Βιβλίο

Με τους ζωγράφους της Πινακοθήκης Αβέρωφ της Μαρίζας Ντεκάστρο, του Κωστή Α. Μακρή

Kostis A. Makris
Spread the love

Kostis A. Makris

  

 

 

 

 

 

  

  

Κωστής Α. Μακρής  

  

 

 

 

PINAKOTHIKI_AVEROF_COV_MARIZA_DECASTRO_KAM_23MAY17_LR.jpg

 

 

Με τους ζωγράφους της Πινακοθήκης Αβέρωφ


της Μαρίζας Ντεκάστρο

Το βιβλίο που διάβασα

 

 

Τι λέει ο τίτλος;
«Με τους ζωγράφους της Πινακοθήκης Αβέρωφ»

Και από κάτω η συμπλήρωση: Οδηγός για νέους.

 

Τι δεν λέει ο τίτλος;

Ότι δεν είναι δυνατόν να βρεθεί κανείς με τους ζωγράφους καμιάς πινακοθήκης όταν αυτοί είναι πεθαμένοι.

Και οι περισσότεροι ζωγράφοι, τα έργα των οποίων παρουσιάζει η Μαρίζα Ντεκάστρο στο βιβλίο αυτό, είναι πεθαμένοι.

Επομένως δεν θα συναντηθεί με τους ζωγράφους αλλά με τα έργα τους.

Οπότε; Πώς θα έπρεπε να είναι ο τίτλος, σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη μου;

Μήπως «Με τα ζωγραφικά έργα της Πινακοθήκης Αβέρωφ»;

Χα χα χα! Μα τι λέτε;

 

Όταν συναντιόμαστε μ’ ένα ζωγραφικό έργο και βλέπουμε, κοιτάζουμε, θαυμάζουμε και αναλύουμε μιαν εικόνα, συναντιόμαστε μ’ ένα κομμάτι πανί, ξύλο ή κάτι άλλο ανάλογο;
Ή μήπως κάνουμε δική μας αυτή την εικόνα και γινόμαστε εμείς οι δημιουργοί της; Λες και είναι σέλφι ή κάποιο τοπίο ή ταβέρνα με την παρέα μας μέσα, που θα το ποστάρουμε ―ως κτήμα μας εσαεί― σ’ ένα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης…

 

Η συγγραφέας όχι μόνο ξέρει πολύ καλά γιατί έβαλε τον τίτλο που έβαλε αλλά και τον τιμά σε κάθε σελίδα του βιβλίου της.

 

Ξέρει καλά ότι όταν συναντιόμαστε μ’ ένα έργο τέχνης, με τον δημιουργό του και με την εποχή του συναντιόμαστε και συνομιλούμε• κι ας μη μας είναι συνειδητό αυτό κάθε φορά.
Είτε για εικόνα πρόκειται, είτε για μουσική ή έργο λόγου ή οποιαδήποτε άλλη τέχνη, πάντα με τους «γονείς» τού έργου τέχνης ―ανθρώπους και ιστορικές εποχές― έχουμε να κάνουμε.

Ακόμα κι αν είναι ανώνυμος, όπως συμβαίνει με μερικά προϊστορικά καλλιτεχνήματα.

Και η Μαρίζα Ντεκάστρο δεν συνδιαλέγεται μόνο με τα έργα αλλά συνομιλεί με τους ίδιους τους ζωγράφους της Πινακοθήκης Αβέρωφ και με την εποχή τους.

Αυτό άλλωστε είναι ένα από τα μεγαλεία της ζωγραφικής.

Να ακουμπάει η όρασή μας στον μουσαμά, το σανίδι, το χαρτί ―ή όποιο άλλο υλικό έχει χρησιμοποιηθεί― και να ταξιδεύουμε. Με όχημα τις εικόνες, τα χρώματα, τις μορφές, τα σχήματα, το φως και την οργάνωση του χώρου που έχει επιλέξει και χωρέσει ο εικαστικός καλλιτέχνης στο έργο του, για να μας πάρει μαζί του στο δικό του ταξίδι προς τη δική του πραγματικότητα, που την μεταπλάθει σε μια νέα πραγματικότητα ―δύο διαστάσεων, μέσω μιας ακραία αφαιρετικής διαδικασίας, αν μιλάμε για παραδοσιακούς πίνακες― που με τη σειρά της θα γίνει η δική μας νέα πραγματικότητα γι’ αυτό που βλέπουμε, που ξέρουμε, που θυμόμαστε και που περιέχουμε ως σκεπτόμενα και ιστορικά όντα.

