Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Καλοκαίρια στου Ψυρρή, του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

Κωστής Α.Μακρής: Είναι ζωγράφος-γραφίστας και συγγραφέας και ασχολείται με το έντυπο, το κείμενο, τη διαφήμιση και την οπτική και λεκτική επικοινωνία.

Κωστής Μακρής

Αν θέλω ένα παράξενο, σπάνιο ή πολύ εξειδικευμένο εργαλείο, θα πάω στο κέντρο της Αθήνας. 

Αν θέλω ασυνήθιστα υλικά (κερί μέλισσας, κουνελόκολλα, ειδικές μπογιές κ.ά.) που δεν τα βρίσκω στα γειτονικά μου ειδικά καταστήματα ή στα σούπερ-μάρκετ, θα πάω στο κέντρο της Αθήνας. 

Αν θέλω υλικά συσκευασίας, σπάγγους, σχοινιά και άλλα παρόμοια, θα πάω στο κέντρο της Αθήνας, Πολυκλείτου 6, στο κατάστημα του φίλου Ματθαίου Μανσόλα. Από εκεί ―τότε το μαγαζί ήταν του πατέρα τού Ματθαίου, του Τηλέμαχου Μανσόλα― ψώνιζε και ο πατέρας μου λάστιχα, σπάγγους, ταινίες αυτοκόλλητες και άλλα. 

Αν θέλω ποντικοπαγίδα θα πάω στο κέντρο της Αθήνας. Κοντά στο Μοναστηράκι, στην οδό Αθηνάς, κοντά στου Ψυρρή. 

Και επειδή γουστάρω τις βόλτες σ’ αυτή τη γειτονιά, όποτε πάω εκεί κοντά, θα καθίσω σ’ ένα καφενείο και θα πιω κι ένα καφεδάκι, χαζεύοντας τα πέριξ. 

Έτσι έκανα και πολύ πρόσφατα. Αφορμή ήταν η αγορά ποντικοπαγίδας (κλουβί) επειδή είχαμε κάποιες ανεπιθύμητες επισκέψεις που άφηναν μικρά ποντικοκούραδα ως επισκεπτήρια. 

Καθόμουν και έπινα τον καφέ μου (στην οδό Ναυάρχου Αποστόλη) και ήμουν ο μόνος Έλληνας πελάτης στο καφενείο. 

Δυο βήματα από εκεί, σε μια στοά μεταξύ των οδών Ήβης και Λεωκορίου, ήταν μέχρι πριν από σχεδόν μισό αιώνα το μικρό τυπογραφείο τού πατέρα μου. 

Τα καλοκαίρια, ο αδερφός μου κι εγώ, πηγαίναμε στο τυπογραφείο για να βοηθήσουμε ―υποτίθεται― τον πατέρα μας. Δεν ξέρω τι σόι βοήθεια δίναμε αλλά μάθαμε να σκουπίζουμε, να ρίχουμε πριονίδι κοντά στις μηχανές για να μην γλιστράμε στα λάδια (μετά το λάδωμα κάθε Σάββατο), να κουβαλάμε χαρτιά και να φτιάχνουμε μικροδέματα, ετικεττών και άλλων μικρών εντύπων, με τα λαστιχάκια που έπαιρνε ο πατέρας μου από το μαγαζί του Τηλέμαχου Μανσόλα που ανέφερα πιο πάνω. 

