Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Κωστής Α.Μακρής: Οι προμνάμονες, η μιμόζα η αισχυντηλή, το “μη μου άπτου” κι άλλες δύσκολες λέξεις

Spread the love
Τελειώνει ο Μάϊος. Πολλές και δύσκολες οι μνήμες. Δύσκολο και να τις αγγίξεις ακόμα. Πονάνε; Πού να ξέρω τι νοιώθει η κάθε μνήμη. Οι άνθρωποι, όπως ξέρω, πονάνε. Αλλά οι μνήμες… Δύσκολο και να τις περιγράψεις ακόμα, γιατί πάντα θα πέσεις πάνω σε κάποιους που νομίζουν ότι κατέχουν το αλάθητο της ιστορικής μνήμης κι ας μην την τίμησαν ποτέ με έργα ούτε τη μνήμη, ούτε την ―έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενη― αλήθεια της.

Δύσκολο κι αβόλευτο ζώον η μνήμη.
Εκεί που νομίζεις ότι την έχεις ποτίσει, την έχεις ταΐσει και δεν κινδυνεύεις από τα δόντια της, νάσου και τρυπώνει απρόσκλητη στα πιο απίθανα δωμάτια του τώρα και την βλέπεις να στριφογυρνάει γρυλίζοντας σαν αδέσποτο σκυλί που ζεσταίνεται ή κρυώνει και προσπαθεί να φτιάξει γιατάκι δροσιστικό ή ζεστό στον χώρο σου, να τον αλώσει, να τον διαγουμίσει, να τον κουρσέψει. Σκάβοντας και μυρίζοντας εκεί που εσύ πασχίζεις να κουμαντάρεις ένα φουρτουνιασμένο παρόν. Νοιώθοντας μονίμως σαν ερασιτέχνης καπετάνιος που κοντράρει ενάντιους ανέμους με σπασμένα κουπιά και κουρελιασμένα τα πανιά του.
Κι όταν πας να την αγγίξεις τη μνήμη, να της εκμαιεύσεις ένα βλέμμα παρηγοριάς και παραμυθίας γι’ αυτό που ζεις τώρα ―και που πάντα ήταν παρόν, κι ας μην το είχες προβλέψει όταν το φύτευες― σου αγριεύει μ’ ένα έμπρακτο «μη μου άπτου» σαν την μιμόζα την αισχυντηλή. Και ζαρώνει τα φύλλα, τη μουσούδα, δείχνει δόντια και συμμαζεύει τον χιτώνα της που εσύ τον ήθελες αναστάσιμο.
Αναστάσιμο γιατί; Επειδή ζει μαζί σου για πάντα; Επειδή το δικό σου “τώρα” είναι ένα άσοφο “για πάντα” που θα κουβαλάς μέχρι το “τετέλεσται” που δεν θα πεις; Γιατί τι μπορείς πραγματικά να τελειώσεις μέσα στο ασφαλιστικό σου προσδόκιμο ζωής;
Τι θαρρείς, δηλαδή; Ότι εθεώθη ξαφνικά η μνήμη σου επειδή ζει μαζί σου κι όποτε θες τη θάβεις κι όποτε θέλεις την ανασταίνεις ανάλογα με το πώς έρχονται τα πράγματα;
Δύσκολο κι αβόλευτο ζώον η μνήμη.
Κάθε φορά που πας να την αγγίξεις, να την χρησιμοποιήσεις για να επιβεβαιωθεί η τωρινή σου αλήθεια, εκείνη έχει αλλάξει.
Αν ήσουνα ένας από τους αρχαίους προμνάμονες, τους εντεταλμένους φύλακες της συλλογικής μνήμης (όπως θέλω να τους φαντάζομαι), ίσως να ήταν αλλιώς.
Αλλά δεν είσαι προμνάμονας, δεν είσαι ο υπέρμαχος της μνήμης και η μνήμη σκιάζεται και ζαρώνει όταν πας να της βάλεις χέρι.
Κι όχι σαν τη μιμόζα την αισχυντηλή.
Όχι. Δεν είναι από ντροπή που μαζεύει τα φύλλα της τα πυκνογραμμένα, δεν είναι από αιδημοσύνη που αλλάζει χρώματα και οσμή.
Είναι που δεν αντέχει την αυθάδειά σου. Και δεν μπορεί, επειδή έτσι το θέλεις εσύ, να γυμνώνεται από τις παλιές της αλήθειες ή να τις αλλάζει σαν φορεσιές, κάθε φορά που εσύ με άλλο ένδυμα τη χρειάζεσαι.
Και το «μη μου άπτου» της έχει νέο νόημα.
«Πορέψου με τα δέντρα που φύτεψες και με τα δέντρα που χάλασες» σαν να σου λέει. «Μη ζητάς να ζωντανέψεις το φανταστικό γιατί πάλι σε λάθος πίστη θα παραδοθείς, και με λάθος πίστη θα προδώσεις και θα προδοθείς. Εάλω η αγάπη σου για τον κόσμο και μη ζητάς τα δεκανίκια μου» σου φτύνει στα μούτρα και σου πασάρει βιβλία, τόνους βιβλία. Που άλλα τα λένε έτσι και άλλα αλλιώτικα.
Δύσκολο κι αβόλευτο ζώον η μνήμη.
Και πόσο, ―α! πόσο― της αρέσει να δαγκώνει μέχρι θανάτου τη νοσταλγία σου για τόπους, ιδέες και ανθρώπους που ρήμαξες, συνειδητά ή άθελά σου ή κι από άγνοια “αεί” παιδική, αν Έλληνας ή Ελληνίδα παινεύεσαι πως είσαι.
Ακόμα κι όταν ουρλιάζανε μέσα στ’ αυτί σου ―τόποι, ιδέες και άνθρωποι― «ουδείς εκών κακός» και «μη μου άπτου» και «εις οιωνός άριστος».
30 Μαΐου 2013

Σημ.1: Στην φωτογραφία: Μιμόζα η αισχυντηλή. Η Μιμόζα (επιστημονική ονομασία Mimoza pudica = Μιμόζα η αισχυντηλή (ντροπαλή), γνωστή με την κοινή ονομασία “μη μου άπτου” (μη με εγγίζεις // noli me tangere).

Σημ.2: Προμνημονεύω (Αε) μνημονεύω από πριν.


Σημ.3: Προμνάμων, ονος (ο). Αρχαίον αξίωμα εν Στυμφάλω της Αρκαδίας και εν Ακαρνανία, με τον ιεροπόλον και τον γραμματέα της βουλής του κοινού των Ακαρνάνων (166-147 π.Χ.) αναγραφόμενον εις τα επίσημα ψηφίσματα. Ο προμνάμων προήδρευε τετραμελούς σώματας, ου τα άλλα μέλη εκαλούντο συμπρομνάμονες. (Α.Σ.Α., Απ. Αρβανιτοπουλος, Καθηγητής της Αρχαιολογίας εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΚΟΝ “ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ”, ΑΘΗΝΑΙ, 1930)


επικοινωνείστε:kostimak@otenet.gr

 

 
 
 


SHARE
RELATED POSTS
Μάθε να φεύγεις, του Μάνου Στεφανίδη
Οι κουτσομπόλες, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Ερωτήματα ενός αφελούς πιστού ή, ενός πονηρού απίστου, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.