Πόρτα στην Ιστορία

Η τραγωδία της Τριπολιτσάς, Σεπτέμβριος 1821 (Μέρος δ’), της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Spread the love

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

27294531_2108761429164511_1219004466_n.jpg

Φίλες και φίλοι,

Στη δεύτερη συνάντηση τού Αλβανού Ελμάζ μπέη με τους αρχηγούς των Ελλήνων, ήταν παρούσα και η Μπουμπουλίνα, η οποία άφησε τα πλοία της στο Ναύπλιο και πήγε ως την Τρίπολη με μια ομάδα ανδρών της. Ο Ελμάζ αναφέρθηκε και πάλι στη διάσωση του χαρεμιού του Χουρσίτ Πασά, αλλά μετά τις αντιρρήσεις της ελληνικής πλευράς, συμφώνησε να πραγματοποιήσει έξοδο των Αλβανών στις 22 Σεπτεμβρίου, με όλα τους τα όπλα και τα πολύτιμα πράγματά τους και υποσχέθηκε να μη στραφεί ξανά εναντίον των Ελλήνων.

Αυτή η επαναληπτική κίνηση του Αλβανού μπέη προκάλεσε πανικό στους Τούρκους πολίτες της πόλης. Το ίδιο βράδυ βγήκαν από τα τείχη πολλοί πλούσιοι Εβραίοι και Τούρκοι και πήγαν στις σκηνές των Ελλήνων αρχηγών, γυρεύοντας προστασία. Και τότε, άρχισαν οι συναλλαγές που γέμισαν με πλούτη τη Μπουμπουλίνα, τον Κολοκοτρώνη, τον Μαυρομιχάλη και άλλους. Οι πολιορκημένοι, τρέμοντας για τη ζωή τους και τις ζωές των μελών των οικογενειών τους, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να εξαγοράσουν με τεράστια ποσά ένα υποτυπώδες καταφύγιο στο ελληνικό στρατόπεδο. Οι συνεννοήσεις γίνονταν με το φως της ημέρας και όταν έπεφτε το σκοτάδι, υποζύγια φορτωμένα με ασήμι και πολύτιμα αντικείμενα έβγαιναν από την πόλη και κατέληγαν στις σκηνές των καπεταναίων.

Στην ουσία ο πόλεμος είχε σταματήσει, πολιορκία δεν υπήρχε. Μέσα στην πόλη, εκτός από τους Έλληνες που είχαν αρχίσει να πηγαινοέρχονται, υπήρχαν και οι όμηροι, όπως ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος, που είχαν δοθεί στους Αλβανούς ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας.

Ο Raybaud σχολιάζει άσχημα αυτές τις συμπεριφορές, δεν αντιλαμβάνεται πώς γίνεται να είναι κανείς από τη μια ιδιοτελής και ορκισμένος να πολεμήσει για την ελευθερία, και από την άλλη να μετατρέπεται σε αρπακτικό, παραβλέποντας την αναζήτηση με κάθε μέσον πόρων για τη διατήρηση των ανδρών και των αναγκαίων πυρομαχικών, αφού ο κάθε καπετάνιος έπρεπε να τα εξασφαλίζει για τους δικούς του, έχοντας ήδη ξοδέψει τη δική του περιουσία.

Δεν άργησε να επέλθει ρήξη στις σχέσεις Τούρκων-Αλβανών, τουφεκιές έπεφταν μέσα από τα τείχη, ενώ οι Έλληνες περίμεναν ανυπόμονα να εξέλθουν οι Αλβανοί- όπως είχε συμφωνηθεί- για να ορμήσουν εκείνοι, έτοιμοι να εκδικηθούν για όσα είχαν γίνει ως εκείνη τη στιγμή από τους Τούρκους, (σφαγές στη Σμύρνη, στην Πόλη, στην Έφεσο, στο Αϊβαλί), να πάρουν το αίμα και τις ταπεινώσεις αιώνων πίσω, εκείνη ακριβώς την ώρα. Τίποτε και κανένας δεν είχε τη δύναμη να σταματήσει το ποτάμι της απύθμενης οργής τους.

