Ανοιχτή πόρτα

Η ζωή στους τοίχους, του Δημήτρη Μπρούχου

Spread the love

Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος (1961-+2024) είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας 

« Η ΖΩΗ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ»

Περιδιαβαίνοντας «τας οδούς και τας ρύμας», σκυφτός υπό το βάρος των προβλημάτων και με τις έγνοιες να μου σκοτίζουν το νου, τρεμοπαίζω τα μάτια μου, τα μισοκλείνω,τα μισανοίγω, ευρύνω και σμικρύνω τα οπτικά πεδία, θέλοντας να καταλάβω τι μου συμβαίνει.

Καθώς, όλα τα βλέπω γύρω μου ασπρόμαυρα. Σε γκρίζο φόντο.

Το χθές, το σήμερα, το αύριο. Τα αμοντάριστα πλάνα των αναμνήσεών μου, τα γιορτάσια, τους γάμους, τα ξόδια, όλα.

 

Χρώμα πουθενά. Ούτε για δείγμα.

Δεν ξέρω αν φταίνε οι αφιλόξενες γειτονιές με τα δίχως παιδιά.

Με τις όλο λιγότερες καλημέρες (κι αυτές σπασμένες).

Με τα τραγούδια που τ’ ακούω μονίμως παράφωνα.

«Ασπρόμαυρη η ζωή μου στην οθόνη/εμένα ο κακός πάντα σκοτώνει/κι εγώ που μόνο έμαθα να δίνω/σε παίρνω στο τηλέφωνο και κλείνω».

Και μέσα σε όλο αυτό το άχρωμο πουθενά, ένας τεράστιος πλαϊνός τοίχος πολυκατοικίας σε πρασιά, με από πάνω μέχρι κάτω ζωγραφιά. Με κίνηση, με θέμα μα προπάντων …ΜΕ ΧΡΩΜΑ! Χα,χα! Με χρώμα! Άρα δεν πέθαναν όλα. Δεν μαράθηκαν οι σκέψεις, τα όνειρα, τα οράματα, οι εικόνες…

Λένε, πως ζωντανεύουν οι εικόνες, πως βγαίνουν έξω απ το πλάνο, πως πλησιάζουνε τους θλιμμένους, τους άστεγους, τους έρημους, αυτούς που είναι ένα βήμα πριν την απελπισία και τους συστήνουν ξανά τη ζωή.

Τους γνωρίζουν με τα λουλούδια, τους κρατούν συντροφιά στο μοναχικό τους ύπνο στο παγκάκι, ο ήλιος τους δεν δύει ποτέ. Ακόμα και οι ακατάληπτες λέξεις, αφήνουν το περιθώριο μιάς αυθαίρετης ερμηνείας. Υπάρχει λοιπόν χρώμα, ακόμα…

Ύστερα, απομακρύνομαι, φερνοδιώχνω πρόσωπα και καταστάσεις, θυμάμαι…

Θυμάμαι τη ζωή, άλλοτε… Όπως τώρα, Ιούλιος. Μικρά και μεγάλα συμβάντα. Χιλιάδες κόσμου στους δρόμους, διεκδικήσεις, αναστατώσεις, φωνές, συνθήματα. Α, συνθήματα…

Ξεχαστήκαν κι αυτά. Κάποια, ξεθωριάζουν ακόμα στους τοίχους.

Ροκανίζουνε σαν τσιτάτα το μυαλό κάποιων μεσηλίκων, που ξέμειναν αμεγάλωτοι.

Που ακόμα δεν έχουν βρει τι θα γίνουν σαν μεγαλώσουν. Εγκλωβισμένοι σε μια δίνη αμετάλλαχτη, σκιές τα βράδια γυρνούν παλεύοντας μια προδομένη αγάπη, έναν ανυπόταχτο έρωτα, μια ιδεολογία που ξέβρασε αστούς φθαρμένους, προσθέτοντας το δικό τους μότο.

Κι όπως οι ώρες περνούν ανενδοίαστα μες στην πολύβουη χλαλοή, χωρίς ζωή, που το κάθε μυρμήγκι κουβαλάει την κάθιδρη αγωνία της βιοτής του, που δεν υπάρχει πουθενά «ο άλλος», παρά μόνο περιφερόμενα λάθη ως «εγώ», όλο και πιο πολύ κλέβουν το βλέμμα μου γράμματα, λέξεις, φράσεις, που αφήσαν σε κάποιον τοίχο έναν καημό. Ερωτικό ή κοινωνικό. Ανάλογα την πρέζα.

Γυρίζοντας, ξαναπερνώντας απ τα ίδια μέρη, σα να γκρεμίστηκαν όλα. Σα να μη βλέπω τίποτα απ όλα αυτά που γκρίζωναν το βλέμμα μου.
Είχα πάρει πολύ χρώμα απ τα γκράφιτι, που κινιόταν στο αίμα μου σπειροειδώς, σαν μια παχύρευστη ύλη που δεν υπακούει σε εικαστικούς κανόνες κι αυθαιρετεί.

Είχα πάρει πολύ σκέψη από τις λέξεις των τοίχων για να δουλέψω μέσα μου, επαναπροσδιορίζοντας το ύψος της οροφής μου.

Τελικά, η ζωή στους τοίχους πράγματι, είναι πιο συναρπαστική.

Ακολουθεί προβολή εικόνων.

 

SHARE
RELATED POSTS
Το σάπιο, του Σταύρου Θεοδωράκη
Σκίτσα εξ Αμερικής-Χριστούγεννα: “Santa Claus you’re FIRED!”*, του Γιώργου Σαράφογλου
Την ημέρα που γέρασε ο Τσίπρας, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.