Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Άστεγα όνειρα, του Κωστή Α. Μακρή (Υπνωτήριο Αστέγων Θεσσαλονίκης)

Spread the love

 

 

Τι έχασα πρώτα; Τη στέγη ή την αξιοπρέπειά μου;
Ή μήπως την ντροπή;
Πρώτα πρώτα έχασα τη δουλειά μου. Και μετά τα υπόλοιπα.
Πώς άντεξα την πρώτη βραδιά στο δρόμο; Την πρώτη φορά που έψαχνα ένα μέρος να κοιμηθώ, με το σακίδιο στην πλάτη και μια πλαστική σακούλα με μερικά απαραίτητα. Ένα μπουκάλι νερό, λίγο ψωμί μέσα σε μια χαρτοσακούλα, μια μισοφαγωμένη σοκολάτα και δυο ρολά χαρτί υγείας.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που μπήκα σ’ ένα καφενείο και παράγειλα τον πιο φτηνό καφέ ―«εμείς τον λέμε ελληνικό»― για να μπορέσω να πάω στην τουαλέτα. Είχα χώσει στην τσέπη ένα ρολό κωλόχαρτο πατικωμένο μαζί με μια πετσετούλα, για να πλυθώ λίγο. Ήμουν ήδη άστεγος. Και με έβλεπα να ζω σαν άστεγος λες και έβλεπα τη ζωή κάποιου άλλου σε ταινία.
Ή σαν να διάβαζα ένα βιβλίο, από κείνα που με συγκινούσανε παλιά.
Πώς έφτασα εκεί; Κανέναν δεν ενδιαφέρουν οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το πριν, το πώς, το πότε. Άλλωστε, το είπα και στην αρχή. Αν δεν είχα χάσει την ντροπή μου, ίσως και να είχα φουντάρει. Αλλά ίσως και να μην ήταν η ντροπή που με εγκατέλειψε πρώτη αλλά η περηφάνια για τη σημαντικότητά μου. Και μπαίνοντας σ’ αυτή την περιπέτεια της επιβίωσης στην πόλη, να αναζητούσα ένα μονοπάτι για την αυτογνωσία, που δεν μου είχε προσφερθεί όσο ήμουν ένας “στεγασμένος” και “καθωσπρέπει” πολίτης.
Η ουσία είναι ότι είμαι άστεγος τώρα. Ψάχνω πού θα κοιμηθώ κάθε βράδυ, ψάχνω για χαρτόκουτα να στρώσω κάτω. Όταν βρέχει ή κάνει πολύ κρύο ψάχνω για κάπως πιο προφυλαγμένο μέρος. Πηγαίνω και στα συσσίτια. Υπάρχουν και μερικοί που μου δίνουν έναν κεσέ φαγητό, ένα σάντουιτς, ένα μπουκάλι νερό. Καταφέρνω, κουτσά στραβά, να κονομήσω και κάνα ευρώ για έναν καφέ, ένα φρέσκο κουλούρι. Μαθαίνω από τους άλλους και τις άλλες τα κόλπα και τα μυστικά. Αν φοβάμαι; Και βέβαια φοβάμαι. Αλλά ζω μέσα σε μια παράλληλη κοινότητα που μου προσφέρει μια ασφάλεια σιωπηλή και ταυτόχρονα ουσιώδη.
Και έναν καινούριο τρόπο να κοιτάζω ψηλά.
Από τότε που έμεινα άστεγος, απόκτησα μια μεγάλη στέγη γεμάτη άστρα και όνειρα. Και μέσα στα όνειρά μου βλέπω παιδάκια με ροδαλά μάγουλα ―επειδή ανήκω στη λευκή φυλή, γι’ αυτό βλέπω παιδάκια με ροδαλά μάγουλα― που χαμογελάνε. Βλέπω σπίτια όμορφα, μικρά, με κήπο και δέντρα γύρω και ένα όμορφο πόμολο στην εξώπορτα που όταν το πιάνεις και το στρίβεις μεταμορφώνεται σε χαρωπό σκύλο που πηδάει πάνω σου και σε γεμίζει χάδια και σάλια. Βλέπω ζεστά σκεπάσματα, καθαρά σεντόνια, βλέπω τουαλέτες με άσπρα είδη υγιεινής και καζανάκι που το τραβάς και τρέχει με δύναμη το νερό για να φύγουν αυτά που έκανες. Βλέπω μια ντουσιέρα και σαπούνι δίπλα της και μια καθαρή αφράτη πετσέτα για να σκουπιστώ μετά. Βλέπω τα πόδια μου γυμνά, καθαρά και με κομμένα νύχια, πριν φωλιάσουν στα σκεπάσματα και ρίχνω μια στοργική ματιά στις παντόφλες μου, δίπλα από το κρεβάτι. Βλέπω και μια γυναίκα να κοιμάται δίπλα μου το πρωί, καθώς σηκώνομαι για να πάω στη δουλειά μου. Με την κίνησή μου να ξυπνάει για λίγο, να μου χαμογελάει μαχμουρλίδικα και να μου δίνει ένα φιλί…
Α, ρε, παιδιά…
Τι έχασα πρώτα; Την αξιοπρέπειά μου ή την ντροπή μου;
Και κάθομαι και γράφω στον υπολογιστή μου, εγώ, ο μια χαρά στεγασμένος, ένα κείμενο γεμάτο φαντασιοπληξίες για αστέγους.
Επειδή έμαθα για το Υπνωτήριο Αστέγων στη Θεσσαλονίκη; Που τα εγκαίνιά του θα γίνουν την Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013 και ώρα 12:30, στην οδό Ανδρέου Γεωργίου 13;
Ή μήπως από το άγχος που με έπιασε όταν πληροφορήθηκα ότι θα έχει μονάχα 74 κλίνες; Και πάλι καλά ―θα πεις ίσως― που θα κοιμίζει 74 άστεγους. Αλλά μια λύπη με έπιασε γερά από το σβέρκο και σαν γερή σφαλιάρα την ένιωσα αυτή τη λύπη που είναι ταυτόχρονα και υποκρισία αφού δεν έχω το κουράγιο, την τόλμη ή την αποκοτιά να κάνω το σπίτι μου υπνωτήριο για ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Γιατί; Γιατί φοβάμαι, γιατί ζορίζομαι κι εγώ οικονομικά, γιατί, γιατί…
Και δεν έχω και τη δύναμη της σκέψης να σκεφτώ μια λειτουργική κι ανθρωπιστική λύση για το πρόβλημα της χώρας μου, να την προτείνω σε πολλούς και μέσα απ’ αυτή την πρόταση να γεννηθεί μια νέα πατρίδα χωρίς άστεγους και πεινασμένους ανθρώπους, χωρίς την έχθρα που γεννάει η υποκειμενική και αντικειμενική φτώχεια αγαθών, δημιουργικότητας, παιδείας και σκέψης.
Και θυμάμαι τον χαρακτηρισμό της μητέρας μου «λαϊκά υπνωτήρια» για το σπίτι μας. Όποτε μαζευόμασταν πολλοί μαζί ―συγγενείς, φίλοι και τα παιδιά τους― στο σπίτι μας ή και σε κανένα εξοχικό φίλων και κοιμόμασταν στρωματσάδα το βράδυ και η πλάκα και τα καλαμπούρια πηγαίνανε σύννεφο. Αλλά τότε, την υποκειμενική μας φτώχεια την σκέπαζε το πουπουλένιο πάπλωμα μιας συντροφικότητας που μπορούσε να μοιράζεται και το ψωμί και το στρώμα και το φαΐ και τα γέλια από τα αστεία και τις νυχτερινές μας πορδές.
Ναι, δεν είμαι άστεγος κι ελπίζω να μη γίνω. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να ονειρεύομαι κι εγώ ένα παλιό ή νέο όνειρο για άστεγους. Αν μπορώ να γίνομαι παιδί, ζέβρα, φίδι ή σκατζόχοιρος στα παραμύθια που γράφω, τι με εμποδίζει να γίνω άστεγος; Και τι με εμποδίζει να χωθώ στο όνειρο ενός άστεγου; Η αλήθεια θα με εμποδίσει; Ποιανού η αλήθεια;
Ποιος θα μου πει ότι δεν μπορώ να ονειρεύομαι έναν κόσμο με πλούτη ζηλευτά που θα διανέμονται με δικαιοσύνη; Όπου θα είναι ντροπή και ύβρις που επισύρει την άτη και την τιμωρία, να ζει κανείς με αδίκως αποκτημένα ζηλευτά πλούτη.

