Μικρός το Πάσχα το περνούσα συνήθως στην Κρήτη, στο χωριό μου. Μπάλα, σκαρφάλωμα στο βουνό, κυνήγι με σφεντόνες αλλά μόλις έπεφτε ο ήλιος έπρεπε να μαζευτούμε στο σπίτι, να πλύνουμε πρόσωπο και χέρια, να ντυθούμε και να ακολουθήσουμε – εγώ και οι αδελφές μου- τη γιαγιά μου στην εκκλησία. Η γιαγιά Αλεξία έκανε πάντα όλα αυτά που ήθελε ο Θεός. Και δεν αναφέρομαι στη νηστεία (γιατί έτσι και αλλιώς ήταν τόσο λιγόφαγη που δεν καταλάβαινες πότε νήστευε και πότε όχι -παξιμάδι, ελιές, ντομάτα, άντε και μερικές σταγόνες λάδι).
Τη Μεγάλη Εβδομάδα ξυπνούσε την νύχτα, πήγαινε στο μαγαζί –στην αποθήκη δηλαδή- έκλεβε τυριά, λάδι, παξιμάδια, σιτάρι κι ό,τι άλλο ήταν πάνω από δύο και πήγαινε και τα άφηνε στις πόρτες των φτωχών. Όταν ξυπνούσε ο παππούς ήταν πια πολύ αργά. Τη μια του έλεγε ότι το τυρί το μαγάρισαν οι ποντικοί και αναγκάστηκε να το πετάξει και την άλλη τον μπέρδευε στο μέτρημα – ήταν αγράμματος και εύκολα τους παρουσίαζες το επτά για δέκα. Υπήρχαν φορές βέβαια που ο παππούς καταλάβαινε το κλέψιμο και γινόταν ο κακός χαμός. Την έλεγε κουζουλή, την κυνηγούσε αλλά αυτή δεν νοιαζόταν και το σούρουπο χαμογελαστή έδινε το σύνθημα για την εκκλησία- σαν να ήταν διασκέδαση. Εκεί στο δρόμο για τον Άγιο Νικόλαο γινόταν κάτι που μόνο την πρώτη φορά με παραξένεψε. Η γιαγιά μου μόλις άρχιζε ο τσιμεντένιος δρόμος – στα τελευταία 100 μέτρα πριν την εκκλησία – άλλαζε παπούτσια. Έβγαζε δηλαδή τα ταλαιπωρημένα από τα χώματα και τις πέτρες παπούτσια και έβαζε το καλό της ζευγάρι αυτό που ήταν μόνο για τις γιορτές. Και είχε μια μικρή θεωρία γι αυτό.
Οι άνθρωποι δεν πρέπει να είναι τόσο σπάταλοι ώστε να φορούν τα καλά τους παπούτσια στους κακούς δρόμους αλλά και ούτε τόσο μίζεροι ώστε να μην έχουν ένα ζευγάρι καλά παπούτσια. Τα παλιά παπούτσια λοιπόν τα έκρυβε σε κάτι χαλάσματα και μετά όταν τέλειωνε η εκκλησία, τα ανέσυρε, τα φορούσε κι έμπαινε άφοβα στον χωματόδρομο για το σπίτι.
Εμένα το μάτι μου στην εκκλησία αντί να πηγαίνει στα εικονίσματα πήγαινε κατευθείαν στα παπούτσια των ανθρώπων. Αν ήταν καλά και καθαρά ήταν φανερό ότι ήταν μυημένοι από την γιαγιά μου. Αν ήταν βρώμικα και καινούργια ήταν οι σπάταλοι. Και αν ήταν βρώμικα και παλιά ήταν οι μίζεροι. Αυτά ήταν τότε για μένα τα τρία κόμματα.
Όσο μεγάλωνα, η θεωρία της γιαγιάς μου που είχε γίνει πια και θεωρία δική μου, εμπλουτιζόταν. Έβλεπα δηλαδή ότι τα καθαρά παπούτσια «κουβαλούσαν» σεμνούς ανθρώπους. Τα βρώμικα και καινούργια επιδειξιομανείς και τα βρώμικα και παλιά γκρινιάρηδες. Οι επιδειξιομανείς ήταν και φαφλατάδες, οι γκρινιάρηδες ήταν και τεμπέληδες. Απλουστευτικά σας τα λέω και απόλυτα αλλά πάνω κάτω έτσι ήταν. Και αφού τους χώριζα σε κατηγορίες μετά τους μετρούσα κιόλας. Αυτό χρόνο με το χρόνο μου έφερνε απογοήτευση. Οι σεμνοί κάθε Πάσχα λιγόστευαν, οι επιδειξιομανείς και οι γκρινιάρηδες πλήθαιναν.
Όταν πέθανε η γιαγιά οι επισκέψεις μου στον Άγιο Νικόλαο περιορίστηκαν. Τα τελευταία χρόνια δεν πάω καν. Άλλωστε μπήκε άσφαλτος σε όλους τους γύρω δρόμους και τα παπούτσια – που όπως σας είπα με ενδιέφεραν περισσότερο και από τα εικονίσματα – έπαψαν να έχουνε σημάδια.