Ανοιχτή πόρτα Πόρτα στην Πολιτική

O γραβατωμένος γάτος, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας μυλωνάς που είχε τρεις γιους. Σαν έφτασε ο καιρός και γέρος πια και άρρωστος πέθαινε, φώναξε τους τρεις γιους του, και τους είπε:

-Δεν έχω μεγάλο βίος, παρά μόνο το μύλο, ένα γάιδαρο, αυτό το σπίτι κι ένα γάτο. Το μύλο τον αφήνω στο πρώτο μου γιο, το γάιδαρο στο δεύτερο και το γάτο στο τρίτο. Στο σπίτι μπορείτε να μένετε και οι τρεις, ώστε να έχετε μια στέγη πάνω από το κεφάλι σας.

Μετά το θάνατο του πατέρα, ο δεύτερος γιος συνεργάστηκε με τον αδελφό του που είχε πάρει το μύλο κι έτσι μαζί οι δυό τους θα μπορούσαν να έχουν μια δουλειά. Μάλιστα κορόιδευαν το μικρό τους αδελφό για τη δική του κληρονομιά, το γάτο.

Ο τρίτος, ο δόλιος, κοιτούσε το γάτο, κι αναρωτιόταν σε τι θα μπορούσε να του χρησιμεύσει.

Ένα βράδυ που ο νεαρός απελπισμένος και πεινασμένος δίχως να μπορεί να κάνει τίποτε για να αλλάξει την κακή του μοίρα, είχε πάει βόλτα στο ποτάμι, ακούει τον γάτο που τον ακολουθούσε να του λέει:

-Αφέντη μην ανησυχείς. Εγώ θα σε σώσω γιατί είμαι ένας γάτος με χαρίσματα. Αν με αφήσεις να κάνω κουμάντο θα σε κάνω πλούσιο. Θέλω μόνο τις μπότες σου και ένα σάκο. Σαν χαμένος κοιτούσε το γάτο του ο νέος, μη μπορώντας να πιστέψει ότι του μιλούσε με ανθρώπινη φωνή.

-Γιατί δεν είχες μιλήσει τόσο καιρό που είσαι μαζί μας;

-Γιατί δεν είχα κανένα λόγο. Τη ζεστή μου γωνιά την είχα, το φαγητό μου το είχα. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να γίνουμε πλούσιοι και οι δύο.

Ο νεαρός έβγαλε τις μπότες του και τις έδωσε στο γάτο, και του έδωσε και ένα σακί.

-Όμως εγώ θα είμαι ξυπόλητος;

-Έχε μου εμπιστοσύνη αφέντη και γρήγορα θα έχεις πολλά πλούτη.

Παίρνει λοιπόν ο γάτος το σάκο και φεύγει τρεχάτος. Τον γεμίζει με ζουμερά χορταρικά και σπόρους και τον τοποθετεί κάπου, ανοικτό. Πολύ σύντομα ένας παχουλός λαγός δελεάζεται από το λαχταριστό δόλωμα και πηγαίνει να το φάει. Πετάγεται ο γάτος από εκεί που ήταν κρυμμένος και κλείνει το λαγό στο σακί. Στη συνέχεια ο γάτος, φορτώνεται το σακί και πηγαίνει στο παλάτι, στα βόρεια της χώρας όπου ζητά να δει το βασιλιά. Ο βασιλιάς σαν άκουσε ότι ζητούσε να τον δει ένας γάτος που μιλούσε, ήταν τόσο περίεργος να τον δει που του έδωσε την άδεια.

-Τα σέβη μου μεγαλειότατε, είπε ο γάτος κάνοντας υπόκλιση. Ο αφέντης μου ο Μαρκήσιος του Καραμπά, σου στέλνει ένα δώρο για να εκφράσει το σεβασμό του.

Ο βασιλιάς καλοφαγάς, μόλις είδε το λαγό, και το χαρισματικό γάτο, που ήξερε να μιλά τόσο όμορφα τον συμπάθησε αμέσως. Εξάλλου ο πονηρός γάτος δεν σταμάτησε μόνο στον έναν λαγό. Κάθε τρεις και λίγο πήγαινε στον Βασιλιά και του έδινε ολοένα και περισσότερα και πιο γευστικά δώρα.

Εν τω μεταξύ ο νέος παρέμενε ξυπόλητος και πεινασμένος πίσω και η υπομονή του είχε αρχίσει να εξαντλείται, αλλά ο γάτος του έλεγε να κάνει υπομονή και δεν θα αργούσε η μέρα που θα τρώγαμε και οι δυο με χρυσά κουτάλια.

-Μην ανησυχείς αφέντη, δουλεύω και για τους δυο μας. Όταν έρθει η ώρα θα πρέπει να κάνεις ότι σου πω.

Και έφτασε ένα πρωινό, που ο γάτος έμαθε, ότι ο βασιλιάς θα έβγαινε με συντροφιά τη μονάκριβη κόρη του, για περίπατο με την άμαξα του. 

-Γρήγορα,.. είπε στον αφέντη του, πρέπει να πάμε στο ποτάμι.