Και από εκεί και πέρα, το έργο τέχνης ―κάθε έργο τέχνης― παύει να ανήκει μόνο στον δημιουργό του και γίνεται και δικό μας όχημα και μέσο στοχασμού, γνώσης, συγκίνησης και ένας από τους πολλούς δρόμους για τη μετάβαση στο εγώ και στην αυτογνωσία που θέλουμε να φτάσουμε.

«Οδηγός για νέους» λέει κάτω από τον τίτλο η Μαρίζα Ντεκάστρο και αυτό έχει γραφτεί ―νομίζω― για να μη θεωρήσει κανείς ότι πρόκειται να διαβάσει μια βαρύγδουπη αισθητική ανάλυση με βάση παλαιές και σύγχρονες εικαστικές θεωρίες.

Τα μικρά αλλά περιεκτικά κείμενα που συνοδεύουν κάθε έναν από τους 20 πίνακες (μαζί με το πορτρέτο του ιδρυτή τής Πινακοθήκης, Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, φιλοτεχνημένο από τον Πάρι Πρέκα) δεν αποτελούν κριτική του πίνακα αλλά ξενάγηση στην εικόνα, στην εποχή του ζωγράφου και στο θέμα του.

Αυτή όμως η ξενάγηση είναι έτσι δοσμένη που να αναγκάζει τον νέο θεατή τής εικόνας να στοχαστεί πάνω σε πολύ περισσότερα πράγματα για τη διαδικασία της γέννησης ενός εικαστικού έργου απ’ όσο μια διεξοδική ακαδημαϊκή ανάλυση.

Όπως επίσης τον σπρώχνει να στοχαστεί πάνω στην επίπονη όσο και δαπανηρή διαδικασία διάσωσης, συλλογής και συντήρησης ανάλογων έργων τέχνης.

Θέλω να κάνω και μια αναφορά στο «στήσιμο» του βιβλίου ―τη γραφιστική δουλειά, δηλαδή των Θύμιου Πρεσβύτη και Θοδωρή Αναγνωστόπουλου (Peak Publishing)― και να παινέψω την απλότητα και τη λειτουργικότητα του σχεδιασμού του, το απαλό γκρι στο φόντο κάθε σελίδας που ενθαρρύνει και αναδεικνύει το λευκό στους πίνακες σαν «πασπαρτού» κορνίζας, καθώς και το μέγεθος και το ασυνήθιστο σχήμα του βιβλίου, που βοηθάνε στην έκθεση των εικόνων και του κειμένου και καθιστούν ευχερέστερη την αναγνωστική απόλαυση.

 

Το βιβλίο που διάβασα, μου άφησε ένα χαρωπό χαμόγελο στο τέλος.

Έχοντας περάσει κι εγώ από τα μονοπάτια της ζωγραφικής, ξαφνικά πεθύμησα τη μυρωδιά των χρωμάτων και του «τερεβινθελαίου» (νέφτι) και η παλάμη μου νοστάλγησε την παλέτα και τα πινέλα.

Αντ’ αυτών, κάθισα κι έγραψα αυτό το σημείωμα για «το βιβλίο που διάβασα» και μου άρεσε. Και ευχαριστώ την Μαρίζα Ντεκάστρο που μίλησε τόσο απλά και γοητευτικά για κάτι τόσο μαγικό, πολύπλοκο και δυσερμήνευτο όπως είναι η ζωγραφική, οι ζωγραφιές και οι ζωγράφοι.

Μάιος 2017

 

Βιβλιογραφικές πληροφορίες:
Τίτλος: Με τους ζωγράφους της Πινακοθήκης Αβέρωφ, Οδηγός για νέους
Συγγραφέας: Μαρίζα Ντεκάστρο
Έκδοση: ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑ, 2016
Βραβείο «Βίτω Αγγελοπούλου» του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 2017 σε συγγραφέα βιβλίου με πληροφοριακά κείμενα (γνώσεων) για παιδιά

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

 iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
“Διάστημα. Το τελευταίο σύνορο…”, του Νίκου Βασιλειάδη
Μια υπενθύμιση  του (αν) επίκαιρου, του Ηλία Καραβόλια 
Σήμερα η παρουσίαση του νέου κόμικ του Soloup “Συλλέκτης” στα Public Συντάγματος

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.