Ανοιχτή πόρτα

Έχουν πάθει ποιότητα!, του Στάθη Παναγιωτόπουλου

Stathis Panagiotopoulos
Spread the love

Stathis Panagiotopoulos

 

 

 

 

 

 

 

Στάθης Παναγιωτόπουλος

 

 

80060b62fa_73294097_o2.jpg

 

 

Συχνά στο παρελθόν έχω εκδηλώσει την αντιπάθειά μου για τους καλλιτέχνες της ελληνικής μουσικής που αυτοπροσδιορίζονται ως “έντεχνοι”. Συνοπτικά, με ενοχλεί το σύμπλεγμα ανωτερότητας που τους διακατέχει (“εμείς είμαστε έντεχνοι, αυτοί είναι λαϊκοί”‘) και η εκζήτηση που επικρατεί στη μουσική και, κυρίως, στο λόγο τους. Η μουσική τους είναι μονοδιάστατη, βαρετή και γεμάτη με τις παθογένειες της ελληνικής μουσικής γενικότερα, αλλά ο λόγος τους είναι επίτηδες γεμάτος δυσνόητες, περίτεχνες μαλακίες που δε σημαίνουν τίποτα, απλώς αποσκοπούν να εντυπωσιάσουν τον ακροατή (την ακροάτρια, κυρίως, ξέρετε πολλά αγόρια να ακούνε Μποφίλιου;) ενώ παραμένουν φληναφήματα.

Ισχύει για τους στίχους τους, ισχύει ακόμη περισσότερο ίσως για τα κείμενά τους. Τα τελευταία χρόνια ευτυχώς η απήχησή τους έχει περιοριστεί, οπότε γιατί να ασχολούμαστε; Δε σ’ αφήνουν να αγιάσεις, όμως, καθώς επιμένουν να τροφοδοτούν το κοινό με δελτία τύπου σαν αυτά που αλίευσα πρόσφατα, από δύο τέτοιους καλλιτέχνες τα οποία θα παραθέσω χωρίς να τους κατονομάσω. Αντιπαρέρχομαι προκαταβολικά το επιχείρημα πως ίσως να μην τα έγραψαν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες αλλά εκπρόσωποί τους, αφενός διότι το ένα κείμενο υπογράφεται από την ίδια, αφετέρου αν επιτρέπουν να εκπροσωπούνται με τέτοιο τρόπο, είναι άξιοι της μοίρας τους.

 

Η πρώτη, λοιπόν, γράφει (κι εγώ σχολιάζω):

 

“Ξυπνάω σ’ αυτή την πόλη (Σ.Σ. Δε λέει ποιά πόλη, προφανώς για να ταιριάζει παντού και να μην ξαναγράφουμε δελτία κάθε φορά). Αναπνέω τις μυρωδιές της. Ζω τις ομορφιές που κρύβονται σε γωνιές γύρω μου. Κυκλοφορώ και ανακατεύομαι με τον κόσμο της στα μικρά καφέ, τα μπαρ, τα θέατρα, τις λαϊκές αγορές (Σ.Σ. Να σε δω στη λαϊκή με συρμάτινο καρότσι να ψωνίζεις πράσα και τι στον κόσμο!), τα πάρκα. Γεύομαι τις πίκρες και την αγριότητά της. Ρωτώ πού ζουν οι μόνοι (Σ.Σ. Οι μόνοι δεν ξέρω που ζουν, οι μοναχοί ως επί το πλείστον στο Άγιο Όρος). Επηρεάζομαι και προχωράω. Φοβάμαι και αλλάζω. Στριμώχνομαι και πετάω. Γυρνάω και αισθάνομαι με τα γκάζια της καρδιάς μου και τραγουδώ με εσάς όσα θυμάμαι ή δεν θέλω να ξεχάσω (Σ.Σ. Υπάρχει διαφορά, προφανώς). Όλα σε αυτή την πόλη που ξυπνά και με ταράσσει. (Σ.Σ. Προσέξτε, “ταράσσει”. Εδώ είναι η διαφορά του εντέχνου με τον απλό άνθρωπο. Τον απλό άνθρωπο κάτι τον ταράζει. Τον έντεχνο τον “ταράσσει”. Γι’ αυτό και η πορδή του εντέχνου μυρίζει ωραιότερα από τη δικιά μας).

