Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Αερική και χερσαία ζωή, του Χρήστου Μαγγούτα

Spread the love

 

 

 

 

 

 

 

 

  

Χρήστος Μαγγούτας

 

 

 

 

 

 

aa.PNG

 

 

 

Πριν δεκαπέντε χρόνια παίρνω ένα μήνυμα από μια άγνωστη Ρωσίδα θεά που ήταν ερωτευμένη μαζί μου και θά’θελε να περάσουμε δυο βδομάδες στο Αιγαίο, εγώ απλά θα της έστελνα τα χρήματα για το εισιτήριο. Έγραψα σε μια ρωσίδα φίλη μου.

«Συγχαρητήρια, μου απάντησε. Η θεά σου είναι ένα πασίγνωστο φωτομοντέλο, το γράψιμο όμως μάλλον είναι από κάποιο δασύτριχο Ιβάν».

Ήταν. Όταν απάντησα με ένα επιθετικό γράμμα, δέχτηκα δεκάδες ιούς σε ένα μήνα.

Η δεύτερη εμπειρία μου ήταν μια καλλίγραμμη από την Καλλιθέα. Η αμερικάνα φίλη μου χρειάστηκε πέντε λεπτά να μου απαντήσει και να μου στείλει και δέκα φωτογραφίες:

«Τυχεράκια, σε ερωτεύτηκε η Ρ—, το μεγαλύτερο μοντέλο της Αμερικής. Τώρα γιατί μετακόμισε στην Καλλιθέα δεν ξέρω».

Τελικά το μοντέλο αποδείχτηκε ότι ήταν ένας χόμο δεκαέξι χρονών που έψαχνε …

Παρ’ όλο που οι πληροφοριοδότες μου με ενημέρωσαν αμέσως και δεν έχασα χρόνο, ήθελα να πληρώσει κάποια — πάντα στον επόμενο πάει ο λογαριασμός.

Καθώς τα σκεφτόμουν αυτά είδα από το παράθυρο να περνάει η Δανάη, η γειτονοπούλα. Δεν είχαμε πολλά πολλά. Ένα σκέτο γεια σου, γιατί μου φαινόταν ψυχρή, ήταν και ξανθιά, κάπως ψηλομύτα, και πιθανότατα ασέξιουαλ, παρ’ όλο που ο σκοτεινός εαυτός μου χάζευε συχνά με το κορμί της.

Το σχέδιο στήθηκε. Βρήκα το FB της, έφτιαξα και ένα δικό μου με κάποιες ξένες φωτογραφίες και ξεκίνησα το παραμύθι. Υποτίθεται ότι δεν έμενα στο Τορόντο αλλά στη Μινεσότα, που δεν ήξερα καν πού ήταν. Αργότερα η Δανάη, που έμαθα ότι σε λίγους μήνες θα έπαιρνε το διδακτορικό της στην ψυχολογία, μου εξήγησε το λόγο: μια παλιά μου ιστορία. Τώρα η Δανάη: γυναίκα και ψυχολόγος, ζόρικα τα πράματα, λες να γινόμουν το ποντίκι κι αυτή η γάτα; Εδώ με σκέτη γυναίκα και δεν τα βγάζεις πέρα.

Πάντως με την Δανάη τα πηγαίναμε πολύ καλά. Αυτή υποτίθεται ότι έμενε στο Βανκούβερ, κάπου 4,000 χιλιόμετρα από εκεί που την έβλεπα κάθε πρωί. Αρχίσαμε να τα λέμε, σιγά-σιγά λέγαμε και τα μυστικά μας και τα όνειρα, ακόμα και τις απογοητεύσεις της ζωής μας, μια και το κορίτσι έμενε μακριά και δε δίσταζε να εξομολογηθεί. Μου έκανε εντύπωση κάποια στιγμή που της έγραφα κάτι τρυφεριάρικο σαν αυτά που γράφουμε στο ΦΒ να τη βλέπω από το παράθυρο να χορεύει πετώντας από τη χαρά της. Έτσι είναι η ζωή μας: ξυπνάς και έχεις τα χάλια σου και ένα τηλέφωνο από κάποια αγαπημένη φίλη σου σε στέλνει στους ουρανούς.

Παράξενο ή όχι παρά το παραμύθι χαιρόμουν την παρέα της. Πιο πολύ από το αν τη συναντούσα σε πραγματική ζωή γιατί θα λέγαμε τα συνηθισμένα και τυποποιημένα κατά συνθήκην ενώ τώρα πετούσαμε σαν ελεύθερα πουλιά.

Αλλά οι τύψεις με έτρωγαν. Βέβαια κανένας δεν πέθανε από τύψεις ακόμα και για σοβαρότερες απιστίες προς το άλλο φύλο, αλλά το κέφι μου είχε χαλάσει πια.

