Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η κόκκινη, καρό κουβέρτα, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

Ωραιοζήλη – Τζίνα Δαβιλά

Όταν παντρεύτηκε η Ηρούλα, η μητέρα της μαζί με όλα τ’άλλα προσωπικά αντικείμενα που ήθελε στο νέο της σπίτικό, της έβαλε και την κουβερτούλα που σκεπαζόταν παιδί. Δεμένες οι νύχτες της με την καρό κόκκινη-καφέ κουβέρτα, από την δεκαετία του ’70.

Η Ηρώ νοσταλγούσε εκείνη την δεκαετία πολύ. Ορόσημο για την ίδια. Ορόσημο και για την Ελλάδα. Μόλις άρχισε να θυμάται τον εαυτό της, τον βλέπει να κοιμάται τα βράδια με μεγάλη χαρά στην στολισμένη τραπεζαρία σε μια ντιβανοκασέλα. Μετά την κούνια της ήταν το πρώτο της κρεβάτι. Δυάρι το σπίτι, κουζίνα, χολ, μπάνιο, μια κρεβατοκάμαρα και μια τραπεζαρία. Μια καρό ζεστή κουβέρτα με τα κρόσσια για να σκεπάζεται και να παίζουν τα δάχτυλά της ασταμάτητα, άλλη μια διακοσμητική και γιορτινή μια πλεκτή με αμέτρητες χοντρές πλεξούδες από άσπρο και πράσινο μαλλί, φτιαγμένη με χοντρές αυτοσχέδιες βελόνες από κρεμάστρες ρούχων. Tι σκέπτονταν τότε οι γυναίκες για να δημιουργούν! Απέναντί της κάθε βράδυ το δεντράκι στολισμένο με πολύχρωμα φωτάκια, έπεφτε σαν χιόνι η πάχνη από πάνω που έκανε θολούς κύκλους γύρω από τα φωτάκια. Το τζάμι ήταν στολισμένο με τα σχέδια του έλατου, της καμπάνας, του άστρου, του έλκηθρου. Άσπρα, πάλλευκα, χιονισμένα τζάμια, χιονισμένα παντού. Όλα εκεί σαν να περιμένουν τα αστέρια του ουρανού να κατέβουν για να χορέψουν φωτοβολώντας έξω από το μπαλκόνι.

Δεκαετία 70. Κάθε βράδυ η Ηρώ έκλεινε τα μάτια και είχε τελευταία εικόνα της μέρα που έσβηνε, το φωτισμένο μέσα στην πάχνη δέντρο και το λευκό από χιόνι τζαμιών, που σκόπιμα άφηναν ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες για να φέγγει η νύχτα και να κάνει το κοριτσάκι τα πιο όμορφα όνειρα. Κανένα από αυτά δεν θυμάται τώρα που παντρεύεται, αλλά θυμάται ότι κοιμόταν τόσο γλυκά, τόσο ήρεμα και θαλπερά και ξυπνούσε ακόμα γλυκύτερα. Για την ακρίβεια δεν ήθελε να ξημερώσει. Ήθελε να φαντάζεται ότι πετά ο Αϊ-Βασίλης στον ουρανό, κατεβαίνει στο μπαλκόνι έξω από τα χιονισμένα τζάμια, της χτυπά αφράτος και χαμογελαστός το τζάμι και η Ηρούλα λαχτάρα γιατί περιμένει το κόκκινο τηλέφωνο με τα κουμπάκια που του είχε ζητήσει. Και τα αστέρια πιάνουν κουβέντα στον ουρανό και οι διάλογοι γίνονται με χρώματα που άφηναν ατελείωτες ουρές χρωματιστών λαμπιονιών. Πολύχρωμο σκηνικό στο νυχτερινό ουρανό.

Μέχρι τα δέκα της ήταν μοναχοπαίδι. Τα πήγαινε, όμως, περίφημα με την μοναξιά της . Από τότε της έμεινε να μιλά μόνη της. Διαλόγους ολόκληρους, κουβέντες, καυγάδες, ό,τι θέλεις. Με τις ώρες. Δεν φοβήθηκε ποτέ να κοιμάται απομονωμένη από τους γονείς της σε άλλο δωμάτιο. Ακόμα και όταν πήγαιναν στο αρκαδικό χωριό με τα θεόρατα έλατα και το γραφικό γεφυράκι, κοιμόταν μόνη στην τεράστια σάλα της γιαγιάς με τους ψηλούς τοίχους και τα θεόρατα παράθυρα ανοιχτά για να βλέπει τη νύχτα. Η Ηρούλα που έπαιρνε πάντα δύο δώρα. Άλλο τα Χριστούγεννα, άλλο την Πρωτοχρονιά. Το πρώτο το είχε ζητήσει. Το δεύτερο της το έκαναν έκπληξη. Μια Πρωτοχρονιά βλέπει δίπλα στην ντιβανοκασέλα να την περιμένει ένα ψηλό και μακρύ κουτί. Το κοίταξε με περιέργεια. Το σήκωσε και το κούνησε. Ήταν από πάνω μέχρι κάτω γεμάτο. Το άνοιξε και βρήκε ένα οπλοπολυβόλο. Κοίταξε απορημένη τον μπαμπά της.

