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.