Ανοιχτή πόρτα

Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό;, του Κωστή Α. Μακρή

Kostis A. Makris
Spread the love

Kostis A. Makris

  

 

 

 

 

 

 

 

Κωστής Α. Μακρής  

 

 

 

 

  iporta.gr-karavaki-makris.jpg

 

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;
Σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι;
Άνεμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό,
πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

 

Απαγγελία. Όχι τραγουδιστά. Τις περισσότερες φορές μόνο ο πρώτος στίχος.
Ένα ερώτημα: «Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

Το ποίημα δεν θυμάμαι να μας έλεγε συχνά ολόκληρο η μητέρα μας. Ίσως κάποια βράδια. Όπως μας διάβαζε διάφορα ποιήματα από την Ανθολογία «Αποστολίδη» και από άλλα βιβλία. Σε μερικά ποιήματα έκλαιγε πριν τα τελειώσει.

 

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

Καθώς μεγαλώναμε, αυτό το ερώτημα ερχόταν με πολλές αιτίες.
Στην εφηβεία, ας πούμε, όταν ετοιμαζόμασταν για «έξοδο», και πέφτανε τα πρώτα ξυρίσματα κόντρα και σαπουνομπανιοτριψίματα και παρφουμαρίσματα… Πάντα με την ελπίδα ότι εκείνη, θα…

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

Με μια δόση ειρωνίας… Ένα κρυφόγελο, για το «γάμπρισμα».

 

Και μετά. Νοέμβριο του 1973.

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

Και σφύριζαν οι άνεμοι της ανελευθερίας κι ένα μέσα μας βουητό να ποθοπλαντάζει για μια εξέγερση που τότε δεν είχε αγάπη και συγχώρεση αλλά μάτια κατακόκκινα της οργής και της εκδίκησης και ένα θολό όραμα δικαιοσύνης. Όχι, ψέματα… Δεν ήταν θολό τότε. Αργότερα θόλωσε. Σαν κανάτα με καθαρό νερό που μένει ξεσκέπαστη έξω σε βεράντα, καλοκαίρι και φέρνει ο αέρας άμμο και σκόνη και βρομιές και το νερό δεν πίνεται.

 

Και λίγο αργότερα. Μεταπολίτευση. Διαδηλώσεις. Οράματα. Κακόμοιρε Σκρουτζ… Τύφλα να ’χουν τα δικά σου τα φαντάσματα.

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

 

Και μετά. Σπουδές. Ευθύνες. Δουλειά. Εργασία. Ολίγη από τέχνη… Οικογένεια δική μου.

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

 

Και τώρα.

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

Το καραβάκι δεν είμαι πια εγώ. Είναι η Ελλάδα μου. Δεν μπορώ να βγάλω αυτό το «μου» από μια χώρα που δεν είναι το καραβάκι του Παπαντωνίου των παιδικών μου χρόνων που στοχάζομαι με τρυφερότητα αλλά ένα κράμα από καλούς και λιγότερο καλούς ανθρώπους που δεν κάνουν τον κόπο να σκεφτούν τον εαυτό τους μέσα σ’ ένα καράβι που πλέει στον χρόνο με πανιά τη γλώσσα, με κατάρτια την ιστορία, με σκαρί φτιαγμένο (ένα μικρό έστω κομμάτι του) από την αρχαία δρυ της Δωδώνης την ομιλούσα πλώρη της Αργώς, με κατάστρωμα φτιαγμένο από σελίδες σοφών όλου του κόσμου γιατί δεν είναι μόνο των Ελλήνων η Ελλάδα αλλά σκαρί όλης της Οικουμένης και την ευθύνη για να μη βουλιάξει δεν την έχουμε μονάχα εμείς, εδώ ―θυμήσου, Διονύση, στο χειρότερο του Ελληνισμού κομμάτι, στην Ελλάδα ζεις!― αλλά κι άλλοι, πολλοί… Όσες και όσοι το Θέατρο, τα Μαθηματικά, τη Φιλοσοφία, τη Μουσική, την Ποίηση, την Αρχιτεκτονική, τις Θεραπείες, τα Μουσεία, τη Δημοκρατία και τον Κόσμο αγαπούν.