Ξημέρωσε η Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου 1821, μια ηλιόλουστη και πολύ ζεστή μέρα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, σιωπή επικρατούσε και κάποιοι έτρωγαν κάτι πρόχειρο. Άξαφνα, φωνές αντήχησαν: «Ρεσάλτο! Ρεσάλτο!» Έλληνες πηδούσαν στα τείχη χωρίς να βρίσκουν αντίσταση. Το κανόνι άρχισε να ρίχνει εναντίον της πόλης, εκρήξεις, πυκνός καπνός παντού και οι στρατιώτες ορμούσαν ακάθεκτοι…

Ο Ι.Φιλήμων ιστορεί πώς ξεκίνησε η έφοδος: «Όλα άρχισαν από τη φιλία του Μανώλη Δούνια (ενός Τσάκωνα) με έναν Τούρκο πυροβολητή. Την 22η Σεπτεμβρίου τού έδωσε ψωμί και υποσχέθηκε ότι θα τον έσωζε. Την επομένη, ο Τούρκος ανέβασε τον Δούνια και δύο συντρόφους του στην ντάπια. “ Τη ώρα εκείνη οι άλλοι τηλεβολισταί Τούρκοι έλειπον εκείθεν, και εκ ταύτης ο Δούνιας, ωφελούμενος της ευκαιρίας, συνέλαβε τον φίλον αυτού Τούρκον, και δια του σημείου της χειρός σημάνας εκάλεσε τους τυχόντας πλησίον Έλληνας… Αμέσως ο είς επί των ώμων του άλλου ανέβησαν μετά σπουδής το τείχος, περί τους πεντήκοντα, έστησαν επί των εκεί μεγάρων του Μουσταφά βεγή την σημαίαν και ήνοιξαν την πύλην της Ναυπλίας”(εννοεί την πύλη που οδηγούσε στο Ναύπλιο).

Ένας αγωνιστής, ο φροντιστής Αναγνώστης Λυμπερόπουλος ή Χασαμπασιώτης, που μπήκε από τους πρώτους στην Τρίπολη, έχει διαφορετική άποψη. Γράφει ο Γιάννης Αναπλιώτης στα «Απομνημονεύματα Κωνσταντή Λυμπεροπούλου, μετά βιογραφίας του Αναγνώστη Λ. Λυμπεροπούλου, φροντιστού του Αγώνος και πατρός του Κωνσταντή»:

«…Οι Οθωμανοί εκάλουν εις τας επάλξεις τους φίλους των, οίτινες επλεόνασαν των Οθωμανών φυλάκων, και ιδόντες πλειοτέρους τους Έλληνες ανεχώρησαν και άφησαν τους Έλληνες κυρίους αυτής, τους οποίους προτρέψαντες οι κάτω του φρουρίου Έλληνες, να ανοίξουν την πόρταν του φρουρίου και σπεύσαντες να ανοίξωσιν υπέφεραν πολύ, ώστε να σπάσουν τους μοχλούς και κλείθρα της θύρας. Άμα η πόρτα ηνεώχθη, πάραυτα οι Έλληνες ώρμησαν εντός της πόλεως άνευ της αδείας των αρχηγών των. Τότε ο φροντιστής Α. Λυμπερόπουλος, έχων και τον Π.Κεφάλαν με άλλους 16 οπλίτας, ο οποίος Κεφάλας έλεγεν “θα με σκοτώσουν Αναγνώστη” και ούτος τού είπε να μη φοβήται  “διότι ξεύρω τους δρόμους”. Και ούτως επήγαν από δρόμον και δεν έπεσεν κατ’ αυτών ουδέν όπλον, ώστε όπου έφθασαν εις τα σπίτια του δεφτέρ Κεχαγιά εντός των οποίων ήτον 85 οπλίται Οθωμανοί. Άμα έφθασαν εις την θύραν εκτύπησεν αυτήν ο Χασαμπασιώτης και τού είπον από έσωθεν ποίος είναι και τους είπεν “εγώ είμαι ο Αναγνώστης από τον Χασάνπασα και ήλθα να σας φυλάξω”. Και αμέσως άνοιξαν την θύραν και εισήλθαν 16 Έλληνες εν οίς και ο Κεφάλας. Και αμέσως ο Λυμπερόπουλος εβγήκεν με λευκήν σημαίαν εις το παράθυρον και έλεγεν “Έλληνες είναι εδώ”.

