Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε να κλείνω τα μάτια μου και να χαϊδεύω τον περιβάλλοντα χώρο με τα δάκτυλα μου. Δρούσα, όμως, εκ του ασφαλούς, μιας και ήξερα εκ των προτέρων τι ακριβώς υπήρχε γύρω μου. Κάποιες φορές μπορείς να καταλάβεις τη θέση του άλλου, μέχρι ενός σημείου, δύσκολα όμως, μπορείς να μπεις, όσο κι αν το επιθυμείς. Όντας αρτιμελής, δεν αντιλαμβάνομαι σε όλο τους το εύρος τις δυσκολίες που καθημερινά αντιμετωπίζουν άτομα που δεν τυγχάνουν ίδιας τύχης. Συνεχώς γκρινιάζουμε πως δεν είμαστε αρκετά όμορφοι, αδύνατοι ή ότι δεν έχουν ωραίο χρώμα ματιών. Υπάρχει μία μερίδα ανθρώπων που αυτά είναι τα τελευταία πράγματα που τους απασχολούν.
Μου αρέσουν τα χρώματα, μου αρέσουν οι σκέψεις και τα αισθήματα που μου γεννούν. Με κάνουν να ονειρεύομαι, να ταξιδεύω. Δε θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου δίχως να μπορώ πια να δω τα χαμόγελα των αγαπημένων μου προσώπων, τον ήλιο ύστερα από την ολοήμερη πορεία του να δύει, τις σκιές που δημιουργεί στο λευκό πλακάκι η κουρτίνα όταν την μετακινεί το αεράκι, την ανιψιά μου να ανοιγοκλείνει τα χεράκια της από λαχτάρα όταν μπαίνω στο σπίτι, τους φίλους μου να κάνουν αστείες γκριμάτσες και άπειρα ακόμα πράγματα. Ίσως, επειδή τα έχω δει και ξέρω πως είναι. Τα γράφω αυτά επειδή, πριν λίγες μέρες παρευρέθηκα σε μία παράσταση όπου το ερμητικό σκοτάδι και η μουσική ενός κοντραμπάσου και μιας κιθάρας ήταν τα κυριότερα στοιχεία της. Με τα μάτια μου ορθάνοιχτα αλλά χωρίς να βλέπουν, άτομα από τη Ένωση Τυφλών Δυτικής Ελλάδας μας οδηγούσαν στις καρέκλες μας. Με απίστευτη χάρη οι κυρίες και οι κύριοι μας συνόδευαν και μας βοηθούσαν να καθίσουμε. Δεν βλέπαμε παρά το τίποτα. Ένοιωσα ευάλωτη και τους χτύπους της καρδιάς μου να αυξάνονται ελαφρώς. Όχι, επειδή φοβήθηκα μη σκοντάψω κάπου, η οδηγός μου ήταν ήρεμη, σίγουρη και οι οδηγίες της απόλυτα ακριβείς. Ο λόγος κρύβεται στην αχίλλειο πτέρνα μου, θέλω πάντοτε να έχω τον έλεγχο. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, με όλες μου τις αισθήσεις σε λειτουργία εκτός από την όραση, δε γνωρίζεις πώς να διαχειριστείς την κατάσταση. Η συνοδός μου με άφησε καθισμένη στην καρέκλα μου και έπειτα από λίγο ήρθαν να πάρουν την παραγγελία μου. Όταν πια όλοι οι συνδαιτυμόνες είχαν τακτοποιηθεί και το ποτό μου είχε έρθει, η μουσική πλημύρισε το χώρο. Φοβάσαι λιγάκι στην αρχή αλλά μετά χαμηλώνεις στη καρέκλα σου και γέρνεις το κεφάλι πίσω και χαλαρώνεις. Λίγο το κρασί, λίγο το χέρι που κρατάει σφιχτά το δικό σου, λίγο η μελωδία, χάνεσαι μέσα στο σκοτάδι. Δεν νιώθεις ευάλωτος πια. Με τα ακροδάκτυλα μου αναζητώ το ποτήρι μου, το φέρνω αργά στα χείλη και το δροσερό λευκό κρασί γαργαλάει τον ουρανίσκο μου.
Τεντώνω το χέρι μου αργά και προσεκτικά και αντιστρέφω την κίνηση επιστρέφοντας το ποτήρι στη θέση του. Αναρωτιέμαι τι θα μου έλειπε περισσότερο αν κάποια μέρα έχανα την όραση μου. Τα πάντα αποφασίζω. Ακούω απαλά βήματα να πλησιάζουν το τραπέζι μας. Από τη φωνή καταλαβαίνω πως δεν είναι η κοπέλα που με συνόδευσε αλλά κάποια άλλη εξίσου ευγενική. Δε χρειαζόμασταν κάτι, και φάνηκε ευχαριστημένη που μας άρεσε η εμπειρία που βιώναμε.
Η μουσική βραδιά έφτασε στο τέλος της και τα χειροκροτήματα μέσα στο σκοτάδι ακούγονταν σαν επαναλαμβανόμενοι κρότοι στο άπειρο. Άφησα πίσω μου το θέατρο σκεπτόμενη πως δε μπορώ να περπατήσω ακόμα και σε μία ευθεία επιφάνεια χωρίς να σκοντάψω πάνω σε κάτι, χωρίς αυτό το κάτι να αποκλείει τα ίδια μου τα πόδια, και εκείνοι οι άνθρωποι κινούνταν μέσα στο χώρο με άνεση, δίχως δισταγμό. Δεν καταλάβαινες πως δεν έβλεπαν, έπρεπε να σταθείς και να παρατηρήσεις. Με μάγεψε η αύρα που εξέπεμπαν. Λίγες ώρες δεν είναι αρκετές για να μπεις απόλυτα στον κόσμο τους, σου δίνουν παρόλ’ αυτά μία μικρή γεύση. Όσο εκείνοι είναι γύρω σου, εσύ είσαι ασφαλής και προστατεμένος, παίζεις εξάλλου στην έδρα τους!
Θέατρο Λιθογραφείον
Μαιζώνος 172, Πάτρα
Η Ελένη Λαδά είναι φοιτήτρια στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστήμιου Πατρών, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών.
SHARE