Ανοιχτή πόρτα

Η ελληνικότητα ως ποιότητα και ως ντροπή, της Τζούλυς Γιαννοπούλου

july.jpg
Spread the love

july.jpg

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

Τζούλυ Γιαννοπούλου

 

 

 

 

 

travel-2984571_960_720.jpg

 

 

Έχω ένα παράδοξο. Καλά, πολλά έχω αλλά δεν είναι της παρούσης. Αυτό το ένα και μοναδικό στο οποίο αναφέρομαι, είναι η διαστροφική σχεδόν εμμονή μου να διαβάζω άρθρα εφημερίδων ετεροχρονισμένα. Αγοράζω μια πολιτική εφημερίδα σήμερα και την διαβάζω μετά από ένα μήνα. Ή τη διαβάζω σήμερα κι επιστρέφω σε εκείνη μετά από ένα μήνα. Με ενδιαφέρει να δω την εξέλιξη των όσων διαβάζω στο χρόνο και κυρίως την αλλαγή ή την εμμονή της θεώρησης των απανταχού αρθρογράφων, μέσα από το πρίσμα των εξελίξεων. Με ενδιαφέρει η ενδεχόμενη κριτική σκέψη, η αντίληψη και η ικανότητα όσων έχουν δημόσιο λόγο να βλέπουν πέρα των προφανών. Ή των βολικών.

 

Κάπως έτσι ξεκίνησα να διαβάζω τις επιφυλλίδες του Χρήστου Γιανναρά στην Καθημερινή. Όχι του 2017, (καθώς ο άνθρωπος γράφει ακόμα και σήμερα) αλλά του 2013.

 

Την εβδομάδα που μας πέρασε όλα αυτά.

 

Το βιβλίο του « Η ελληνικότητα ως ποιότητα και ως ντροπή» από τον Ιανό είναι ένα επιστέγασμα ρεαλισμού, ωμής πραγματικότητας, ανελέητης κριτικής. Για γερά νεύρα.

 

Ίσως όχι για τα νεύρα των καλομαθημένων σε πολιτικές στέγες, ούτε για τους απανταχού Γκρούεζες, που μακάρι να προσέφεραν το γέλιο που χάριζε αγόγγυστα ο αείμνηστος Παπαγιαννόπουλος.

 

Ο Γιανναράς επιχειρεί και καταφέρνει να ξεγυμνώσει τις παθογένειες του ελληνικού κράτους εν έτει 2013. Και όταν αντιλαμβάνεσαι το 2017 ότι ο βασιλιάς εξακολουθεί να μας δείχνει τ’ αχαμνά του, τότε συνειδητοποιείς ότι τίποτα δεν άλλαξε ουσιαστικά στην Ελλάδα τα τελευταία 4 χρόνια. Υποτίθεται ότι κάτι θα άλλαζε με νέα κυβέρνηση, με νέα προοπτική. Όμως οι παθογένειες που αναφέρει ο Γιανναράς, το υβριδικό δημόσιο, ο σκανδαλώδης συνδικαλισμός, η διαπλοκή, ο άκρατος καταναλωτισμός καλά κρατούν και το 2017 και ευοίωνο μέλλον δεν προβλέπεται. Διαβάζοντας τον απόλυτα καταγγελτικό του λόγο, βίωσα μια διάθεση ενδοσκόπησης. Και θεωρώ πως το σημαντικότερο στοιχείο αυτού του βιβλίου είναι αυτό. Δεν το διαβάζεις για να ταξιδέψεις ή για να πλάσεις με το μυαλό σου εικόνες. Το διαβάζεις και είτε προβληματίζεσαι είτε απελπίζεσαι. Εξαρτάται πού στεκόσουν το 2013 και πού στέκεσαι τώρα.

 

Αν είσαι στο ίδιο σημείο, το πιθανότερο είναι πως ο θόρυβος που ακούγεται είναι από το κεφάλι σου που κουτουλάει τον τοίχο.