«Δεν σου αρέσει; Παιχνίδι είναι και αυτό για αγοράκια», της είπε.

Δεν τον ρώτησε ποτέ πώς του ήρθε και της αγόρασε εκείνο το όπλο. Ήταν απωθημένο του; Ήταν υπονοούμενο; Ποιος ξέρει! Πολλά χρόνια μετά σκέφτηκε πως ήταν συμβολικό. Όχι για να σκοτώνει ό,τι την ενοχλεί, αλλά για να βρει τα δικά της όπλα για την προστασία της. Ο μπαμπά της ήταν ίσως ο πρώτος άνθρωπος που είχε αντιληφθεί την ευαισθησία της Ηρούλας. Γι’αυτό και ‘όταν τη συνόδευε στην εκκλησία δεν κοιτούσε τον κόσμο, αλλά κρατούσε σφιχτά το χέρι της στο μπράτσο του.

… Πήγαν, λοιπόν, στην Πολυκλείτου μαζί, το άλλαξαν και ούτε που θυμάται τι παιχνίδι πήρε. Θυμάται, όμως, το όπλο. Πώς το θυμάται αυτό το όπλο! Ίσως θα έπρεπε να το κρατούσε, από τα παιδικά της χρόνια. Καμιά φορά ρωτούσε τη μητέρα της: «Πώς του’ρθε, ρε μαμά, του μπαμπά και μου αγόρασε εκείνο το όπλο;» Και την έπιαναν τα γέλια και τα κλάματα μαζί.

Από τη δεκαετία του 70 θυμάται μόνο όμορφα Χριστούγεννα, χαρούμενες πρωτοχρονιές, με πολύ κόσμο, καλούς φίλους του τότε, που είχαν κοινούς μόχθους με τους γονείς της και ζεστές καρδιές. Μια θαλπωρή το σπίτι της. Γλυκά, πολλά χειροποίητα γλυκά- είναι χρυσοχέρα η μάνα- και πολλά ταψιά με φαγητά. Νόστιμες σαλάτες, ραπανάκια με σχεδιάκια, τυριά όλων των ειδών με το αγαπημένο ροκ-φορ του μπαμπά, μοσχαράκι της κατσαρόλας σε φέτες (αργότερα έμαθε ότι το’λεγαν νουά) με τη δεμένη σάλτσα, ρυζάκι με αρακά στολισμένο στην πιατέλα σε σχήμα φόρμα που κατέληγε σε καρδούλα, πάντα στις φόρμες ζελέ της Tupperware σε σχήμα καρδιάς. Άφθονους ξηρούς καρπούς, δεν σταματούσε να τρώει τα φυστίκια Αιγίνης και γλυκά, ατέλειωτα γλυκά. Από τούρτες που δεν ήξερε από ποια να πρωτοξεκινήσει μέχρι τις μαεστρίες της μαμάς. Φλογέρες με αμυγδαλοκάρυδα και ωραία διάφανη ζελατίνα με κορδελίτσες πολύχρωμες. Και το σπίτι να μυρίζει γιορτή. Μέσα και έξω. Τα πιο ζεστά παιδικά χρόνια. Ζεστά. Τρυφερά. Τόσο ζεστά και τρυφερά, τόση θαλπωρή που τώρα πια, όταν τα σκέπτεται, χάνεται στην θύμηση κυρίως γιατί τότε δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό της πόσο ευλογημένη υπήρξε.

***

Η Ηρώ βρήκε την καρό κόκκινη κουβέρτα μέσα στην ντουλάπα του νέου της σπιτιού. Στις διπλωμένες πτυχές της υπήρχε μια καρτούλα που της έγραφε η μητέρα:

«Ελπίζω κάποια στιγμή να πάψεις να παίζεις με τα κρόσσια. Σε λίγο θα γίνεις μανούλα».

Η Ηρώ χαμογέλασε.

