Και αναφερόταν σε όλα τα καθίκια, με δημοκρατική δικαιοσύνη.
Θυμάμαι και τα παράσημα του παππού από παλιότερο πόλεμο.
Εθελοντής είχε πάει… Να μεγαλώσει την Ελλάδα. Την μεγάλωσε αλλά μετά φτώχυνε γιατί του φάγανε το Φαρμακείο οι απόλεμοι και δεν είχε να πάρει ένα παιχνίδι στα εγγόνια του και μας έφτιαχνε τρενάκια από σπιρτόκουτα.
Και τον μισότυφλο και σιωπηλό πατέρα της θείας Β., που ήταν στρατηγός στο βουνό. Από Αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, πού να πάει όταν έσπασε το μέτωπο και μπήκαν οι Γερμανοί Ναζί; Με τους αντάρτες πήγε ο δημοκράτης… Με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Και τη γιαγιά να βλέπει Ξανθόπουλο, μετά, και να κλαίει. Κι ας της είχε πει ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, πριν από αμνημόνευτα χρόνια, να μην αφήσει την πένα της να ξεραθεί. Τελικά όχι μόνο την άφησε να ξεραθεί αλλά έβλεπε και Ξανθόπουλο, εκείνη η “λογία”, και έκλαιγε με τις ταλαιπωρίες των προσφύγων και τις αγάπες τις πονεμένες των απλών ανθρώπων.
Κι ας τη δουλεύαμε όλοι και κυρίως η κόρη της, η μαμά μας, που και κείνη όμως όλο και κάποια υγρασία την είχε κάτι τέτοιες μέρες.
Κάτι με τη Βέμπο, κάτι για το “σύρμα” και τη Μέση Ανατολή ο μπαμπάς, κάτι για τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους στην Αθήνα η μαμά. Που είχαν μαζευτεί οι Αθηναίοι να τους δούνε και –ίσως– να χλευάσουν την περηφάνια του Ντούτσε.
Αλλά μόλις είδαν την φάτσα τους (ούνα φάτσα, ούνα ράτσα…) τους έπιασε όλους εκεί το πονετικό τους και τους κερνούσανε νερό, ψωμί, σοκολάτες.
“Κάποια μάνα θα κλαίει και γι’ αυτούς…” λέγανε εκείνοι που μπορεί μέσα στην επόμενη χρονιά να πεθαίνανε από την πείνα.
“Και τα φανταράκια, τα Ιταλάκια, να στέλνουνε –μ’ όλο τους το χάλι– φιλιά στις όμορφες νέες Αθηναίες και να λένε “γκράτσιε” και “μπέλα Γκρέτσια” και να κλαίμε όλοι” όπως έλεγε η μαμά.
Δεν εορτάζω όμως την νίκη τη μικρή που την ακολούθησε μια ήττα μεγάλη και πανάκριβη (και τότε και μετά) και δεν δέχομαι επισκέψεις.
Αλλά τη σημαία τη βάζω κάθε χρόνο στο μπαλκόνι.
Δεν είμαι δα και κάνας χουντικός, κάνας φασίστας ή ναζί για να την αφήσω αγιόρταστη, τέτοια μέρα, αυτή τη σημαία που σήκωνε ο παππούς μου κι ο προπάππος μου κι ο πατέρας μου.
Την ίδια σημαία που κρατούσαν οι Αθηναίες και οι Αθηναίοι όταν υποδέχτηκαν τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους με ψωμιά και σοκολάτες.
Κι ας μην έχω σοβαρό λόγο να γιορτάζω εγώ σήμερα.