Της το ξεστόμισα μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημην ημέρα. Ποιος είδε κεραυνό του Δία νάρχεται καταπάνω του και δε σταυροκοπήθηκε. Τρεις μέρες δεν έβγαινα από το σπίτι για λόγους ασφαλείας.

Τελικά πήρε αυτή την πρωτοβουλία: «Θέλω να συναντηθούμε και να τα πούμε, μπάσταρδε» μου έγραψε.

Έτσι το βραδάκι την είδα που έβγαινε από την πόρτα της, βεβαιώθηκα ότι δεν κρατούσε κανένα χασαπομάχαιρο ή κάποιο μπουκαλάκι με ύποπτο υγρό, όπως βιτριόλι, και την ακολούθησα. Η συνάντησή μας ήταν απλή σα να μη συνέβαινε τίποτα. Μια αρκουδαγκαλιά, ένα ξανθό φιλί, όπως το λέγαμε στο Ιντερνέτ, μερικά χαμογελάκια, τίποτα για το θέμα. Αυτό γίνεται όταν μια γυναίκα είναι ψυχολόγος. Δε θέλει να σε ξαναδεί, αλλά ούτε και αντέχει να χάσει την ευκαιρία να σε αναλύσει. Σε δυο ώρες και μετά από δεκάδες ερωτήσεις για τα παιδικά μου χρόνια, χωρίσαμε με την υπόσχεση να συναντηθούμε σε 2-3 μέρες. Ε, ήμασταν φίλοι πια, είχε μαχαιρώσει ο ένας τον άλλον, εγώ πιο πολύ βέβαια γιατί ήμουν η αιτία του κακού, αλλά και αυτή με τα πειστικότατα ψεματάκια της για το μέρος που έμενε, ακόμα και φωτογραφίες από τη γειτονιά της στο Βανκούβερ μου είχε στείλει το διαολάκι.

Συναντηθήκαμε πολλές φορές. Ήμασταν πια ειλικρινείς γιατί τα ψέματα τα είχαμε εξαντλήσει. Αυτή σαν καλή ψυχολόγος με κατάλαβε και με συγχώρεσε, εγώ την είχα ήδη συγχωρήσει μόνο προσέχοντας τα μάτια της. Όχι δεν ήταν ψυχρή και ψηλομύτα. Καμιά φορά ένοιωθα το βλέμμα της να περνάέι πάνω μου και μέσα μου και να με λειώνει σαν πετιμέζι.

Ναι ήταν δύσκολοι οι τελευταίοι μήνες της κι εγώ χωρίς να το ξέρω την βοήθησα. Γνώριζε κάποιον 5 χρόνια, ετοιμάζονταν να παντρευτούν σε λίγους μήνες όταν θα αποφοιτούσε, είχαν κανονίσει τα πάντα, προσκλητήρια, στέφανα, χωλ και — έπιασε τον μελλοντικό άντρα της να κάνει έρωτα με μια καλή φίλη της, με την οποία είχαν 2 χρόνια σχέση. Ο κόσμος της εξατμίστηκε σαν φτιαγμένος από σκέτο όνειρο και αέρα κοπανιστό. Αρπάχτηκε από πάνω μου σε ένα άλλο σκέτο όνειρο και αέρα κοπανιστό, το FB, αλλά τώρα το ήξερε.

Τώρα ξαναβρεθήκαμε στο χέρσο, όπως έλεγε. Συχνά έκλαιγε στον ώμο μου και όταν τελείωνε της έλεγα με την τρυφερή γλώσσα που χρησιμοποιούμε στο Ιντερνέτ: «Γλυκιά μου, αγαπημένη μου και βλαμμενάκι μου, μπορείς να χρησιμοποιείς ανεξίτηλα χρώματα στη φατσούλα σου όταν σκοπεύεις να κλάψεις; Τώρα βλέποντας το πουκάμισό μου νιώθω σα να πέρασα μέσα από ουράνιο τόξο».

«Θες να σε βάλω να περάσεις μέσα από πύρινο τόξο; Έχεις κι αυτή την επιλογή», έλεγε μυστηριώδικα.

Την ίδια εποχή τα χάλασα κι εγώ με τη δικιά μου. Η Δανάη λυπήθηκε τόσο πολύ που με δυσκολία έκρυβε τη χαρά της. Αλλάξαμε ώμους. Τώρα έκλαιγε πότε ο ένας πότε ο άλλος. Αλλά αυτή ήξερε να κρατάει πιο τρυφερά, εγώ ήμουν άγαρμπος, ίσως γιατί ήταν γυναίκα και εκείνη τη στιγμή γινόμουν το μωρό της.