Γιατί αν δεν μπορείς να ονειρεύεσαι και να αγαπάς τα όνειρα της αγάπης, ακόμα κι αν δεν είναι ολότελα δικά σου, τότε τι αγαπάς;

 

Το Υπνωτήριο Αστέγων Θεσσαλονίκης άνοιξε τις πόρτες του και έχει τη δυνατότητα να φιλοξενεί 37 άνδρες και τέσσερις γυναίκες. Η δημιουργία του κατέστη δυνατή με τη συνδρομή της «Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης», η οποία παραχώρησε για μία δεκαετία στο Δήμο μέρος του πρώτου ορόφου κτιρίου ιδιοκτησίας της, ενώ οι δαπάνες διαμόρφωσης και εξοπλισμού εξασφαλίστηκαν με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Το υπνωτήριο βρίσκεται επί της οδού Ανδρέου Γεωργίου 13, λειτουργεί καθημερινά, από 19:00 μέχρι 08:00. Τηλέφωνο επικοινωνίας: 2310 526150.

Κωστής Α. Μακρής

 

SHARE
RELATED POSTS
Ο Τσιόδρας δεν είναι πανάκεια…, Του Γιώργου Αρκουλή
Δημοσιογραφική αλαζονεία και παραφορά…, του Νότη Μαυρουδή
Ο κύριος Φαμπρ και ο Διονύσιος Σολωμός, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.