Απόψεις

Αφεντικό, μπορώ να απογοητευθώ λίγο;, του Δημήτρη Κατσούλα

Δημήτρης Κατσούλας
Spread the love

 

Δημήτρης Κατσούλας

 

 

 

 

 

 

 

Δημήτρης Κατσούλας  

 

 

 

 

afentiko.jpg

 

 

 

 

Στον ιδιωτικό τομέα, μαζί με τις εντολές για το τι θα φοράς και πώς θα μιλάς -γίνονται και ειδικά σεμινάρια, καψόνια πάνω σ’ αυτό πάντα προς όφελος του ιδιώτη για τον οποίο δουλεύεις-έρχεται στο προσκήνιο και μια νέα διαταγή: πώς θα αισθάνεσαι.

Αν δεν μοιάζεις διαρκώς με μια κινητή διαφήμιση της Κηφισίας, μπορεί να χάσεις και τη δουλειά σου.

Αυτό έγινε πριν μερικούς μήνες στην εταιρία ”Ελληνικός Χρυσός” που απέλυσαν εργαζόμενο επειδή δεν ήταν χαρούμενος, επειδή έβαλε για δευτερόλεπτα το το κίτρινο κράνος του στη μασχάλη για να πιεί μια γουλιά νερό και να δροσίσει το πρόσωπό του.

Θέλετε κι άλλο παράδειγμα; Κοπέλα ταμίας εργαζόμενη σε μεγάλη αλυσίδα super makets, απελύθη γιατί το ταμπελάκι στο στήθος της με το λογότυπο της εταιρείας και το όνομά της, είχε γυρίσει ανάποδα.

Έχοντας λοιπόν μεγαλώσει με τον θείο Πάνο, εργαζόμενο σ’ αυτό τον τομέα (ΕΒΓΑ), είχα πάρει από μικρός μια γεύση για το τι συμβαίνει.

Για τα 10ωρα και 12ωρα που όχι μόνο δεν μπορούσες να μιλήσεις γιατί δεν υπήρχαν συνδικάτα, αλλά κι αν τολμούσες να φτιάξεις συνδικάτο σε απέλυαν κατευθείαν.

Για τη σωματική κούραση και την ορθοστασία όχι 20χρονων παιδιών, αλλά ακόμη και 50χρονων ανθρώπων με σοβαρά σωματικά προβλήματα που όμως δεν έχουν άλλη εναλλακτική πέρα από το μεροκάματο και καλύτερα να σταματήσω εδώ.

Δεν άργησε λοιπόν ο καιρός που πήρα τη σκυτάλη στην ορθοστασία και στην πεζοπορία.

Στα εξαντλητικά δρομολόγια-πεζή-πέρα δώθε η Πατησίων, πέρα δώθε από πλατεία Καρύτση μέχρι Φιλαδέλφεια για να επισκέπτομαι γραφεία και εταιρίες όπου ήθελαν να καταχωρήσουν διαφήμιση στο συγκρότημα Hellenews.

Να θέλω να κλάψω κάθε φορά που δεν έπειθα, γιατί ήταν απαραίτητη μια καταχώριση προβολής τους. Να βουρκώνω κάθε φορά που γύριζα στην εταιρία και δεν ήταν επαρκής ο όγκος διαφήμισης… Αντί αυτού να χαμογελάω. Και να φορώ κάθε πρωί τον καινούργιο μου εαυτό, και όλα αυτά για 2860 δρχ. μηνιάτικο το 1973  (μπορεί να ήσαν πολλά ή λίγα ας το αφήσουμε στην άκρη…)

Και να γυρίζω σπίτι με τα πόδια-κοντά ήταν βέβαια το Θησείο από την πλατεία Καρύτση (έτσι μου φαινόταν τουλάχιστον) – και να πλαντάζω στο κλάμα, και να βρίζω τις εταιρίες και τον καπιταλισμό, και να μου φταίνε και τα σκαλοπάτια τα σιδερένια σ’ εκείνη τη στριφογυριστή σκάλα που μ’ έβγαζε στο διαμέρισμα της ταράτσας, ένα σπίτι-πλυσταριό.

Και κάθε φορά να αναγνωρίζω την υπομονή του θείου Πάνου που τόσα χρόνια δεν βγάζει μιλιά, παρά μόνο σκύβει το κεφάλι για να έχουμε φαγητό στο σπίτι. Και αμέσως μετά να γεννιέται το άδικο. Ένα άδικο βαρύ κι ασήκωτο, το άδικο για την ασέβεια. Γιατί όσα και να υπομείνεις όσο και να παραδεχθείς βαθειά μέσα σου ότι κάποιοι είναι άνθρωποι και κάποιοι άλλοι ζώα, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σου πει: ”Δεν θα χρησιμοποιείς το ασανσέρ, θα ανεβοκατεβαίνεις από τον τρίτο με τα πόδια, γιατί αυτό το ρημάδι καίει ρεύμα”.

Κι όταν κάποια φορά πείσμωσα και το χρησιμοποίησα, στολίστηκα δεόντως: ”Γαμώ το χωριό που σε πέταγε..”

Κανείς δεν μπορεί να μιλάει έτσι στους εργαζόμενούς του, όσα χιλιάρικα και αν έχει για να στήσει μια επιχείρηση.

 

Κανείς δεν μπορεί να σου επιβάλει ”τα μαλλιά σου να τα κάνεις τέλεια χωρίστρα που να μη ξεφεύγει τρίχα..”, κανείς δεν μπορεί να σου επιβάλει ”ν’αδυνατίσεις κι άλλο..” κι ας ήμουν 58 κιλά ”και να μοιάζεις σαν μοντέλο…”.

Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πατάει κάτω την προσωπικότητά σου και μαζί και μαζί με αυτή όλες σου τις ελπίδες για ζωή και αξιοπρέπεια.

Πάνω από όλα όμως, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σου ζητά να είσαι ευτυχισμένος τη στιγμή που δουλεύεις κάτω από τέτοιες συνθήκες.

Αυτό όμως που με πονάει περισσότερο είναι η νομιμοποίηση της ψυχολογικής βίας. Η εσωτερίκευση της της απώλειας των δικαιωμάτων, όχι μόνο των εργασιακών, αλλά και των δικαιωμάτων έκφρασης και αλληλεπίδρασης με τον εργασιακό σου χώρο.

Η απονομιμοποίηση ταυτόχρονα του θυμού, της απογοήτευσης, της κούρασης.

Όλων εκείνων των συναισθημάτων που πονάνε αλλά και σου υπενθυμίζουν παράλληλα την ανθρώπινή σου φύση, σε προστατεύουν από την ολοκληρωτική εξάντληση και την πολυεπίπεδη ισοπέδωση, από το μαρασμό εν τέλει της δημιουργίας.

 

Γιατί, μισητοί αμόρφωτοι της δεκάρας, όπως είχε πει και ο Φρόιντ: ”Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να εργάζεται και να αγαπά”, όχι όποιος γυρίζει κάθε βράδυ σπίτι του όλο και πιο καταπονημένος, φοβισμένος και κενός.

 

SHARE
RELATED POSTS
Ιφιγένεια εν Ταύροις (εν υαλοπωλείω), του Αλέξανδρου Μπέμπη
FUCK, του Σταμάτη Χατζηευσταθίου
Η Άνοιξη είν’ εδώ, του Βαγγέλη Παυλίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.