Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Καλοκαιρινή βραδιά, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Ο ήλιος, μόλις και μετά βίας συγκρατεί την κούρασή του οδεύοντας προς ‘ανάπαυση’. Οι γυναίκες με τα αρώματα τους, τις ηλιοψημένες τους πλάτες και τα μαυρισμένα τους σαν τσιγγάνες πρόσωπα, βγαίνουν στην παραλιακή για την καθιερωμένη τους βόλτα, για ν’ απολαύσουν ένα παγωτό, να χαρούν την ξενοιασιά, να ‘εκμεταλλευτούν’ τις λίγες ημέρες διακοπών που τους απέμειναν, πριν τις ‘ρουφήξουν’ οι μεγαλουπόλεις.

Έτσι και κάνεις το λάθος να διασχίσεις με το αυτοκίνητο δρόμο που να οδηγεί προς την παραλία, σίγουρα θα τα βρεις ‘σκούρα’ λόγω πυκνής κίνησης πεζών που είτε ψωνίζουν στα καταστήματα τα οποία παραμένουν ανοικτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες είτε τα ζευγαράκια αγκαλιασμένα ζουν τον έρωτά τους. Μόλις και μετά από πολύ προσπάθεια κατόρθωσα να περάσω με το αυτοκίνητο πολλές τέτοιες αγκαλιασμένες παρέες, χωρίς να λάβω υπόψη μου και τη συναυλία που γνωστός καλλιτέχνης είχε προγραμματίσει για ‘κείνη τη βραδιά, αλλά πάνω από όλα ‘υπεύθυνος’ είναι ο πλοηγός ο οποίος πάντα επιλέγει τη συντομοτέρα διαδρομή για όπου κι αν προορίζεσαι να πας.

Κι αφού μετά από ιώβεια υπομονή διέσχισα αυτό το πλήθος, βγήκα στο ‘ξέφωτο’, στην άλλη άκρη του δρόμου με προορισμό ένα ταβερνάκι στο οποίο με περίμεναν φίλοι και μάλιστα από τα γυμνασιακά μου χρόνια οι περισσότεροι. Μεταξύ του άκρου της παραλιακής και του τελικού μου προορισμού – μια απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων – συνάντησα μια παρέα από δεκαπεντάχρονα παιδιά, αγόρια και κορίτσια να έχουν καταλάβει σχεδόν όλο το οδόστρωμα, να χειρονομούν λες και διηύθυναν ορχήστρα, να τραγουδούν δυνατά άλλοτε διαφωνώντας, άλλοτε συμφωνώντας με γέλια και χοροπηδήματα. Για πού προορίζονταν, δεν ρώτησα. Πλησιάζοντάς τα πάντως, που παραχώρησαν ευγενικά μέρος να περάσω, κι αφού σχεδόν απομακρυνόμουν, ένα μακρόσυρτο ‘Καλησπέρα σας…’ με συνόδευσε, ανταποδίδοντας το κι εγώ με ένα χαμόγελο, πλήρως ικανοποιημένος από όλη την ξενοιασιά, τα νιάτα και την ομορφιά τους που ζωγραφισμένη πρόφθασα να δω στα πρόσωπά τους. Καθ’ οδόν, έκανα τη σκέψη ότι ίσως πήγαιναν να αράξουν στη διπλανή μικρή παραλία, που ούτε φώτα διαθέτει και τα βράχια είναι η ομορφιά της, για ν’ αγαπηθούν ή να ξαπλώσουν εκεί περνώντας τη νύχτα τους. Όπως και να έχουν πάντως τα πράγματα, αυτά τα παιδιά με τα μακριά μαλλιά και τα αεικίνητα χέρια απαλλαγμένα από κινητά και προοριζόμενα για τον/την φίλη τους για αγκαλιές, είναι παιδιά ελεύθερα με βλέμματα καθαρά, παιδιά που ζουν τον έρωτα για ζωή, ρουφώντας την μέχρι την τελευταία σταγόνα της.           

SHARE
RELATED POSTS
Το αλκοόλ των Ουρανών, του Μάνου Στεφανίδη
Σκέψεις προσωπικές…, της Νάσιας Στουραΐτη
Ο καλύτερος μου εαυτός βγαίνει όταν…, της Ωραιοζήλης-Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.