 

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

 

«Για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή.
Θα φέξουνε φάροι πολλοί να περάσω.
Βοριάδες, νοτιάδες θα βρω, μα θα φτάσω
με πρίμο αγεράκι, μ’ ακέριο πανί.»

 

Ναι. Για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή. Πέρα από το μίζερο, αλλήθωρο, ξεφτιλισμένο, ανερμάτιστο, κλαψομούνικο και φτωχομπινεδιάρικο Ελλαδιστάν. Πέρα από τη μιζέρια ενός πληρώματος δίχως ταυτότητα, δίχως παρελθόν και δίχως μέλλον. Πέρα από τη μπόχα των λαμόγιων και των εργολάβων του βολέματος, της ρουφιανιάς, της αυταπάτης και της εξαπάτησης. Πέρα από το μύθευμα το δίχως μύθο. Πέρα από το παραμύθιασμα το δίχως παραμυθία.

 

«Κι οι κάβοι αν σου στήσουν τη νύχτα καρτέρι;
Απάνω σου αν πέσει το κύμα θεριό
και πάρει τους ναύτες και τον τιμονιέρη;
Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

 

Αν οι κάβοι μου στήσουν καρτέρι, θα έχω μαζί μου ανθρώπους που ξέρουν από κουμάντο καραβιού, θα έχω μαζί μου ανθρώπους που δεν ξοδεύουνε τις μέρες τους κλαψουρίζοντας για το κακό το ριζικό μας και την άτιμη την κοινωνία που άλλους τους ανεβάζει κι άλλους στα τάρταρα τους ρίχνει, και την έχθρα των ξένων, και για το φταίξιμο ―πάντα!― των άλλων και για τις συνομωσίες των οχτρών. Έχω συμπολίτες και φίλους που έχουν διαβάσει το παραμύθι χωρίς όνομα και θέλουν να του δώσουν ένα όνομα επιτέλους, να έχουμε όνομα, να έχουν όνομα και τα παιδιά μας κι όχι κάτι φτηνιάρικες επιγραφές καλές για τους τουρίστες μόνο.

 

Κι όσο κι αν έτσι το θέλει έτσι ο ποιητής, ο Δάσκαλος Ζαχαρίας Παπαντωνίου, δεν στηρίζω τις ελπίδες μου στον Χριστό και στην Παναγία.

Τις ελπίδες πρώτα μέσα μου τις ταΐζω και μετά σε συμπόσιο τις καλώ με φίλους που δεν έκαναν την γκρίνια, την υποταγή, το ψέμα και την εθελοτυφλία επάγγελμα.

 

«Ψηλά στο εκκλησάκι του βράχου, που ασπρίζει,
για μένα έχουν κάμει κρυφή λειτουργία·
ορθός ο Χριστός το τιμόνι μου αγγίζει,
στην πλώρη μου στέκει η παρθένα Μαρία.»

 

«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»

 

Με τέτοιο καιρό βρεθήκαμε εδώ, με τέτοιον θα ταξιδέψουμε.
Υπάρχει πλήρωμα.
Υπάρχουν ακόμα έντιμοι άνθρωποι σ’ αυτόν τον τόπο.
Θα πάει μπροστά το «καραβάκι».
Και θα γίνει καράβι και υπερωκεάνειο.
Έχω φίλες και φίλους που μπορούν.
Έχω συμπολίτες που μπορούν.

 


17 Μαρτίου 2017

 

Ποίημα: Το ευλογημένο καράβι , από το βιβλίο: Zαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Xελιδόνια, Bιβλιοθήκη Eκπαιδευτικού Oμίλου, 1920

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Αναζητώντας αντίβαρο σε κοινωνικά ρικνούς Καιρούς, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη
Σκυλοσκατοσυζήτηση!, του Κώστα Ε. Σκανδαλίδη
Χόρχε Μπουκάϊ: Συμβουλές που δεν συμβουλεύουν!

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.