 

Ο δεύτερος είναι παλαιού τύπου, από εκείνους τους αριστερούς για τους οποίους εφευρέθηκε η ρήση “πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά η συνήθεια”, οι οποίοι πίστεψαν το μύθο τους και νομίζουν ότι έχουν πολιτικό λόγο που προτείνει λύσεις, οι καημένοι.

 

Αφού λοιπόν το κείμενο επισημάνει ότι οι “παραστάσεις” (σημειωτέον ότι οι έντεχνοι δεν τραγουδάνε απλώς τραγούδια σε κέντρα, αλλά παρουσιάζουν “παραστάσεις” με σκηνοθέτες, σκηνογράφους, κόνσεπτ και όλα τα αξεσουάρ) συνεχίζονται επειδή “το κοινό αγκάλιασε τις εμφανίσεις αυτές με αγάπη και τεράστια προσέλευση”, συνεχίζει εξηγώντας το λόγο ύπαρξης και τη σημασία της παράστασης. Θαυμάστε “Ριζοσπάστη” του 1978:

 

“Στην Ελλάδα της κρίσης, των επανειλημμένων και ασταμάτητων μνημονίων, της κατάρρευσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, της μερικής και ανασφάλιστης απασχόλησης, των “υποκατώτατων” μισθών, των ανύπαρκτων συντάξεων, της προσφυγιάς εκείνων που φεύγουν για μια καλύτερη τύχη και εκείνων που έρχονται και εγκλωβίζονται, της πολιτικής απάτης, σ’ αυτή την Ελλάδα που ο πολιτισμός ως ο μεγαλύτερος εχθρός τους χτυπιέται σκόπιμα και ανελέητα από τους βαρβάρους, παλεύει ακόμα να σταθεί στα πόδια του.
Απέναντι στην αριθμοποίηση των Ελλήνων ο XXX αντιπαραθέτει μια μουσική παράσταση-αφιέρωμα στους ποιητές μας και στους συνθέτες μας, πλαισιωμένος από δύο πιάνα και ένα βιολί” κλπ κλπ. Μέχρι ναυτίας.

 

Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα. Αν θέλετε να αντισταθείτε (ή έστω να ξεφύγετε από) τα μνημόνια, την ανεργία, την προσφυγιά και την αριθμοποίηση, ορμάτε να ακούσετε τραγούδια παιγμένα με δύο πιάνα (τι μάρκα πληθυντικός είναι αυτός;) κι όλα θα πάνε καλά.

 

Τους διαφεύγει μάλλον πως ο Έλληνας όταν θέλει να ξεσκάσει από τα μνημόνια, το πιθανότερο είναι να πάει να ακούσει το Μάκη Δημάκη. Ο οποίος, ευτυχώς, δεν είναι έντεχνος…

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
“comedia finita est”, του Nίκου Βασιλειάδη
Να ζήσετε, να τον θυμόσαστε…, της Λουσίλ Πετρίδου
12003223_10207170147642369_940732370248170668_n.jpg
Διαβάστε την ομιλία της Μαρίας Κοζάκου για το iPorta.gr [20 Ιανουαρίου 2018, Αθήνα, Polis Art Cafe]
1 Comment
  • Τζούλυ Γιαννοπούλου
    12 Ιανουαρίου 2017 at 16:51

    Αν και καταλαβαίνω το σκεπτικό σας, θεωρώ πως είστε λίγο άδικος. Η μουσική δε πρέπει να έχει προσδιορισμούς. Τι πάει να πει έντεχνος, άρα ποιοτικός και λαϊκός άρα χαμηλού πνευματικού επιπέδου ας πούμε;
    Αν η μουσική σε μαγεύει, σε αλλάζει προς το καλύτερο, σε αναγεννά, δεν έχει σημασία ούτε τί είδους μουσική είναι, ούτε τι είδους άνθρωπος είσαι.

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.