Τότε μέναμε κοντά στον Άγιο Νικόλαο Αχαρνών. Ξεκινούσαμε το πρωί με τον μπαμπά. Εκείνος πάντα με κοστούμι και γραβάτα διότι ακόμα κι αν χειριζόταν τις μηχανές, το έκανε κοστουμαρισμένος κι ας φώναζε η μαμά μας ότι δεν έχει αφήσει πουκάμισο χωρίς λαδιές ή μελανιές. Παίρναμε τον Ηλεκτρικό και κατεβαίναμε Θησείο. Πρώτη δουλειά ήταν να μας πάρει ο μπαμπάς φρέσκα κουλούρια Θεσσαλονίκης από έναν φούρνο στην Οδό Λεπενιώτου. Τραγανά, φρέσκα, ξεροψημμένα αλλά όχι παξιμάδια, με μυρωδάτο σουσάμι. Από τότε τα λάτρεψα! Μετά πηγαίναμε στο τυπογραφείο μέσα στη στοά. Ο μπαμπάς καλημέριζε όλους τους επαγγελματίες γείτονες κι εκείνοι του ανταπέδιδαν την καθημερινή ευχή. Δίπλα στο τυπογραφείο μας ήταν το εργαστήριο ενός λουστραδόρου επίπλων με τη μυρωδιά του βερνικιού να απλώνεται στη στοά και έναν ηλικιωμένο άνθρωπο (όλοι ηλικιωμένοι μού φαινόντουσαν τότε) να τρίβει με ψιλό γυαλόχαρτο (ντουκόχαρτο) τα έπιπλα που ήταν για βερνίκωμα με το πιστόλι. Τα χέρια του ήταν άσπρα από την πούδρα που άφηνε το τρίψιμο των επίπλων και το χαμόγελό του όταν τον καλημερίζαμε ήταν αυθεντικά λαμπερό. Πιο δίπλα ήταν ένα εργαστήριο κατασκευής καθρεφτών. Γυαλιά διπλοτριπλοπλυμένα, στρωμένα στη μια τους όψη με υδράργυρο (δεν ήξερα τότε πόσο βλαβερός είναι ο υδράργυρος) και πάνω από τον υδράργυρο μια καφεκόκκινη ουσία, μια πάστα προστατευτική, που περίμενε να στεγνώσει πάνω σε κάτι ξύλινες σχάρες, μέσα στην στοά. 

Μέσα στο τυπογραφείο άλλες μυρωδιές. Χαρτί, μελάνι, πετρέλαιο, λάδι μηχανής. Και ήχοι, θόρυβοι, κρότοι από τις μηχανές που ρουφάγανε, πιάνανε χαρτί, ξεφυσάγανε, γυρίζανε, αφήνανε για λίγο το χαρτί, ―γκντουπ― τυπώνανε και ξαναπιάνανε το χαρτί για να το αποθέσουν τυπωμένο στη θέση του. Κατά τις 11 με 12 το μεσημέρι, ήταν η ώρα για το κολατσιό. Τρία άτομα ήταν το προσωπικό του τυπογραφείου. Ο μπαμπάς, που έκανε και τις μακέτες αλλά ήξερε και να τυπώνει, ο τεχνίτης τυπογράφος και μια κοπέλα ως γραμματέας, τηλεφωνήτρια και άνθρωπος για εξωτερικές εργασίες. Κι εμείς, βοηθοί των βοηθών. «Πεταγόμασταν», εμείς, τα παιδιά, να πάρουμε από έναν κοντινό φούρνο ή τυροπιτάδικο καμιά τυρόπιτα μεγέθους βιβλίου τσέπης ή ―το καλύτερό μου― σάντουιτς φτιαγμένο με μισή μπαγκέτα και γέμιση ομελέτα με κασέρι. Το κολατσιό ―για όλους― ήταν προσφορά της επιχείρησης.

Μετά τις 2:30 μ.μ. ή 3:00 μ.μ., ήταν η ώρα που ο μπαμπάς μας κι εμείς θα γυρίζαμε στο σπίτι να φάμε το μεσημεριανό. Ο μπαμπάς, μετά το φαγητό,  έριχνε έναν υπνάκο στον καναπέ με την εφημερίδα ανοιχτή πάνω από το κεφάλι του, και μερικές φορές πήγαινε και το απόγευμα στο τυπογραφείο ή σε ραντεβού με πελάτες. 