***

Από τότε έχουν περάσει 25 χρόνια. Η κουβερτούλα ξεθωριασμένη, μα ζεστή ακόμα, με ξεφτισμένα τα κρόσσια βρισκόταν στην ντουλάπα του σπιτιού της. Κάπου- κάπου ανέβαινε στην κρεβατοκάμαρα και έπαιζε με τα κρόσσια της. Κάθε φορά που κάτι την προβλημάτιζε έντονα, κρυβόταν στην αγκαλιά της με τα κρόσσια στα δάχτυλα και γυρνούσε στα Χριστούγεννα και στην Πρωτοχρονιά, που ήταν παιδί. Γινόταν ό,τι και τότε και κλείνοντας τα μάτια έτρεχε να συναντήσει το δεντράκι με την πάχνη και τα θολά φωτάκια. Και ενώ χαμογελούσε, πάντα δάκρυζε. Και ήθελε να κρυφτεί σ’ εκείνη την ντιβανοκασέλα. Και ας μην είχε το δικό της δωμάτιο και ας μην είχε καν παιδικό κρεβάτι. Δεν την πείραξε αυτό. Μόνο που ποτέ δεν θέλησε να μοιραστεί την κουβέρτα της με κανένα.

Μέχρι που κάποιο βράδυ που έκανε πολύ κρύο την έδωσε στην Έλλη του κήπου, το ημίαιμο λυκόσκυλό της. Η Ηρώ αγαπούσε τα σκυλιά της, όπως τους ανθρώπους της. Με την ίδια ένταση, με την ίδια στοργή, με το ίδιο άγχος, με την ίδια γλύκα. Η Έλλη έβγαλε έξω από το σπιτάκι της την δική της ζεστή κουβέρτα για να παίξει, έβρεξε, η κουβερτούλα της έγινε μούσκεμα και το κρύο του Μάρτη δεν της άφησε ενδοιασμούς. Κατέβασε την καρό κουβέρτα από την ντουλάπα και την έστρωσε στην Έλλη της. Αν χωρούσε θα έμπαινε και η ίδια στο σπιτάκι. Την έδωσε ένα φιλί στη μουσούδα και της είπε: «Δική σου Ελλάκο μου, χαλάλι σου».

Η κουβερτούλα σε μια καταιγίδα έγινε μούσκεμα. Την άπλωσε σ’ένα δέντρο, λιάστηκε για τα καλά. Ξέχασε να την μαζέψει. Ένας δυνατός νοτιάς την έκανε αερόστατο. Η Ηρώ επέστρεφε από το κέντρο της πόλης. Ξαφνικά βλέπει κάτι να πετά στον αέρα και να προσγειώνεται μέσα σ’ένα ποτάμι κοντά στο σπίτι της. Σταμάτησε πάνω στη γέφυρα που περνούσε ένα μικρό ποτάμι που στις μεγάλες καταιγίδες έφερνε νερά και τα ξέβγαζε στη θάλασσα, 200 μέτρα παρακάτω. Η καρό κουβέρτα με τα κρόσσια είχε γαντζωθεί πάνω σε κάτι τεράστιες καλαμιές. Ήταν αδύνατο να την πιάσει. Ένοιωσε στα δάχτυλά της το παιχνίδι με τα κρόσσια. Της ήρθε να δώσει έναν πήδουλο και να την αρπάξει. Μια εκκωφαντική κόρνα της διαπέρασε τ’αυτιά.

«Είσαι τρελλή κοπέλα μου; Τι κάνεις μες στη μέση της γέφυρας;».

Ο οδηγός του φορτηγού, που κόρναρε, πάτησε φρένο για να της μιλήσει, το επόμενο Ι.Χ. φρενάρισε απότομα για να μην πέσει επάνω στο φορτηγό, έκοψε το τιμόνι στα δεξιά και έπεσε πάνω στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο της Ηρούς, που δεν είχε δει. Η σύγκρουση ήταν δυνατή, μετακίνησε το σταθμευμένο αυτοκίνητό της που έπεσε πάνω στην Ηρώ. Την πέταξε στο ρέμα του ποταμού πάνω στην καρό κουβέρτα με τα κρόσσια που ήταν απλωμένη στις καλαμιές, σαν αγκαλιά.

Λίγο μακρύτερα η Έλλη του κήπου αγνάντευε περήφανη τον ορίζοντα. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι άκουγε ή τι έβλεπε.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

 iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους νόες, του Κωστή Α.Μακρή
Ο Φρέντ, η Τζίντζερ, ο Τζην και τα άλλα παιδιά, της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου-Τσίσσερ
Η συμφορά τής συμφόρησης, του Νότη Μαυρουδή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.