Ο Αλέξανδρος Μπέμπης είναι επιχειρηματίας.
Στα εσώτερα των έσω της παλιάς καρυδένιας βιβλιοθήκης έχω φυλαγμένα καμιά πενηνταριά ”βιπεράκια” με αστυνομικές ιστορίες της λαίδης Αγκάθα Κρίστι, του σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και του Ζορζ Σιμενόν.
Φυλαγμένα από τότε, από τα φοιτητικά χρόνια που τα ρουφούσαμε μανιωδώς στα διαλείμματα από το διάβασμα των εξεταστικών, ”για να ισιώσει το μυαλό”, όπως έλεγε ο φίλος συμφοιτητής που διαβάζαμε μαζί.
Τα κράτησα τότε με τη σκέψη να με ξανακρατήσουν συντροφιά πολλά πολλά χρόνια μετά στα γεροντάματα.
Γεροντάματα δεν ξέρω αν ήρθαν ή αν θα έρθουν κάποτε όσο εξακολουθεί να τραγουδάει και να χοροπηδάει ο Μικ Τζάγκερ που με ρίχνει και πάνω από μια δεκαετία στην καμπούρα.
Αυτό που πλησιάζει οσονούπω όμως είναι η συνταξιοδότησή μου και έτσι αποφάσισα να τα ξεθάψω από τα πίσω ράφια.
Τι να τα κάνω όμως; Άχρηστα είναι και θα έχουν άδοξο τέλος στον μπλε κάδο ανακύκλωσης.
Θα είναι άδοξο το τέλος τους διότι o tempora o mores κάποιοι άλλοι έκλεψαν τη δόξα του Πουαρό, του Χολμς και του Μεγκρέ.
Είναι οι σύγχρονοι ντετέκτιβς της Ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης.
Έτσι λοιπόν αποφάσισα να κάθομαι δύο ώρες κάθε βράδυ στην αναπαυτική μπερζέρα με το υποπόδιο και με ένα μπολ ανάλατα φιστίκια να παρακολουθώ άφωνος τις συγκλονιστικές ανακαλύψεις και αποκαλύψεις των δαιμόνιων λαγονικών.
Ανοίγει παρένθεση. Όποια εταιρεία σκεφτεί να βγάλει ανάλατα πατατάκια, γαριδάκια, φουντούνια, φοφίκο, πακοτίνια και κυρίως δρακουλίνια, θα κάνει χρυσές δουλειές. Το target group των άνω των ”ήντα” στη χώρα μας κάθε χρόνο μεγαλώνει.
Για σκεφτείτε το. Η αδρεναλίνη στα ύψη σε συνδυασμό με πολύ αλάτι θα έχουμε θρήνους. Ενώ με ανάλατα…Κλείνει η παρένθεση.
Επί πλέον ποιός ο λόγος να ταλαιπωρώ τα ματάκια μου διαβάζοντας τώρα που εγκαταστάθηκε σε αυτά ανεπιστρεπτί η πρεσβυωπία;
Τηλεόραση λοιπόν και πάσης Ελλάδος. Ιδιωτική για να μη ξεχνιόμαστε.
Εκεί όπου άτεγκτοι και αδέκαστοι παρουσιαστές και τα λαγωνικά που έχουν εξαπολύσει καθ’ άπασα την επικράτεια, ξετρυπώνουν καφετζούδες, χαρτορίχτρες και τον μπατζανάκη του κουμπάρου της τρίτης ξαδέρφης του στυγερού εγκληματία και τους βομβαρδίζουν με ερωτήσεις και υπεραναλύουν την ανθυπολεπτομέρεια της ανθυπολεπτομέρειας.
Όπου σεβόμενοι βεβαίως βεβαίως το τεκμήριο της αθωότητας δεν τον αποκαλούν ευθέως πανούργο και στυγερό δολοφόνο αλλά με εύπεπτα για το φιλοθεάμον κοινό υπονοούμενα ”ναι βρε αδερφέ δεν μπορεί να μη το έκανε αυτός”, διανθισμένα με κατάλληλες ανάλογα με το σενάριο φωτογραφίες, επενδεδυμένα με υποβλητική μουσική και το ανάλογο ύφος χιλίων καρδιναλίων των φιλοξενουμένων στα παράθυρα, εκκολάπτουν την υποβόσκουσα ετυμηγορία για να ισιώσουν τα μυαλά μας.
Αχ κατακαημένη Μις Μαρπλ πού να το ήξερες ότι εκατό χρόνια μετά δεν θα ήσουν τίποτε περισσότερο από μια γατούλα ξαπλωμένη στο περβάζι του δικού σου παραθύρου δίπλα στη γλάστρα με το λουλουδιασμένο γεράνι.
Στον μπλε κάδο και εσύ λοιπόν και δεν θέλω λέξη.