Η «ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ» του Μάνου Κοντολέων
Το βιβλίο που διάβασα, Κωστής Α. Μακρής
«Στη λεωφόρο ακίνητα αυτοκίνητα.
Στα καλώδια του ηλεκτρικού ―λίγο πιο πριν― κάποια πουλιά.
Τρομάξανε… Πετάξανε. Τα καλώδια τώρα γυμνά.
Κάποιο τροχαίο, κορναρίσματα, φρεναρίσματα και ξαφνικά μποτιλιάρισμα και στις τέσσερις λωρίδες.
Στην αριστερή το μαύρο Citroen ― εκεί μέσα με τη βία την είχαν σπρώξει. Τη Στεφανία.
Στο μαύρο Citroen τώρα. Με τα μαύρα φιμέ τζάμια. Δεν τη βλέπει κανείς τη Στεφανία. Μόνο εκείνη μπορεί να δει.»
Οι πρώτες εφτά σειρές από το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων «ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ».
Υπάρχουν ακίνητα αυτοκίνητα, πουλιά τρομαγμένα, γυμνά καλώδια ηλεκτρικού, μια γυναίκα ―δεν ξέρουμε ακόμα την ηλικία της, εκτός αν έχουμε διαβάσει το οπισθόφυλλο του βιβλίου― με τη βία σπρωγμένη σ’ ένα μαύρο αυτοκίνητο. Λέξεις προσεχτικά διαλεγμένες, με αντιθέσεις, με μαύρο, με γυμνό, με τρόμο… Λέξεις που προϊδεάζουν για το τι θα ακολουθήσει.
Ζοφερό, ε; Θέλεις όμως να διαβάσεις παρακάτω.
«Μια χώρα. Μια πόλη. Οι άνθρωποι… Η Στεφανία, ο Κλεάνθης, ο Τονίνο (που θέλει να τον φωνάζουν Σαμποτάζ)…
Σε εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης. Αλλάζουνε όλα και όλοι.
Αλλάξανε ―γαμώ το μου!― οι δρόμοι, τα μαγαζιά, τα σπίτια.
Αλλάξανε οι άνθρωποι… Πάρτο χαμπάρι, φίλε!
… Μα κάποια πράγματα ―το ξέρω και δε χρειάζεται εσύ να μου το πεις― δεν έχουν, ακόμα, αλλάξει.
Όπως τα μαλλιά της Στεφανίας! Ήταν και παραμένουν κόκκινα. Και μακριά. Και όλο μπούκλες.
Όχι, αυτά δεν αλλάξανε… Ακόμα έστω.
Είναι μαλλιά που είχαν και έχουν την απόχρωση μιας φλόγας την ώρα που ετοιμάζεται να σβήσει. Έτσι ήταν τα μαλλιά της Στεφανίας από πάντα.
Και πάντα κόκκινα παραμένουν• δεν αλλάξανε.
Μα μέχρι πότε θα είναι τα ίδια;
Ένα crossover μυθιστόρημα ενηλικίωσης.»
Αυτό το έχω διαβάσει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Όταν διαβάζω, μιλάω στο εαυτό μου. Διαβάζω, σκέφτομαι, αναστοχάζομαι, θυμάμαι, παρασύρομαι από τις λέξεις, τη μουσική των φράσεων, βυθίζομαι, κρίνω, επικρίνω, θαυμάζω, ζηλεύω…
Σε μερικές φράσεις μπορεί και να κλάψω ή απλώς να δακρύσω.
Όπως στις πιο κάτω:
«Αλλά…
Αλλά με το σιδέρωμα ίσως να ήταν κάπως αλλιώτικα όλα αυτά. Εργασία μηχανική. Πράττεις χωρίς να σε απασχολεί το τι κάνεις. Και τα πεντακάθαρα ρούχα έχουν άποψη. Σου προτείνουν αισιοδοξία.» [σελ. 125]
Η Στεφανία σκέφτεται.
Πράττει και σκέφτεται.
Πράττει, σκέφτεται, αποφασίζει.
Μερικές φορές «εν θερμώ».
Όπως και ο συγγραφέας της, ο Μάνος Κοντολέων.
Λέει ο Μάνος Κοντολέων ότι κάθε βιβλίο είναι μια πολιτική πράξη κι ότι μερικές φορές προτιμάει να γράφει «εν θερμώ». Όταν η πραγματικότητα γύρω του είναι ακόμα φρέσκια, τραγανή, σαν φρεσκοψημένο ψωμί που καίει.
Και ο Μάνος Κοντολέων αρέσκεται να διαχειρίζεται το καυτό ψωμί της πραγματικότητας.
Και το κάνει καλά (βλ. «Ανίσχυρος άγγελος» καθώς και «Δε με λένε Ρεγγίνα… Άλεχ με λένε»).
Είναι μια πολιτική πράξη η γραφή κατά τον Μάνο Κοντολέων.