Μέσα στην πόλη η κατάσταση ήταν απερίγραπτη: πτώματα αποσυντεθεμένα στους δρόμους, συμπλοκές παντού, εκπαραθυρώσεις, γκρεμίσματα οικιών, εκρήξεις, φωτιές που ξεπηδούσαν εδώ κι εκεί, άγρια ξεφωνητά, αίμα να ρέει. Αδέσποτα σκυλιά, με την πείνα να σχίζει τα σωθικά τους, ορμούσαν μετά τους επιτιθέμενους στα νεκρά κορμιά και τα κατάτρωγαν… Η φρίκη κυριαρχούσε.

Το σεράϊ του Χουρσίτ έπιασε φωτιά, οι γυναίκες κατατρομαγμένες οδηγήθηκαν από Αλβανούς στον Αναγνωσταρά, ο οποίος ανέλαβε την προστασία τους. Τις απομόνωσαν σε κάποιο σημείο του στρατοπέδου και αργότερα προστέθηκαν και κάποιοι Τούρκοι επίσημοι που βρέθηκαν στο σεράι. Ανάμεσά τους και ο μισητός Κεχαγιάμπεης. Παρά το μίσος που έτρεφαν όλοι οι Έλληνες γι’ αυτόν, κράτησαν μια αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και δεν τον λιντσάρησαν, παρά τίμησαν την συμφωνία του Κολοκοτρώνη να τον παραδώσει στους Αλβανούς.

Όταν μπήκαν στην Τρίπολη ο Κολοκοτρώνης με τον Γιατράκο έφιπποι, προσπάθησαν να συγκεντρώσουν τους στρατιώτες και να τους βγάλουν από την πόλη, αλλά στάθηκε αδύνατο. Ήταν όλοι τους μεθυσμένοι για λεηλασία και εκδίκηση. Επικρατούσε μόνον ο νόμος της καταστροφής και το σύνθημα της ολοκληρωτικής σφαγής.

Επί τρεις ημέρες οι Έλληνες συνέχιζαν ακάματοι να σφάζουν και να καίνε, να προβαίνουν σε αγριότητες, ώσπου να ημερέψουν οι ψυχές, ώσπου να μη μείνει κανένας εχθρός ζωντανός, μήτε Τούρκος μήτε Εβραίος.

Όταν ο Χουρσίτ έμαθε τι συνέβη στην Τρίπολη, βρισκόταν στη Λάρισα- ήδη σε δυσμένεια από τον σουλτάνο- και ενδιαφέρθηκε για το χαρέμι του, καταφέρνοντας να πετύχει την ανταλλαγή του. Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς, το χαρέμι έφθασε στη Λάρισα. Η εικόνα των περισσοτέρων- εγκυμονούσαν- εξόργισε τον Χουρσίτ. Έδωσε εντολή να τις κλείσουν σε σακιά και να τις πετάξουν στον Πηνειό. Ήταν η τελευταία φρικαλέα πράξη του. Το χαρέμι του, έχοντας γλυτώσει το εχθρικό μαχαίρι, βρήκε τον θάνατο από τον ίδιο.

Διαβάστε τα τρία μέρη που προηγήθηκαν

Η τραγωδία της Τριπολιτσάς, Σεπτέμβριος 1821 (Μέρος β’), της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

SHARE
RELATED POSTS
«Εν ταις ημέραις εκείναις…», του Νίκου Βασιλειάδη
Giannis Sideris
Οι Διστομίτες δεν χειροκρότησαν τη Ζωή, του Γιάννη Σιδέρη
Απαγορευμένα βιβλία και νέα…, του Κωστή Α.Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.