Αναγνώστες

Μάνα Κοινή, του Παναγιώτη Φερεντίνου

74c60149-dc5e-4e80-b471-c515dff2a662.jpg
Spread the love

74c60149-dc5e-4e80-b471-c515dff2a662.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παναγιώτης Φερεντίνος είναι εικαστικός από την Α.Σ.Κ.Τ και συγγραφέας.

 

Γεννήθηκε το 1983 στην Πάτρα.

 

 

 

 

 

 

d1c87fb3-f59d-4836-a357-2311db00780d.jpg

 

Ήταν μια Παρασκευή βράδυ. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη την τελευταία συνάντηση μιας Αυγουστιάτικης νύχτας. Τελευταία συνάντηση• ποιος ήξερε τότε πως θα είναι η τελευταία – οδύνη για τους δυό μας.

 


Παρασκευή λοιπόν, καθόλου τυχαία η μέρα, μιας και Παρασκευές γίνονταν οι συναντήσεις μας• η αρχή μας και το τέλος μας. Παρασκευή, ξημερώματα Σάββατο, κι αυτό το όνειρο.

 

Σε έψαχνα, σε έψαχνα παντού, μα δεν σε έβρισκα. Δεν ήταν τυχαίο αυτό… ποτέ δεν σε έβρισκα. Ούτε στα όνειρά μου. Ίσως να έψαχνα το ιδεατό – κι εσύ σκέφτηκες πιθανόν πως είχες ήδη πολλές πληγές για να γίνεις το ιδεατό μου. Γι’ αυτό έφυγες• ένιωσες πως δεν εκπλήρωνες κάτι απ’ τη λαχτάρα μου, το «μόνος» να γίνει «μαζί». Κι όμως, δεν ήταν έτσι.

 

 

Γνώριζα καλά τις πληγές σου. Το βάσανό σου. Το μέσα σου παιδί που δάρθηκε πολύ. Εκείνο που δεν είδε κανείς άλλος, ούτε οι φίλοι σου. Όλοι έβλεπαν τη χρυσή σου εικόνα, λαμπρή, με εκείνη προστάτευες τους λεπτούς βιασμούς της ψυχής σου, στον κάθε θύτη σου. Μόνο εκείνη η φιγούρα στ’ όνειρο μπορούσε να καταλάβει. Εκείνη για την οποία θα σου μιλήσω παρακάτω.

 

Μα, γιατί φλυαρώ; Γιατί στα λέω όλα αυτά; Το όνειρό μου θέλω να μοιραστώ μαζί σου. Τώρα που ακόμα μπορώ. Γιατί η ζωή είναι μικρή… θυμάσαι;

 

Το όνειρο: σε μια πόλη, αλλόκοτη κι αλλόγλωσση, σ’ έψαχνα. Βρήκα τους φίλους σου, μα μου ‘παν πως δεν σ’ είχαν δει. Συνέχισα. Δεν γνώριζα τα μέρη που πήγαινα, μα βάδιζα σταθερά. Σαν να ‘ξερα που όφειλα να πάω. Έφτασα σε ένα κτίριο. Στην είσοδο βρισκόταν εκείνη, η μητέρα. Η μητέρα σου. Δεν είχα δει ποτέ πριν τη μητέρα σου, μα είκασα πως ήταν εκείνη. Έλεγχε την είσοδο και της έδειξα την ταυτότητά μου. Όχι για να μπω στο κτίριο, για να δω αν θα θυμόταν τ’ όνομα. Εκείνη, βλέποντας τ’ όνομά μου, χαμογέλασε. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια, διαπεραστικά. Τα μάτια της χαμογέλασαν. Πέρασαν δευτερόλεπτα χωρίς να πει τίποτα. Έπειτα μίλησε: «ώστε εσύ είσαι λοιπόν». Χαμογελάσαμε κι οι δυό σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Χωρίς να ξέρω το γιατί, της εξομολογήθηκα την πικρία μου. Δεν σε δικαιολόγησε, με άκουσε με στοργή. Σαν μάνα κοινή. Εκείνη μόνο γνώριζε την ιστορία σου…

 

 

Κι όταν τέλειωσα τη φράση μου, σαν κλαψιάρικο παιδί, με κοίταξε πάλι. Με βλέμμα σοβαρό, με ευθύνη. Μόνο μια φράση βγήκε απ’ το στόμα της: «να προσέχεις το παιδί μου όταν φύγω απ’ αυτή τη ζωή. Θα είναι μόνο του».

 

 

Εκεί ξύπνησα. Πετάχτηκα! Σκέφτηκα τι να ‘θελε άραγε να μου πει αυτή η μητρική φιγούρα.

 

 

Πέρασαν χρόνια, δεν είχαμε καμιά επαφή. Ξέραμε μόνο μέσα μας πως ζούσαμε κι οι δυό, κάπου, ακόμα. Μα δεν υπήρχε τίποτα πια. Καθένας τράβηξε το δρόμο του, έκανε τις επιλογές του. Κανένα «μαζί» δεν χτίσαμε οι δυό μας. Ηττηθήκαμε, παρηκμάσαμε, αποτύχαμε. Κάπου συνηθίσαμε τη ρουτίνα μας, την αποδεχτήκαμε. Το γήρας μας το ‘παμε «πορεία»• κι απλά πορευτήκαμε.

 

 

Και ξέρω πια, αν στο δρόμο ποτέ συναντηθούμε, μετά από χρόνια, δεν θα αναγνωριστούμε. Δεν θα ‘ναι τ’ άσπρα μας μαλλιά οι γελαστές μας. Θα ‘ναι τα μάτια μας• θα ‘ναι αλλιώτικα. Δεν θα ‘χουν πια εκείνη τη λαχτάρα που κάποτε θωρούσαν μέσα τους και χαμογέλαγαν. Κι αν με αναγνωρίσεις, ίσως μου πεις «που χάθηκες;» και δεν θα πειράζει πια η μόνιμη απουσία σου, θα χαμογελάσω. Θα πω «είσαι καλά;», «καλά» θα αντιγυρίσεις, και θα ‘ναι σαν να διηγηθήκαμε τις ιστορίες της ζωής μας μέσα σε εκείνο το «καλά».

 

 

Αν πάλι ιδωθούμε μια νύχτα Παρασκευής στ’ όνειρο, ίσως εκεί να ‘μαστε πιο ειλικρινείς. Να μην μας βουβάνουν οι άμυνες ή οι πικρίες, αυτή η μάχη η σιωπηλή που ακόμα κρατά, χρόνια τώρα, γι’ αυτά που δεν μπορέσαμε. Κι εκεί να θυμηθούμε τα λόγια του μεγάλου ποιητή, που όταν τα ‘γραφε δεν ήταν μεγάλος, ήταν απλά ο Τάσος, με κοινό καημό σαν τον δικό μας: «Ας μη δεσμευτούμε, λοιπόν, μ’ επιστολές, η απόσταση μας χαρίζει ένα καινούργιο πρόσωπο. Κι ίσως όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον. Έτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.»

 

Μια νύχτα Παρασκευής, μια νύχτα στο σπίτι με τους πράσινους τοίχους, εμείς. Έτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.

 

 

Εικαστικό έργο του Παναγιώτη Φερεντίνου

 

65eba8a9-e91c-42c7-9e1b-ebf8906ee973.jpg

 

 

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Ανώφελη αναμονή!, της Άννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Μάριος Βερέττας: Επίκουρος και Τριακοστή Όγδοη Δόξα
Να σου μιλήσω για τη … Μεγαλοβδομάδα;, του Γιάννη Ελενίτσα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.