Όχι τόσο με την ξεπερασμένη έννοια της «στράτευσης» αλλά με την έννοια ότι η Τέχνη είναι ένας από τους πιο σοβαρούς στόχους κάθε στιβαρής και ανθρωποκεντρικής πολιτικής.
Εδώ μέσα υπάρχει και λίγος Μακρυγιάννης («γι’ αυτά πολεμάμε…»).
Όποτε γράφω ένα σημείωμα για ένα βιβλίο, μια θεατρική παράσταση ή για κάποιο άλλο έργο τέχνης, συνηθίζω να λέω «η παράσταση που είδα, η μουσική που άκουσα, το βιβλίο που διάβασα».
Κρύβει μια υποκρισία αυτή η δήλωση «υποκειμενικότητας». Το ξέρω…
Κρύβει την υποκρισία ότι αν έφτανε το «μου αρέσει» δεν θα χρειαζόταν να σας παιδεύω, εσάς τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μου, με τόσα πολλά λόγια τεκμηρίωσης αυτού του «μ’ αρέσει».
Επομένως;
Αυτό που δεν θα κουραστώ να λέω είναι ότι κάθε ανάγνωση ενός βιβλίου ή άλλου έργου τέχνης είναι υποκειμενική υπόθεση.
Αλλά η ανάγνωση της λογοτεχνίας είναι κι αυτή μια τέχνη.
Και αφού η τέχνη δεν μαθαίνεται (αμιγώς) επιστημονικά αλλά μέσα από την άοκνη τριβή με το αντικείμενό της, μέσα από την επίμονη και παθιασμένη ανάγνωση, μέσα από την αγάπη για την τέχνη και με μέντορες να σε καθοδηγούν και να σε εξοπλίζουν με εφόδια και δεξιότητες πολλαπλές, κάθε κριτικό σημείωμα και κάθε ανάγνωση κρύβουν μέσα τους άλλες, πολλές, πάρα πολλές αναγνώσεις.
Έχοντας διαβάσει την ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ και έχοντας ακούσει και διαβάσει κάποιες κρίσεις και σχόλια σχετικά με την ποιότητα αλλά και τη «σκληρότητά» της, θυμήθηκα μερικά άλλα «σκληρά» βιβλία ή διηγήματα που διάβασα ως παιδί. Ένα που αναφερόταν σ’ ένα παιδί χαμένο στη ζούγκλα, μεγαλωμένο από λύκους και κυνηγημένο από έναν τίγρη (Μόγλης, του Ρ. Κίπλινγκ). Ένα άλλο με ένα κοριτσάκι που η μαμά του ήταν πόρνη και πέθανε και το κοριτσάκι μεγάλωσε με έναν φυγόδικο πρώην κατάδικο (Οι Άθλιοι, Β. Ουγκό). Ένα άλλο που ο βασικός ήρωας μεγαλώνει σ’ ένα άθλιο ορφανοτροφείο, περνάει από χίλια μύρια μαρτύρια, μπλέκει με μια συμμορία ληστών, μια γυναίκα που τον προστατεύει σκοτώνεται από τον εραστή της και γενικά τραβάει των παθών του τον τάραχο αυτό το παιδί (Όλιβερ Τουίστ, Τσ. Ντίκενς).
Τι να πρωτοθυμηθώ από την ατελείωτη σειρά «σκληρών» βιβλίων «ενηλικίωσης» που ακόμα και τώρα τα διαβάζω με ανανεωμένη κάθε φορά την ηδονή της ανάγνωσης ενός βιβλίου που είναι και για παιδιά και για μεγάλους και για τεράστιους.
Αυτό θα πει Crossover;
«Χελόου!» που θα έλεγε κάποια σαν τη Στεφανία, στις καλές της μέρες, ή σαν τον Τονίνο (ή Σαμποτάζ) επίσης στις καλές του μέρες.
Μα αυτό είναι ο εκ των ων ουκ άνευ όρος που πρέπει να πληροί κάθε καλό βιβλίο! Να μπορεί να διαβαστεί από εγγράμματους κάθε ηλικίας και να προσφέρει χαρά αναγνωστική σε όλες και όλους. Κι όχι μόνο αυτό. Αλλά να μπορεί να μεγαλώνει μαζί με τον αναγνώστη του. Όπως,για παράδειγμα, τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που αυτά ―πολλά― κι αν έχουν μέσα τους την αβάσταχτη σκληρότητα της κοινωνικής αδικίας. Αλλά και την τρυφερότητα που κρύβει μέσα του το σκληρό κέλυφος, σαν να χρειάζεται για την προστατεύει από τις πρόχειρες κι επιδερμικές αναγνώσεις.
Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι με προσιτά όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης μας (χωρίς ΚΑΜΙΑ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ, όπως δηλώνεται στο εξώφυλλο της ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ ΠΟΛΗΣ). Ξεφύλλισα στα 10 μου το Δεκαήμερο του Βοκάκιου, στα 12 τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ αλλά εντρύφησα σε αυτά μεγαλύτερος. Παράτησα στη μέση κάνα δυο του Μαρκήσιου Ντε Σαντ επειδή δεν μου άρεσαν και για μερικά άλλα (δήθεν «απαγορευμένα») είπα «Ε, και;» και τα παράτησα.
Η ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ του Μάνου Κοντολέων, το έχω πει και θα το ξαναπώ, είναι ένα από τα βιβλία που θα αποτελέσουν πηγή έρευνας και μελέτης για τον ιστορικό του μέλλοντός μας, σε σχέση με την Ελληνική πραγματικότητα της πενταετίας 2015-2020.
Όχι μόνο επειδή είναι ένα τεκμηριωμένο κοινωνικά βιβλίο, όχι μόνο επειδή έχει τη σημερινή γλώσσα σαν όχημα για τις ιδέες του ― χωρίς «ψευδεφηβικές» ακρότητες― όχι μόνο επειδή περιγράφει με σπαραχτικό ―αλλά όχι «ευπώλητα» σπαραξικάρδιο και «ροζουλί» τρόπο― τα βάσανα μιας σχεδόν χαμένης γενιάς, αλλά επειδή σαν τον μυθικό Ανταίο παίρνει δύναμη από τη Γη τής γύρω του πραγματικότητας, πάνω στην οποία πατάει γερά.
Της ελληνικής σημερινής πραγματικότητας που δεν παριστάνει ότι την βιώνει ο Μάνος Κοντολέων όπως ένα άστεγος (για παράδειγμα) αλλά τη γνωρίζει όπως κάθε ευαίσθητος άνθρωπος που δεν χρειάζεται να μεταναστεύσει στην πόλη Χομς της Συρίας για να αντιληφθεί τη φρίκη του πολέμου και το τι σημαίνει να χάνεις το παιδί σου από βόμβες χημικών.
Η ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ του Μάνου Κοντολέων έχει δυο πολύ σπουδαίες, κατά τη γνώμη μου, αρετές: είναι ένα εξαιρετικά ελκυστικό στην ανάγνωση και ταυτόχρονα αφόρητα δίκαιο βιβλίο.
Δίκαιο αλλά και αυστηρό απέναντι στους ήρωές του, που ακόμα κι ο πιο αντιπαθής απ’ αυτούς έχει δεχτεί το «χάδι» του άξιου συγγραφέα που ξέρει να διαχειρίζεται την ενότητα των αντιθέτων και να παραθέτει με μαστοριά τα πολύ σκούρα με τα φωτεινά χρώματα, για να προσφέρει τον πλούτο των ενδιάμεσων αποχρώσεων στον αναγνώστη του.
Η Πόλη, κατά τον Μάνο Κοντολέων, είναι αμαρτωλή όχι επειδή έχει φτωχύνει ή επειδή έχει ασχημήνει. Είναι Αμαρτωλή επειδή δεν είναι πια δίκαιη Πόλη.
Είναι μια πόλη που αδικεί και αδικείται. Και το ίδιο ισχύει για τους κατοίκους της.
Όπως γράφει στη σελίδα 186: «Εν τέλει αμαρτία είναι η αδικία.».
Οι ήρωές του, χαρακτήρες ολοκληρωμένοι κι όχι τύποι συνθηματολογικής ή λαϊκίστικης ευκολίας, ζουν, κινούνται και αγωνίζονται μέσα σε μια ζοφερή πραγματικότητα που θέλουν να την αλλάξουν.
Ζουν μέσα στην αδικία αλλά πιστεύουν ―οι πιο νέοι και άξιοι― ότι μέσα από την αδικία, θα βλαστήσει η ελπίδα.
Τότε που θα έρθει ένα νέο «σούρουπο» που δεν θα είναι ούτε πικρό, ούτε άδικο αλλά «Μιας νέας άνοιξης».
Θα ήθελα να το είχα διαβάσει όταν ήμουν 16-17 χρόνων. Αλλά τότε, θα το είχα διαβάσει περισσότερο σαν μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας… Και θα το είχα χαρεί.
Στους σημερινούς νέους, όσοι είναι τυχεροί και το διαβάσουν, δεν έχω να πω άλλο παρά να ευχηθώ καλή ανάγνωση και καλύτερη απόλαυση. Ό,τι θα ευχόμουν με το σερβίρισμα ενός καλού κρασιού. Που πίνεται λίγο λίγο και με στοχασμό για την ποιότητα, τον μόχθο, τις πρώτες ύλες και την ιστορία του δημιουργού του που κρύβεται μέσα στην κάθε γουλιά.
Αυτά τα λίγα για ένα βιβλίο που μου άρεσε και το προτείνω για πολλαπλές αναγνώσεις.