* Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης
και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η γοητεία της αληθινής ζωγραφικής έγκειται στο ότι συνδυάζει εξίσου και ισότιμα το εγκεφαλικό με το συναισθηματικό στοιχείο. Δηλαδή τις σπαζοκεφαλιές του Ντυσάν ή του Ντε Κήρυκο με την ποιητική του Μπονάρ. Ζόρικα πράγματα! Τουτέστιν η ζωγραφική που με ενδιαφέρει, αντανακλά με πειθώ το τώρα και την εποχή μας κυρίως επειδή αρδεύεται καταλυτικά από το παρελθόν και επειδή ενοράται μαγικά – εν τινι τρόπω – το μέλλον. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει τέχνη χωρίς την ιστορία (της), ούτε ερήμην της διαδρομής της. Αν δεν πιστεύετε εμένα ρωτήστε τον Πικάσο ή τον Μπαίηκον. Κι αν δυσκολεύεστε
– πράγμα που κατανοώ απόλυτα – αποταθείτε απευθείας στον Μανέ ή τον Τισιανό.
Όπως ακριβώς έπραξε και ο ζωγράφος του ανωτέρω πίνακα από την συλλογή του Σωτήρη Φέλιου, Αλέκος Λεβίδης ο οποίος διδάσκει με το έργο του τρόπους για να βγούμε από την κρίση, τόσο την πολιτική και την πολιτιστική μας (sic). Και μην νομίζετε ότι παραδοξολογώ σχετικά … εκτός κι αν έχετε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από τον Αλέκο στον Αλέξη ή τον Τσακαλώτο.
Εδώ βλέπετε την σύνθεση του Αλέκου Λεβίδη ” Αγορά ” από το δεσπόζον σαλόνι του καταλόγου της έκθεσης
” Οικείος Τόπος, Οικείος Χρόνος ” στον οποίο κατάλογο παρουσιάζονται δύο υπερμεγέθεις πίνακες του Λεβίδη πλαισιωμένοι με τα δεκάδες προπαρασκευαστικά σχέδια τους. Μέγιστο μάθημα, με άλλα λόγια, του τρόπου εκκόλαψης του έργου τέχνης ως αποκλειστικού προϊόντος της εμμανούς τεχνικής και των άπειρων δοκιμών με τις οποίες υφάνθηκε η όποια έμπνευση.
Συμπέρασμα : Χωρίς υψηλή μοδιστρική δεν υφίσταται υψηλή καλλιτεχνική θεωρία. Τελεία και παύλα.
Είναι πάντως ενδεικτικό πως αυτός ο σοφός μάστορας δεν διδάσκει σε μια Σχολή Καλών Τεχνών και βέβαια ακριβοδίκαια δεν εκπροσωπεί την ελληνική τέχνη στην Μπιενάλε της Βενετίας, στη ντοκουμέντα κλπ. Εκεί δεσπόζει το ιδιότυπο κύκλωμα καλλιτεχνών και πολιτιστικαρίων που παρερμηνεύουν τον Ντυσάν και περιφρονούν τον Μπονάρ…Και που σνομπάρουν όταν δεν αγνοούν ό τι υπερβαίνει τον αφαλό τους. Ο Λεβίδης πάλι πληρώνει μάλλον την αστική καταγωγή και την αστική του παιδεία που τον διαφοροποιεί εκκωφαντικά από το κυρίαρχο λούμπεν του χώρου με την ακόρεστη πείνα για εξουσία, ίντριγκα και επιβολή. Από την αγραμματοσύνη δηλαδή και τον στυγνό επαγγελματισμό των επιγόνων του Κεσσανλή και των μαθητών της Μαρίνας Λαμπράκη.
-Ποιός τού φταίει; Ας μην μετέφραζε και ας μην σχολίαζε καλύτερα κι από ακαδημαϊκό δάσκαλο τον Πλίνιο εκ του πρωτοτύπου κι ας μην σκηνογραφούσε υποδειγματικά την “Αντιγόνη” του Λευτέρη Βογιατζή. Τέτοιες δραστηριότητες ενοχλούν τη πιάτσα εφόσον η λαοκρατία των μετρίων παραμένει ακατάβλητη.
Στον συγκεκριμένο πίνακα τώρα τα μοντέλα συνωθούνται σ’ έναν θεατρικό χώρο που εξικνείται εγκάρσια από το ατελιέ του ζωγράφου ως την αγορά του Άργους,τον κατασκευαστικό άθλο του Τσίλλερ. Δηλαδή η αφήγηση ρέει από το μυθικό στο ρεαλιστικό και πάλι στο μυθικό με ενδιάμεσες στάσεις τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα Στεφάνου από την “Ταφή του Οργκάθ” και τους σεζανικούς Λουομένους. Η αισθητική του Τσαρούχη και η θεματική του Μόραλη συνεισφέρουν στον κομψό όσο και βαθύ προβληματισμό του ίδιου του ζωγράφου. Κεντρικός άξονας της σύνθεσης το σώμα, λαμπερό και φθαρτό στο υπαρξιακό δράμα του. Μια ελεγεία για την νεότητα που δαπανάται χωρίς τρόπο ή όρια και παράλληλα για το πένθος του έρωτα ανάλογο με το πένθος της εικόνας. Ή της Ιστορίας αν προτιμάτε.
Το εξαιρετικό, πρώτο κείμενο του καταλόγου υπογράφεται από τον άγνωστο μου Ν.Π. Παΐσιο.
Να υποθέσω ένα από τα ψευδώνυμα του Πεσσόα ή μήπως νέος ήρως του Μπόρχες; Ούτως ή άλλως well done!
ΥΓ. Και για να μην παρεξηγηθεί ο χαρακτηρισμός ” πρίγκιπας ” του τίτλου, δηλώνω ότι ο πατέρας μου, τορναδόρος στα Ταμπούρια του Πειραιά, μεγάλωσε και μένα να νιώθω έτσι. Πρίγκιπας.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr