Το γεγονός ότι ο Ζουλφί Λιβανελί είναι ένας από τους πιο διάσημους Τούρκους συνθέτες είναι λίγο – πολύ γνωστό.
Πριν από αρκετά χρόνια συνεργάστηκε και με τον δικό μας Μίκη Θεοδωράκη σε μια σειρά συναυλιών και κυκλοφόρησε ένας δίσκος με δικές του μουσικές, σε ελληνικούς στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη.
Δικά του τραγούδια έχουν ερμηνεύσει μεταξύ άλλων η Joan Baez, η Μaria del Mar Bonet, o Udo Lindenberg και πολλοί άλλοι. Είναι, δηλαδή, ο συνθέτης που έβγαλε την τουρκική μουσική έξω από τα σύνορα της χώρας του. Είναι γνωστό επίσης, ότι εδώ και κάποια χρόνια, από το 1997 συγκεκριμένα, γράφει μυθιστορήματα, που και αυτά με τη σειρά τους, έχουν ξεπεράσει τα σύνορα της Τουρκίας και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα ισπανικά, στα γερμανικά, στα ιταλικά, στα κορεατικά και στα ελληνικά. Ήταν το 2006 όταν διάβασα το μυθιστόρημά του “Το σπίτι στο Βόσπορο” και με συνεπήρε με τον τρόπο γραφής του,την τρυφερότητα που έβγαινε μέσα από τις γραμμές του βιβλίου του την νοσταλγία για μια εποχή που πέρασε.
Ξεκινώντας να διαβάζω το Οτελ Κονσταντίνιγιε, διαπίστωσα πολύ γρήγορα ότι το ένα βιβλίο με το άλλο δεν έχει καμία σχέση. Εδώ, ο Λιβανελί επιχειρεί με απόλυτη επιτυχία και κάνει μια πολιτικοκοινωνική τομή στη σημερινή Τουρκία που σε αφήνει κατάπληκτο. Με αφορμή τα εγκαίνια του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου “Κονσταντινιγέ” [όπως ονόμαζαν επί αιώνες οι Οθωμανοί και ο αραβικός κόσμος την Κωνσταντινούπολη]-παρεπιπτόντως το ξενοδοχείο είναι κτισμένο πάνω στα ερείπια ενός Βυζαντινού ανακτόρου-παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου οι πάντες.
Από τον βαθύπλουτο ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου και τον εκατομυριούχο Ρώσο μεγιστάνα και συνέταιρό του, μέχρι οι σερβιτόροι και το υπόλοιπο προσωπικό του. Από τους “επίσημους” καλεσμένους, που είναι από τον Πατριάρχη και τον Αμερικανό πρέσβη, τους πολύ πλούσιους σημερινούς επιχειρηματίες της Τουρκίας-που, σημειωτέον,συνεργάζονται με το καθεστώς και του οφείλουν και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους. Δημοσιογράφοι, σταρ της τηλεόρασης, πανεπιστημιακοί. O καθένας από αυτούς έχει να μας πει και μια δική του ιστορία. Για το πως βρέθηκε σε αυτό το τραπέζι, για το πώς βρέθηκε στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση που είναι σήμερα.
Όλες αυτές οι ιστορίες δένονται μεταξύ τους με μαεστρία και μας δίνουν μια εικόνα του οικονομικού-πολιτικού προσώπου της Τουρκίας σήμερα. Που, παρεπιπτόντως, μοιάζει πολύ με το αντίστοιχο της Ελλάδας. “Με τον καιρό ο Σαμπάν συνήθισε στην πόλη. Στην θέση του αυθαίρετου ανέβασε λαθραία ορόφους και κάτω άνοιξε μαγαζί. Έγινε οπαδός ενός κόμματος, μαζί με τους συγγενείς του, οπότε είχε προστασία. Δεν κοίταζε πια με συστολή τους κατοίκους της πόλης όπου ζούσε. Είχε πιάσει λεφτά στα χέρια του”, γράφει σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας.
Και σε ένα άλλο “Έχει ένα θέμα με το μέτρο αυτός ο λαός. Οι διπλωμάτες που υπηρετούν στη χώρα λένε: “Οι Τουρκοι δαγκώνουν μπουκιά πολύ μεγαλύτερη από ότι μπορούν να μασήσουν”. Ο πρωθυπουργός τους είναι ο μεγαλύτερος ηγέτης του κόσμου, η οικονομία τους μια οικονομία που προκαλεί θαυμασμό στους πάντες. Η ιστορία τους μεγαλειώδης όσο κανενός άλλου λαού. Η σεξουαλική Ρώμη των αντρών τους επιβλητική τόσο ώστε να τους ερωτεύονται όλες οι γυναίκες της Δύσης.
