Ανοιχτή πόρτα

Απόλυτο κενό, του Χρήστου Χωμενίδη

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg
Spread the love

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 * Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

 

 

 

 

pumps_main.jpg


Οι Αθηναίοι της γενιάς μου σίγουρα τη θυμούνται. Εικοσιπέντε χρόνια πριν, υπήρξε για εμάς κάτι περισσότερο από είδωλο. Αντικατοπτρισμός. Δεν ξέραμε το επίθετό της. Και για το όνομά της ακόμα δεν ήμασταν εντελώς σίγουροι. Ως Αμαρίνα συστηνόταν – δηλαδή; Άννα Μαρίνα; Αμάντα Κατερίνα; Οι περισσότεροι την αποκαλούσαν Λαμαρίνα και πολύ θα’θελαν να τη δαγκώσουν. Για αυτό και έσπευδαν στις απαγγελίες της.

 

Η Αμαρίνα ήταν, παρουσιαζόταν ακριβέστερα, σαν ποιήτρια. Μία φορά το μήνα διαδίδονταν από στόμα σε στόμα -τότε ακόμα δεν είχε κινητά και ίντερνετ- τα νέα: “Μεθαύριο η Αμαρίνα θα διαβάσει τα καινούργια της.” “Πού;” “Στο καφενείο “Ερμής”, στην Ομόνοια, μετά τα μεσάνυχτα….” “Στη λίμνη της Βουλιαγμένης ενώ θα ανατέλλει ο ήλιος….” “Στον Άγνωστο Στρατιώτη κατά την αλλαγή της φρουράς…”.

 

Πλήθος συνέρρεε, κορίτσια και αγόρια, ροκάδες, χεβυμεταλάδες, φλώροι, κνίτες και φρικιά αλλά και μεγαλύτεροι, μέχρι και αντιπροσωπεία Μακεδονομάχων κάποτε σε αναπηρικά αμαξίδια.

 

Την ορισμένη στιγμή, η Αμαρίνα ξεπρόβαλλε μέσα από τον κόσμο και στεκόταν απέναντί του. Μας φαινόταν εκτυφλωτικά όμορφη και αφοπλιστικά αθώα. Είχε κορμί γυναίκας και πρόσωπο παιδιού, με μάτια-φανάρια, πελώρια και ολοστρόγγυλα, που έδιναν στον καθένα την εντύπωση ότι κοιτάζουν αποκλειστικά εκείνον. Φορούσε τζην και άσπρο πουκάμισο. Ή κολλητό μαύρο φουστάνι. Ή βαθυπράσινο στρατιωτικό παλτό σοβιετικής κατασκευής, από εκείνα που ξεπουλούσαν τότε οι ρωσσοπόντιοι στις λαϊκές αγορές. Με χρυσαφιές επωμίδες και με τενεκεδένια παράσημα.

 

Απήγγειλλε άλλοτε χαδιάρικα -σαν να νανούριζε μωρό- κι άλλοτε ασθματικά, λες και περιέγραφε ντέρμπυ. Οι στίχοι της ήταν, κατά κοινή ομολογία, αφόρητοι.

 

Κατήγγελλαν εγκλήματα τα οποία ουδέποτε είχαν διαπραχθεί. Νοσταλγούσαν απολαύσεις, που δεν ελπίζαμε σε όλη μας τη ζωή να τις γευτούμε. Σε κάθε της απαγγελία, δυό-τρεις από το ακροατήριο προσβάλλονταν προσωπικά κι επιχειρούσαν έξαλλοι να της χυμήξουν. Τους συγκρατούσαν οι διπλανοί τους.

 

Στη μέση ενός ποιήματος, μια μηχανή φρέναρε ξαφνικά πλάι στην Αμαρίνα, σάλταρε εκείνη πίσω από τον αναβάτη και γινόταν καπνός. Μας άφηνε σύξυλους.