Όταν έφτασαν εκεί, του ζήτησε να βγάλει όλα τα ρούχα του και να βουτήξει στο νερό. Κι ό,τι γίνει να συμφωνεί πάντα μαζί του. Έτσι κι έγινε. Ο νέος βούτηξε στο ποτάμι γυμνός και περίμενε. Σαν πλησίαζε η άμαξα, ο γάτος πετάχτηκε μπροστά της φωνάζοντας:

-Βοήθεια, ληστές έκλεψαν τα ρούχα του αφέντη μου, του Μαρκήσιου του Καραμπά και τον άφησαν γυμνό στο ποτάμι.

Ο βασιλιάς που αναγνώρισε τον γάτο, έδωσε αμέσως εντολή στη φρουρά του να βοηθήσουν το Μαρκήσιο. Ακόμα έστειλε στο παλάτι κάποιον να φέρει ρούχα στεγνά και καθαρά. Ο νέος μόλις έβαλε τα δανεικά ρούχα του βασιλιά και σουλουπώθηκε λίγο, παρουσιάστηκε μπροστά στον Βασιλιά και υπέβαλε τα σέβη του, ευχαριστώντας τον για τη πολύτιμη βοήθεια του. Ο βασιλιάς του απάντησε ότι ήταν υποχρέωσή του να σταθεί αλληλέγγυος σε κάποιον που εξάλλου τόσο καιρό τον προμήθευε με το καλύτερο κυνήγι που του έστελνε, και πως έτσι πρέπει να κάνουν οι δημοκράτες Βασιλείς αν δεν θέλουν να χάσουν το κεφάλι τους από τους ώμους τους όπως την πάτησαν άλλοι πολλά χρόνια πριν που τάιζαν τον λαό τους αντί για ψωμί με παντεσπάνι.

Ο γάτος είχε πετύχει έτσι με το σχέδιό του να εξαπατήσει και τους δύο. Και τον βασιλιά και τον φτωχό νέο. Ο μεν βασιλιάς νόμιζε πως είχε βρει έναν πλούσιο υπήκοο που δεν θα σταματούσε από υποχρέωση πια να του στέλνει πολλά καλούδια στο παλάτι, και ο νέος πως θα είχε την εύνοια του Βασιλιά και πως θα φορούσε πάντα ρούχα μεταξωτά σαν και αυτά που του δάνεισε όταν τον βρήκε στο ποτάμι.

Έτσι κάπως άρχισε η βασιλεία του γάτου. Ο νέος δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του, οφείλοντας την ανέλπιστη τη σωτηρία του στον πονηρό παπουτσωμένο γάτο που από καιρό σε καιρό στηνόταν μπροστά του, φούσκωνε σαν φασιανός και έλεγε με στόμφο:

-Τη σωτηρία σου μην ξεχνάς την οφείλεις στο πιο καλό διαμεσολαβητή του κόσμου, Εμένα τον γάτο που μαζί μου θα ζήσεις πάντα ευτυχισμένος. Εκπλήρωσα την υπόσχεση μου. Τώρα έχεις την ζωή σου στα δικά σου χέρια. Κοίτα να είσαι ένας σωστός υπήκοος και να μην δυσαρεστήσεις ποτέ τον βασιλιά και θά’ρθει η ώρα που θα σε καλέσει στο πλούσιο τραπέζι του σαν ίσο προς ίσο.

Ίσιωσε τα μουστάκια του, φόρεσε τις μπότες, έβαλε γραβάτα, έβγαλε σέλφι που τις πόσταρε παντού και ξάπλωσε σε μια γωνιά του παλατιού δίχως να κάνει ή να κοπιάσει πια για τίποτα…

Ο νέος μας όμως δεν είχε τίποτε παραπάνω από τα δανεικά και κάποια στιγμή σίγουρα θα ερχόταν η ώρα εκείνη που θα έπρεπε να τα ξεπληρώσει στον βασιλιά που η όρεξή του όμως ολοένα και μεγάλωνε και ήθελε και περισσότερα καλούδια. Έτσι ρίχτηκε με νύχια και δόντια στην δουλειά να συντηρεί τον μύθο του πλούσιου υπηκόου ελπίζοντας στην εύνοια της αυλής, πως κάποια στιγμή θα μπορούσε να καθίσει μαζί τους στο βασιλικό τραπέζι αντί να είναι ο μόνιμος προμηθευτής. Ρίχτηκε μόνος στην σκληρή δουλειά, μέρα και νύχτα, να δουλεύει για τους άλλους, χωρίς να καταλάβει πως τα χρόνια περνούν, τα μεταξωτά του ρούχα παλιώνουν, τα γυμνά του πόδια ματώνουν, τα χέρια του σκληραίνουν και η πρόσκληση για το παλάτι… δεν έρχεται ποτέ.

Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς…

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png  

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Κώστας Αρβανίτης: “Κουκούλα είχαν οι ταγματασφαλίτες, όχι οι μάρτυρες Δημοσίου Συμφέροντος”
“Eurogroup” … για πάντα!, του Γιώργου Σαράφογλου
Καλός Νοέμβριος με 12 προϋποθέσεις, του Κωστή Α.Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.