Ήδη είχαμε σπάσει τα όρια σε οποιαδήποτε επικοινωνία μας κι αυτό πιστεύω οφειλόταν στο θάρρος που είχαμε μιλώντας στο FB, από μακριά και σαν άγνωστοι.

«Νεαρέ κύριε, θα μάθεις πολύ περισσότερα για μια γυναίκα αν την κοιτάς και αλλού εκτός από το στήθος μέχρι γόνατα».

«Το ξέρω, το έχω δει σε όλες τις γυναίκες, ψυχολόγους ή όχι. Στα πέντε λεπτά που κάνει το δικό μας μάτι να κατεβεί από το στήθος στα γόνατα εσείς έχετε κάνει δεκάδες μετρήσεις: ύψος, μέση, μπράτσα, βαθμός προσδοκίας, βαθμός πιθανότητας, λόγος αλήθειας προς ψέμα, επάγγελμα, αυτοκίνητο, σπίτι, δεκαπέντε αναλύσεις της έκφρασης του ματιού και ποιος ξέρει τι ακόμα… Τουλάχιστο πέρασα τις εξετάσεις σου;»

«Ναι αν και με το ζόρι. Όσο για μένα ξέρω ότι εγώ τις πέρασα από το πρώτο λεπτό: Απλά χρειάστηκε να αδειάσεις με τα μάτια σου το πουκάμισό μου 2-3 φορές».

Α από ειλικρίνεια δε μας έλειψε τίποτα από την ελευθεριότητα του Ιντερνέτ.

«Επειδή δεν είναι της μόδας ακόμα τα διαφανή ρούχα, το ξανθό σου χρώμα είναι το φυσικό σου χρώμα;» τη ρώτησα αδιάφορα.

«Θα έχεις την ευκαιρία να το μάθεις την κατάλληλη στιγμή, νεαρέ, αρκεί να είσαι καλό παιδί».

«Πολύ αργούν τα φρούτα να ωριμάσουν σ’ αυτόν τον ατελή κόσμο που ζούμε».

«Τα τρως και ξινά αλλά μπορεί να βαρυστομαχιάσεις».

Τώρα έβλεπα το δρόμο που οδηγούμαστε. Κι αν δε βιαζόμασταν ήταν για να απολαύσουμε την αναμονή. Κάθε μέρα – γιατί κάθε μέρα βλεπόμασταν πια – πλησιάζαμε πιο πολύ: τα γόνατά μας κατά λάθος ακουμπούσαν πιο συχνά, ένα ξανθό φιλί ή πιάσιμο του χεριού όταν κάποιος είχε πει κάτι έξυπνο.

Αυτό που χαιρόμουν σ’ αυτή τη γυναίκα ήταν η τόλμη της σε οτιδήποτε.

«Δεν είμαι με όλους έτσι. Ουσιαστικά είμαι κλειστός χαρακτήρας. Μαζί πήραμε τον κακό δρόμο από την εποχή της αχαλίνωτης συμπεριφοράς στο Ιντερνέτ. Δε νομίζω ότι στη ζωή θα τολμούσε να με ρωτήσει κάποιος με πόσους άντρες είχα κοιμηθεί. Εσύ το ρώτησες και σκάσαμε στα γέλια. Μην το ξαναρωτήσεις όμως γιατί δε θυμάμαι τι σου είχα πει τότε».

«Όχι βέβαια, τώρα είμαστε σοβαροί. Αλλά αν χρειαστεί μπορώ να βοηθήσω να αυξηθεί κατά ένα ο αριθμός. Αλήθεια έχεις περίοδο?»
«Εξεταστική; Όχι. Από την άλλη, μια και σε ενδιαφέρει η ανατομία του κορμιού μου, πάλι όχι. Αν είχα θα το ήξερες γιατί θα σου είχα ήδη σπάσει το κεφάλι σήμερα».

Μήπως δεν ήταν ασέξιουαλ τελικά? Πάντως έχω ακούσει ότι οι ασέξιουαλ είναι συχνά αθυρόστομες ερωτικά για να το κρύψουν. Πότε θα λυθεί αυτό;

«Τώρα αν σου πω τι σκέφτεσαι, θα πιστέψεις ότι μπορώ να διαβάσω τη σκέψη σου, έτσι;»

«Θα μπορώ να ζητήσω τελευταία επιθυμία αν με εκτελέσεις;»

«Κι αυτή την ξέρω, αλλά δε θα σου δώσω την ευκαιρία είσαι τόσο πανούργος που μπορεί να μου ξεφύγεις. Σε μας τα ομώνυμα έλκονται. Κουτουλάμε από την πολύ έλξη. Πάντως μερικές φορές νομίζω ότι οι σκέψεις σου είναι γραμμένες το μέτωπό σου και μπορώ να τις διαβάσω. Όχι μην κατηγορείς την επιστήμη μου γι’ αυτό, κάθε γυναίκα μπορεί να το κάνει».