Μερικές φορές είχα κουβαλήσει καρότσι στους δρόμους γύρω από του Ψυρρή. Όταν χρειαζόταν να μεταφέρουμε τυπωμένα αλλά όχι ακόμα κολλημένα κουτιά στους «κουτάδες». Ήταν οι επαγγελματίες που κολλάγανε κουτιά με το χέρι και πληρωνόντουσαν με τη χιλιάδα. Μια τεχνική που την έμαθα κι εγώ καλά και έβγαζα ―αρκετά αργότερα― χαρτζιλίκι κολλώντας κουτιά (σε καλύτερη τιμή από τους «κουτάδες») για την επιχείρησή μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο είχα βγάλει κάποια χρήματα για διακοπές, βιβλία και εργαλεία με τα οποία ―και τα βιβλία και τα εργαλεία― είχα μανία από μικρός.

Όταν κουβαλούσα το καρότσι με τα κουτιά στους δρόμους γύρω από το Θησείο και το Μοναστηράκι, ντρεπόμουνα. Παρίστανα όμως τον πολύ περήφανο και καμαρωτό. Είχα διαβάσει και τον Τομ Σόγιερ (του Μαρκ Τουέιν), που είχε μετατρέψει την τιμωρία του ασπρίσματος του φράχτη της θείας του σε ζηλευτό προνόμιο ως προς τους φίλους του που τον κορόιδευαν, καταφέρνοντας να τους κάνει να τον πληρώνουν για να βάψουν κι εκείνοι λίγο. Έτσι κι εγώ. Μέσα μου έλεγα ότι εμένα που με βλέπετε να σέρνω καρότσι στους δρόμους του Ψυρρή, δεν είμαι κανένας τυχαίος! Δεν είμαι ένα δυστυχισμένο βιοπαλαιστάκι όπως αυτά που βλέπετε στις ελληνικές ταινίες ή στο «Χαμίνι» με τον Σαρλώ. Το κάνω από επιλογή, διότι το θέλω, μου αρέσει και έτσι προσφέρω στην οικογενειακή μας επιχείρηση· και αυτό είναι μια τιμή, μια τύχη και ένα προνόμιο που δεν το έχουν πολλοί. 

Είχε φτάσει σχεδόν 12 το μεσημέρι όταν τέλειωσα τον καφέ μου στην Ναυάρχου Αποστόλη. Ένα ταξί σταμάτησε και κατέβασε τρεις τουρίστριες με τις αποσκευές τους. Ο ταξιτζής τους εξηγούσε με την διεθνή νοηματική και λίγα αγγλικά πού ακριβώς πρέπει να πάνε. Κοίταξα τον καλοκαιρινό ουρανό μέσα από τις πρασινάδες. Κοίταξα και το κτίριο απέναντι. Σηκώθηκα να φύγω.

Δεν ένιωσα νοσταλγία. 

Χαρά ένιωσα. 

Που τόσα χρόνια μετά, τα καλοκαίρια στου Ψυρρή, το καρότσι με τα ακόλλητα κουτιά, το φρέσκο κουλούρι, η μυρωδιά του χαρτιού και του μελανιού, το σάντουιτς με την ομελέτα και το κασέρι, οι καλημέρες των γειτόνων, όλα αυτά έχουν ζυμωθεί μέσα μου με κάτι τόσο απροσδιόριστο και δύσκολο να οριστεί όπως η αγάπη για έναν τόπο που και πατρίδα τον λες, και παιδικά χρόνια και μέλλον καλό που ελπίζεις να το ζήσεις. Όσο θέλει η τύχη, ο καιρός και κάτι άλλο που δεν ξέρω πώς να το πω.

Κωστής Α. Μακρής

19 Ιουλίου 2023

SHARE
RELATED POSTS
Ο Στάθης . . ., του Δημήτρη Κατσούλα
Μνημόσυνο, του Μάνου Στεφανίδη
Υπάρχει πιστή γυναίκα;, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.