 

Σε γλώσσα αποστομωτική, με καταιγιστική ροή λόγου ο καθηγητής Γιανναράς επιχειρεί την παρουσίαση της ελληνικής πραγματικότητας, του ‘Ελληνα ως νοοτροπία και εν γένει ύπαρξη, χωρίς φτιασίδια. Σα μια προκλητική γυναίκα, που της βγάζεις τα ρούχα και το κοκκινάδι από τα χείλη κι αποκαλύπτεται η καθ’ όλα συνηθισμένη έως βαρετή ομορφιά της. Τρως τα νοητικά χαστούκια το ένα πίσω από το άλλο. Η κριτική που ασκείται στους τελευταίους πρωθυπουργούς και κυβερνητικούς, (ο Τσίπρας δεν είχε γίνει ακόμα πρωθυπουργός κι έτσι αντιμετωπίζεται με ελαφρά επιείκεια) είναι ανελέητη.

Παραθέτω ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

« Συχνά η οργή σκοτίζει τη λογική όσο και η ιδιοτέλεια.»

«Αν ο κος Σαμαράς χρησιμοποιήσει έστω και τώρα, τα ζοφερά μνημόνια σαν μοχλό για να διαλύσει το κομματικό κράτος, άρα και την εξουσία των «νταβατζήδων», ο λαός θα τον λατρέψει, θα τον ψηφίζει όσα χρόνια ζήσει. Το ίδιο αν ο κος Τσίπρας δεσμευτεί με συγκεκριμένες ρήτρες ότι θα κυβερνήσει σχηματίζοντας κυβέρνηση ακομμάτιστων τεχνοκρατών. Αποκλείονται βεβαίως και τα δύο ενδεχόμενα, διότι προϋποθέτουν ανέφικτη δόση ανιδιοτέλειας και πολιτικού ρεαλισμού.»

 

« Το πώς θα απαλλαγούμε από τους ουτιδανούς δεν μπορεί να είναι συνταγή, ιδεολογική ή ηθικολογική ρετσέτα. Κάποιοι ελπίζουν στις συγκυρίες, άλλοι σε ανιδιοτελές παρατόλμημα του ΠΤΔ. Το σιγουρότερο είναι ότι η λύση θα «γεννηθεί» (οργανικά, αβίαστα) όταν το 92% απελπιστεί με σοβαρότητα και συνέπεια. Αρκεί τότε να στραφεί στη χαμένη ποιότητα.»

«Να υπάρχει ο άνθρωπος επειδή θέλει να υπάρχει. Και να θέλει να υπάρχει επειδή αγαπάει.»

Χρησιμοποιεί πλούσια κι ωραία ελληνική γλώσσα. Από αυτή που έχει εκλείψει από τις εκδόσεις γενικότερα. Η γραφή είναι μεν δημοτική, τηρεί όμως τους κανόνες της δασείας και της περισπωμένης, λες και κρατάει το λάβαρο της εθνικής συνείδησης μέσα στο μελάνι που χρησιμοποιεί. Περιγραφικός, ωμός αλλά ταυτόχρονα ένας ιδιότυπος φιλέλληνας.

 

Δεν έχω διαβάσει κείμενά του το 2017. Η ανάγνωση του βιβλίου του από το 2013 με σπρώχνει να τον ανακαλύψω ξανά. Και μπορεί να με έκανε να αισθανθώ πως είναι πολύ αυστηρός έως εμμονικός, ωστόσο δε μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει το πάθος. Ενδεχομένως και το ήθος.

«Διαβάστε το». Αν διαθέτετε κομματική ταυτότητα, η συνταγή γιατρού είναι απαραίτητη.
Μη πάει και κανείς άκλαυτος…

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

 iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Για το έκτο μυθιστόρημα της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου, της Ράνιας Άλφα
Τι δεν θα πω στα παιδιά αυτό το Πάσχα, του Κωστή Α. Μακρή
Η επιστροφή, του Γιώργου Χατζηδιάκου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.