Η εντιμότητά τους τέτοια σε βαθμό που να σε κάνει να δακρύζεις. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, δεν επαρκεί για να εξηγήσει πως μια χώρα με τέτοια πληθώρα έντιμων ανθρώπων κατέχει υψηλότατη θέση στον παγκόσμιο στίβο της διαφθοράς. Αφού όποιος κι αν ερωτηθεί θα απαντήσει ότι είναι έντιμος και ηθικός, τις παρανομίες στη χώρα μάλλον τις κάνουν οι μικροί πράσινοι άνθρωποι που έρχονται από τον Αρη”. Ξεκάθαρη θέση του Λιβανελί για την σημερινή Τουρκία, που, αν θυμίζει στον Ελληνα αναγνώστη κάτι από τα δικά μας, δεν πέφτει και πολύ έξω. Η κριτική του συγγραφέα στο σημερινό πρόσωπο της πατρίδας του είναι ξεκάθαρη. Ακόμα κι αν ξέρει πως πιθανότατα αυτά που γράφει δεν τον κάνουν αρεστό. Αλλά έχει ξεκαθαρίσει με τον εαυτό του ότι θέλει να πει την δική του αλήθεια. “Το 1847 απαγορεύτηκε το δουλεμπόριο, καταργήθηκε το σκλαβοπάζαρο, αλλά η δουλεία συνεχίστηκε λαθραία. Κράτησε έτσι για τουλάχιστον πενήντα χρόνια. Ύστερα μειώθηκε. Πέρασε πολύς καιρός από τότε.Το δουλεμπόριο ξαναξύπνησε σαν βρυκόλακας, πρώτα με τις κοπέλες από τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Μολδαβία και αργότερα με τους πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες που μετακινήθηκαν από τη Συρία στη χώρα.
Οι Τούρκοι άντρες πήραν τα μικρά κορίτσια που ζούσαν στους καταυλισμούς, άλλοτε χωρίς γάμο, τις έκαναν δεύτερες και τρίτες συζύγους τους. Αυτές οι καινούργιες νύφες συνήθως ήταν μικρότερες από τα παιδιά τους. Ο μέσος όρος της ηλικίας κατέβαινε ως και στα δέκα χρόνια. Ύστερα κάποιοι από ανάμεσά τους έφεραν αυτά τα παιδιά στην Ισταμπούλ και άρχισαν να τα παζαρεύουν. Οικογένειες που ήταν σε απόγνωση είτε πουλούσαν τα παιδιά τους είτε τους τα άρπαζαν με το ζόρι. Η ιστορία επαναλαμβανόταν άλλη μιά φορά στην Ισταμπούλ, νέες γυναίκες στα περίχωρα του βυζαντινού Φόρου του Ταύρου να πωλούνται στους άντρες ως σκλάβες”. Για σήμερα μιλάει ο Λιβανελί και θέλει πολύ θάρρος να τα γράψεις αυτά σήμερα στην Τουρκία. “Την μέρα εκείνη, στην Τουρκική Δημοκρατία, που μόνο μέσα στο 2014 μετρούσε 294 φόνους γυναικών, είχε προστεθεί ένας ακόμα φόνος”.
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο Λιβανελί δεν έχει γράψει ένα ακόμα μυθιστόρημα που έχει φόντο την εξωτική Ισταμπούλ. Σκίζει την κουρτίνα του εξωτισμού της Ανατολής και γράφει ένα σπουδαίο βιβλίο που ανατέμνει την σημερινή Τουρκία.
Στο φόντο, βέβαια, πρωταγωνίστρια παραμένει η Ισταμπούλ, ή Κονσταντινιγέ ή Κωνσταντινούπολη, που είναι μιά πόλη διαφορετική από τις άλλες. “Σε όλες τις άλλες πόλεις ένας και μόνο πολισμός είναι κυρίαρχος, ενώ εδώ η παγκόσμια ιστορία είναι στοιβαγμένη σε στρώματα, το ένα πάνω στο άλλο. Παγανιστικό, εβραϊκό, ορθόδοξο, καθολικό, ισλαμικό. Το ήξερες ότι κάποτε στους δρόμους αυτής της πόλης ομιλούνταν τριάντα εννέα γλώσσες συγχρόνως;”
Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.