Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Αμφίπολη, του Γιάννη Γερμανού

Spread the love

Σκάβω διαρκώς. Ποτέ δεν τελειώνει αυτή η ανασκαφή. Αν σταθώ τυχερός, θα ανακαλύψω κάποτε ποιος κρύβεται κάτω απ’ το χώμα τόσων χρόνων.

Θα ρωτήσω –

Υπήρξες;

Υπήρξα. Όταν άφησα να δεις μέσα απ’ τα δικά μου μάτια. Όταν άφησα να αγγίξεις με τα δικά μου χέρια. Να είσαι εντός μου και να ορίσεις τη ζωή μου.

Ήταν αρκετό;

Ήταν. Γιατί ζούσα κάθε στιγμή μ’ εσένα. Γιατί δεν υπάρχει επιτυχία που κατόρθωσα αποκλειστικά ο ίδιος, ούτε αποτυχία αποκλειστικά δική μου. Το βλέπω καθαρά. Εσύ τα επέτρεψες όλα.

Ώστε άξιζε;

Άξιζε. Έλαμψαν αστέρια, κελάηδησαν πουλιά και ξετυλίχτηκαν θαύματα. Κόστισε, ασφαλώς. Ανώδυνα δε γίνεται να μάθεις την οδύνη. Πώς θα κρατήσεις απλώς σημειώσεις μέσα στη σφαγή ολόγυρά σου; Πρέπει να εμπλακείς. Κι ας έστρωσες με αγάπες τον δρόμο, μόνο για να διέλθουν οι χωρισμοί.

(Την κοιτούσα κι έβλεπα κάτι που δεν είχα δει πριν. Ήταν άνθρωπος πληγωμένος αλλά όρθιος. Είχε δύναμη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, καθηλωμένη και ανήμπορη, πίστευα απόλυτα στις δυνατότητές της. Εάν σηκωνόταν ξαφνικά, με πλησίαζε παραπατώντας κι έλεγε «πιάσε το χέρι μου και θ’ αλλάξουμε τον κόσμο», θα της άρπαζα το χέρι μη χάσω ούτε δευτερόλεπτο).

Θα μου πει –

Χάνω τον έλεγχο.

Δεν θα το πω σε κανέναν, μην ανησυχείς. Θα είναι το μυστικό μας. Τώρα που μια άνοια ανελέητη θα σε βρει και θα σαρώσει τις μνήμες σου – θα διαβρώσει το παρόν και θα σκοτεινιάσει το μέλλον σου. Δε θα πω σε κανέναν ότι η άμμος στην κλεψύδρα τελειώνει, κανέναν δε θ’ αφήσω να την δει. Κανέναν να σε δει έτσι διαφορετική. Θα έρθω απλώς να σε πάρω αγκαλιά, να δούμε ξανά τις φωτογραφίες που μ’ έχεις από παιδί. Θα ανταλλάξουμε κουβέντες που έχουμε ξαναπεί. Θα αλλάξουμε βλέμματα που δεν γνωρίζαμε ότι διαθέτουμε.

Δεν είμαι η ίδια πλέον, σου λέω… Μπερδεύομαι και δεν καταλαβαίνω τίποτα πια.

Ούτε εγώ είμαι ίδιος. Παλεύω να σηκωθώ όρθιος πάνω στο βωμό που κάποτε ξέρω, θα θυσιαστώ. Όπως όλοι μας. Αλλά πάνω στο βωμό μας καθρεφτίζονται τ’ αστέρια. Εσύ μου τα έδειξες, τότε που ξεκινούσε το ταξίδι μου. Θυμάσαι;

Κάτι νιώθω να με τραβάει μακριά από δω.

Ψηλά σε τραβάει – να σε ανεβάσει όχι να σε ρίξει, όχι να σε τσακίσει. Εσύ θα συνεχίσεις όχι πηγαίνοντας, αλλά ανεβαίνοντας. Αυτή η ανησυχία που αισθάνεσαι, αυτό το κάτι που προσομοιάζει στον πανικό του τέλους είναι η προσμονή άλλης αρχής. Στην κόλαση που ζεις να προσδοκάς παράδεισο. Υπάρχει πιο όμορφη καταδίκη;

Σκάβω ακόμη, διαρκώς. Ποτέ δεν τελειώνει αυτή η ανασκαφή. Αν σταθώ τυχερός, θα ανακαλύψω κάποτε ποιος κρύβεται κάτω απ’ τη γη. Και καθώς θα βγαίνει ένδοξα στο φως, θα διαπιστώσω ότι κάτι θυμίζει αυτό το χώμα, κάπως μου μοιάζει η μορφή, κάτι δικό μου έχει το ξεθωριασμένο εκείνο κόκκινο στο μέτωπο – σαν ίχνη από στεφάνι.

 

Γιάννης Γερμανός

SHARE
RELATED POSTS
Μεγαλύνομέν σε…, του Γιώργου Αρκουλή
Το νέο φάλτσο του κου Καμμένου, του Γιάννη Σιδέρη
Ξέχασαν τον «Ιππότη των Ορέων»…, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.