Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Γιατί δεν κλαις, βρε άνθρωπε;, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

 

Τζίνα Δαβιλά

Καμία ρωγμή. Καμιά χαραμάδα ή παραθυράκι για να περάσει λίγος λυγμός. Αυτός που αν δεν τον νοιώσεις, χάνεις. Αυτό το μούδιασμα στην ψυχή, που αν δεν το νοιώσεις, δεν σου βγαίνει το δάκρυ, ούτε και ο λυγμός.

Είναι δυνατός πολύ ο Στέφανός μου. Δεν αφήνει τον εαυτό του ούτε να κλάψει, ούτε να λυγίσει, ούτε να δείξει πως πονά. Ίσως να εκπαιδεύτηκε κιόλας για να μην πονά. Να μην αισθάνεται πια. Να είναι ψυχρός. Και ζεστός μαζί. Πάντα αγέρωχος, ατρόμητος, γενναίος, τολμηρός, αλλά απλησίαστος στο συναίσθημα. Γιατί, βρε άνθρωπε; Τι καταλαβαίνεις;

Του έστειλα ένα τραγούδι, μήπως και δει αλλιώς την αδιαφορία του.

Τίποτα.

Του έστειλα και άλλο, μήπως και μαλακώσει η ψυχούλα του.

Τίποτα.

Του έστειλα κι άλλο…

…κι άλλο!

Του ζήτησα να μου πει γιατί αξίζει κάποιος να προσπαθήσει στη ζωή του.

Για να έχει των άλλων την εκτίμηση, μου απάντησε.

Και την δική σου; Την έχεις;, τον ρώτησα.

Δεν μου κάνω χατίρια, μου απάντησε. Ποτέ.

Μα είσαι ο πιο κοντινός σου άνθρωπος, του είπα. Σε σένα θα κάνεις πρώτα τα χατίρια και μετά στους άλλους.

Ποτέ, μου είπε κοφτά και γύρισε αλλού το κεφάλι.

Δεν θέλω, ούτε και έχω διάθεση να σ’αλλάξω, καρδούλα μου. Ποιο το νόημα;

Κάποτε είχα την ψευδαίσθηση ότι οι άνθρωποι αλλάζουν. Αν ποτέ καταφέρεις να αλλάξεις λίγα στοιχεία, μετά ο άνθρωπος σού είναι αδιάφορος. Άρα, γιατί να ματαιοπονήσω μαζί του; Ούτως ή άλλως τον θέλω όπως είναι, όπως τον γνώρισα, όπως μου φάνηκε πως είναι. Γιατί ίσως να έχω κάνει λάθος εκτίμηση. Μα, είναι δυνατό να κάνει λάθος το ένστικτο;

Για σένα το λέω, για να σε αγαπήσεις. Γιατί δεν σε αγαπάς. Και γω σε νοιάζομαι. Δεν ξέρω ακόμα, αν σε αγαπώ, αλλά ξέρω ότι νοιάζομαι να είσαι καλά, θέλω να γεμίζεις, θέλω να κάνεις πράγματα που θα σε μαλακώσουν. Χτίζουμε ούτως ή άλλως πάνω στην άμμο. Μια ματαιότητα η ζωή. Κι αν αξίζει κάπως η όποια υστεροφημία, ακόμα πιότερο αξίζει μια ζωή που ζει, όσο ζει κι ας μην αφήσει ανδριάντες, πλάκες τιμητικές ή δρόμους με το όνομά μας. Αξία έχει να ζεις πλαισιωμένος από ζωή, όχι από τίτλους που δίνουν οι άλλοι γιατί κατατάσσουν σε κατηγορίες. Και σε σένα αρέσουν. Μα, πώς μπορείς;

Ο Στέφανός μου μού γύρισε την πλάτη. Σιώπησε. Σκλήρυνε. Με τιμώρησε. Με απομάκρυνε. Δεν μπορώ να τα βάλω μαζί μου άλλο πια. Με μάλωσα, με έβρισα, με θεώρησα υπεύθυνη, πιεστική και απαιτητική. Σχεδόν ανόητη.

