Κάπου εδώ ανάμεσα σε φθορά και στην επιζητούμενη πλέον αφθαρσία, αποφασίζεις να αναμετρηθείς με αυτό που κάποτε είχες καταχωνιάσει, άθελά σου ασφαλώς, στο βαθύ σου υποσυνείδητο, την απώλεια ή το φόβο για αυτήν.
Έρχομαι πλέον καθημερινά αντιμέτωπος με νέα “μελανά”, που με κάνουν να νιώθω νωθρός, αμήχανος και σε απόλυτη ψυχική ανισορροπία.
‘Οταν το πυκνό και το μακρύ-και δε μιλάω για φυλλωσιά-γίνεται αποσπώμενο και άχαρο, όταν μέσα σε μια εποχή του χρόνου, που άλλοτε έφερνε-μάλλον της ζήταγες να φέρει-άσπρο, νερό και ανάσες βαθιές για καλωσορίσματα ερώτων, τώρα αλλάζει μορφές, των άλλων τις αρμοδιότητες και πάνω απ’όλα τις δικές σου προτεραιότητες. Γίνονται πιο πειστικές, πιο αναγκαίες και τα μηνύματα στα αυτιά σου καθάρια χωρίς κανένα περιθώριο αγνόησης. Όλα πια μετράνε..αντίστροφα;
Κάθε συνειρμός οδηγεί σε διάτρηση.
-Πότισες τα λουλούδια;
-Όχι
-Όλο τα ξεχνάς απότιστα.
-Λουλούδια είναι.
-Όλα τα ξεχνάς απότιστα.
Τα πάθη σου ατάιγα και η θρέψη σου τα λάθη.
Μη μου ζητήσεις να εφεύρω υποστηρικτικούς μηχανισμούς. Mπορώ αντ’αυτού να βρω μηχανορραφίες για να κοροϊδέψω την εξέλιξη μέσα από στηρίγματα λήθης. Θυμάσαι… αγκομαχούσαμε να βρίσκουμε και να χάνουμε νοήματα και τώρα, αγκομαχείς να… θυμηθείς.
Δεν έχω το κουράγιο για λόγια στέρεα και πιστευτά, όπως σου άρεσε να σου μιλούν, μα ούτε και του ποδαριού γραμμένα ελεγεία. Θα αρκεστώ να διαλέξω ένα κάθισμα στην αίθουσα αναμονής σου και να περιμένω να δω ποιος θα παίξει πιο βρώμικα, ποιος ακόνιζε τα μαχαίρια του όσο ο άλλος “Δίκαια” κοιμόταν.
Έχε υπόψιν σου..πως σου θύμωσα.
Ο Νάσος Αθανασίου παρουσιάζεται: “Γεννήθηκα το 1982 στην Αθήνα. Πέρασα ξυστά από σχολεία, γήπεδα και πανεπιστήμια. Καλός μόνο σε ό,τι με κέρδιζε. Με κέρδισαν, λοιπόν, τα μαθηματικά και τα παιδιά και έτσι έγινα καθηγητής. Οι φίλοι λένε πως έχω εμμονές. Τους πιστεύω. Λάτρης του Nietzsche και του Βάρναλη. Κυνικός, μα και δοτικός σε ό,τι θεωρώ πως είναι αληθινό.