«Πόσο καιρό λες θα μας πάρει ακόμα μέχρι να τρελαθούμε έτσι που πάμε;»

«Δε σκοπεύω να τρελάνω το φιλαράκι μου. Έχω πάρει δυο μπουκάλια κρασί από την Αυστραλία, που λένε ότι μειώνει τις αντιστάσεις (inhibitions – η ορολογία για να καταλαβαινόμαστε). Φυσικά πρέπει να το πιεις με τον άλλον. Πάμε. Το κάστρο αποφάσισε να παραδοθεί».

Δεν κατάλαβα πότε βρεθήκαμε στο δρόμο, πότε ξεκλείδωσε την πόρτα της «Πες μέσα με σεβασμό, εδώ είναι τα ιερά και τα όσιά μου».

Σταθήκαμε στη μέση του δωματίου με τις παλάμες στους ώμους του άλλου.

«Τι στεκόμαστε έτσι; Πρόκειται να παλέψουμε;»

«Μπορεί, καλέ μου. Αλλά κάνε μου ερωτική εξομολόγηση. Ή θες να σου κάνω εγώ;»

Το γλυκό μου. Ατρόμητο, ακόμα και στα δύσκολα.

«Δε χρειάζεται. Τα βραβεία στον πόλεμο και στον έρωτα κερδίζονται στο πεδίο της μάχης.

«Πάω λοιπόν να στρώσω το πεδίο» είπε τολμηρά.

«Αν προλάβεις»…

Δεν πρόλαβε. Σε ένα δευτερόλεπτο το πόδι μου βρέθηκε συμπτωματικά στην πορεία του δικού της και σε δυο δευτερόλεπτα βρεθήκαμε σε κάποιο καναπέ ο ένας από κάτω ο άλλος από πάνω, δε θυμάμαι ποιος.

Ναι ήταν πραγματικά ξανθιά σε όλο το σώμα.

Όχι, ο εμφανισιακώς ασέξιουαλ μπορεί να σημαίνει και πυρογενής, ένας αμυντικός μηχανισμός (defence mechanism) για κάλυψη σφοδρού ταμπεραμέντου.

Εδώ τελειώνει το ιντερνετικό τμήμα της ιστορίας. Το υπόλοιπο στις «χερσαίες ιστορίες»

ΜΕΤΑΜΥΘΙΟ

Δεκαπέντε χρόνια μετά: Σε ένα χρόνο διορίστηκε σε πανεπιστήμιο στην Ευρώπη και έπρεπε να πάει. Παντρεύτηκε, έκανε ένα αγόρι και χώρισε. «Καλά εγώ πρέπει να περάσω από όλα τα στάδια στη ζωή μου?» μου έγραφε στο inbox, Ιντερνέτ πάλι. Δε βλεπόμαστε συχνά, ίσως δυο φορές το χρόνο, όταν αυτή έρθει στο Τορόντο ή εγώ πάω στο Παρίσι. Οι συναντήσεις μας είναι χαρούμενες που να ξεραίνεσαι στα γέλια, ή βουβές σαν να βιώθηκαν τα σαγόνια.

Συναντηθήκαμε προχθές στο Τορόντο. Δε βοηθούσε και το κλίμα. Ακόμα μένω στο ίδιο σπίτι λες και έχει στοιχειώσει ο χρόνος. Μετά από κάμποση σιωπή η Δανάη πήρε το λόγο.

«Δε χρειάζεται να στενοχωριόμαστε. Κάναμε τον κύκλο μας όπως όλα τα πράγματα. Ζήσαμε μια σχέση που ελάχιστοι την είχαν. Είμαστε καλά, είμαστε υγιείς, χωρίσαμε με ένα ιδανικό χωρισμό, πρέπει να είμαστε χαρούμενοι, να γελάμε, να γελάμε».

Και ξέσπασε στα κλάματα.

Την πήρα στην αγκαλιά μου όπως πριν δεκαπέντε χρόνια. Κι ίσως όπως και μετά από δεκαπέντε.

Και δε με ένοιαζε που θα έπρεπε να περάσω μέσα από κάποιο μουλτικολόρ ουράνιο τόξο.

 

SHARE
RELATED POSTS
Ατέλειωτη λύπη…, του Γιώργου Αρκουλή
O μυλωνάς και ο καλικάντζαρος, του Νίκου Βασιλειάδη
Δημήτρης Κατσούλας
Έχουμε πόλεμο σου λέω, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.