Τώρα με ξανα-αγαπώ. Δεν μπορώ να συνεχίσω το αυτομαστίγωμα. Έκαναν τα πάντα, που μου επιτρέπει η συναισθηματική μου νοημοσύνη. Και η λογική μου. Φρένο. Και τελεία. Μέχρι τώρα την είχα στο πάνω μέρος της γραμμής. Τώρα την κατέβασα. Δεν βάζω ακόμα την παύλα. Γιατί η παύλα κλείνει τον κύκλο και ετοιμάζεται για να ανοίξει άλλο. Όποτε ανοιχτεί αυτός. Κι αν…

Αλλά η τελεία μπαίνει. Έχει μπει καιρό τώρα. Αχνή στην αρχή και όλο πιο έντονη, όσο ο καιρός περνά ο Στέφανός μου μ’έχει αγνοήσει.

Εγώ ήθελα να ζήσω μια ιστορία της προκοπής. Δεν γνωρίζω αν αυτό ήθελε και ο Στέφανός μου. Ή αν το μπορούσε τελικά. Αν ήταν έτοιμος για να νοιαστεί για μένα. Να βγει από το κουτάκι της αυτοπροστασίας και αυτοεξόρισης του συναισθήματος.

Καμία ρωγμή. Καμιά χαραμάδα ή παραθυράκι για να περάσει λίγος λυγμός. Για να περάσει ο πόνος. Γιατί αν δεν πονέσεις, δεν ζεις. Μια σταλιά είν’η ζωή. Και δεν αξίζει λυπημένος να την ζήσεις. Ζεις μισός, αν δεν είσαι στο δύο. Να γιατί αξίζει κάπου-κάπου να χτίσεις πάνω στην άμμο. Για ν’αγαπήσεις. Και μόνο γι’αυτό, έχεις κέρδος. Κι ας μην γραφτεί τ’όνομά σου σε τοίχους, κι ας μην γίνεις προτομή σε κάποια πλατεία ως σούπερ ήρωας. Ας μείνεις ένας ταπεινός περιπατητής. Ήρωας της δικής σoυ ζωής.

Το πιο σημαντικό έργο, αγαπημένο μου, είναι το δικό σου. Εκεί που είσαι σκηνοθέτης, σεναριογράφος, πρωταγωνιστής και κομπάρσος.

Γι’αυτό σε ρωτώ: γιατί δεν κλαις; Τα δάκρυα είναι αλμυρά και συ δεν γνωρίζεις την γεύση τους;

Άνθρωπέ μου, μην μείνεις μονάχος. Μην μείνουμε μονάχοι. Η ζωή στο δύο. Τ’ακούς;

 

SHARE
RELATED POSTS
Αίγινα: ζουμερό, ξυπόλητο κορίτσι, πασαλειμμένο με καρπούζι, του Μάνου Στεφανίδη
Σύρος: Μεγάλη Δευτέρα στο νησί, του Νίκου Βασιλειάδη
Όταν το γήρας δεν σέβεται…, του Γιώργου Αρκουλή
1 Comment
  • Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
    20 Ιουλίου 2015 at 08:31

    διψάμε για επικοινωνία και κρυβόμαστε κι όταν η μοναξιά γίνει συνήθεια περισσεύει η κακία και πώς να προχωρήσεις!
    συνταξιδιώτες μόνο περνάμε τον ωκεανό των θλίψεων ενώνοντας το δάκρυ μας με το αλμυρό της θάλασσας.Αυτά τα χείλη και τι δεν λένε κι αυτά τα μάτια γελάνε και κλαίνε, δεν ανατρέπεται του ανθρώπου η φύση που θέλει να κλάψει και να λυγίσει ,δεν είν Θεός ούτε θηρίο έχει ταπείνωση και μεγαλείο.Ωραιότατο Τζίνα μας!

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.