 

Αδημονούσαμε για την επόμενη φορά. Ώσπου κάποτε, την άνοιξη του 1993, δεν υπήρξε επόμενη φορά.

 

Διασταυρωθήκαμε προχθές στην οδό Σόλωνος. Με αναγνώρισε – “έρχοσουν εσύ πάντα…” είπε κολακευμένη. “Τι έγινες τόσα χρόνια;” τη ρώτησα. “Ταξίδευα. Είχα παντρευτεί στην Ελβετία. Ήμουν στη φυλακή” μού έδωσε τρεις εναλλακτικές. “Θα μου κάνεις το τραπέζι;”

 

Με οδήγησε σε ένα μικρό ξενοδοχείο -μπουτίκ οτέλ τα αποκαλούν- στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Στο εστιατόριο του, στο ισόγειο, ήταν όλα κάτασπρα. Η Αμαρίνα συνέχισε να μου ξεφουρνίζει εξωφρενικές πληροφορίες: “Γέννησα δίδυμα. Πέθαναν στη θερμοκοιτίδα. Σπουδάζουν κομμωτές στο Σαν Φρανσίσκο. Κληρονόμησα τη χασαποταβέρνα του πατέρα μου στη Μέσα Μάνη και πείραξα τις γεύσεις. Τυφλώθηκα από δακρυγόνο σε διαδήλωση. Γράφω τους λόγους του πρωθυπουργού. Χρειάζομαι λεφτά για μπότοξ. Δεν μου αρέσει πιά ο έρωτας. Τα πάντα ξεκινούν και καταλήγουν στο κρεββάτι. Άμα η γυναίκα είναι χορτάτη, μην τη φοβάσαι. Σβήνω! Παθαίνω έμφραγμα!”

 

Έγνεψα ταραγμένος στον σερβιτόρο. Ώσπου να έρθει ο λογαριασμός, η Αμαρίνα είχε ολότελα συνέλθει, μακιγιαριζόταν σιγοσφυρίζοντας ένα σουξέ της ΄Αννας Βίσση ή του Στέφανου μήπως Κορκολή; Όταν αντίκρισα το τριψήφιο ποσό, ήρθε η σειρά μου να ζαλιστώ. “Κι αν φάγαμε -όπως ισχυρίζεστε- τον αγλέωρα, γιατί πεινάμε ακόμα;” ρώτησα τον μετρ. “Στην τιμή περιλαμβάνεται το δωμάτιο” μου έκλεισε το μάτι η Αμαρίνα. “Ορίστε το κλειδί!”

 

Του κάκου εξηγούσα ότι τα χρόνια είχαν περάσει. Πως ήμουν πιά ένας άλλος άνθρωπος. “Τι άλλος άνθρωπος;” ρουθούνισε περιφρονητικά. “Τώρα σού έφεξε, μικρούλη! Θα κωλώσεις;” Εξέλαβε τη σιωπή μου ως δειλία και με εγκατέλειψε στα κρύα του λουτρού.

 

Άφησε πίσω της -τυχαία;- κάτι τσαλακωμένες σελίδες με ορνιθοσκαλίσματα. Τα πήγα στη ρεσεψιόν. “Ανεβάστε τα εσείς, στο 401. Βγαίνοντας απ’το ασανσέρ, πρώτη πόρτα αριστερά…”

 

Μέσα απ’την κάμαρή της ακουγόταν ο Εθνικός μας Ύμνος σε διασκευή ραπ. “Ε αυτό είναι άνω ποταμών!” αναφώνησα, έξαλλος χωρίς προφανή λόγο. Άνοιξα την πόρτα και γκρεμίστηκα στο απόλυτο κενό.-

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  Δημοσιεύεται και στο capital.gr.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Για γέλια ή για κλάματα;, του Μάνου Στεφανίδη
ΠΡΟΣΟΧΗ: Γιορτή Μητέρας: ποιοι ΔΕΝ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ, του Κωστή Α. Μακρή
Στο φως γιατί…, του Νίκου Βασιλειάδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.