Ανοιχτή πόρτα Εικαστικά

Η θεατρικότητα του προσώπου και οι ιστορίες του βλέμματος, του Μάνου Στεφανίδη

Spread the love

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

( σκέψεις για ένα πείραμα )

Η τελική εκδοχή του έργου. Το οποίο έργο πέρασε αρκετές φάσεις δημιουργίας. Λίγο σαν πείραμα, λίγο σαν παιχνίδι…
Πρόκειται λοιπόν για ένα ομαδικό πορτρέτο φιλοτεχνημένο prima vista. Με 18 πόζες και 18 αντίστοιχες προσωπογραφίες στα όρια της ομοιότητας και της καρικατούρας. Σε 5 ώρες πάνω κάτω! Πίνοντας και τρώγοντας ενδιαμέσως. Δεν είναι και λίγο. Ούτε βέβαια και εύκολο.
Και ιδού το αποτέλεσμα. Πέρσι, τέτοιο καιρό, στο Dépôt της οδού Μπισκίνη, στου Ζωγράφου. Στο φιλόξενο εργαστήριο – εκθετήριο του Θοδωρή και της Μαρίας Αδαμόπουλου όπου γίνονταν – προ κορωνοϊού βέβαια – οι καλλιτεχνικές συγκεντρώσεις της Παρασκευής. Κάθε Παρασκευή. Με την κανονικότητα θεσμού. Ευχαριστούμεν όθεν και τους οικοδεσπότες και τον ερευνητικό κι ανήσυχο Εδουάρδο που είχε την υπομονή και την ευαισθησία να το φτιάξει. Κυρίως επανασυνδέοντας παλιές φιλίες που είχαν ατονήσει και συνάπτοντας καινούργιες. Ενεργοποιώντας διαδραστικές και αμφίπλευρες ασκήσεις του βλέμματος. Ποιός κοιτάζει ποιόν, πώς και γιατί. Επειδή περί αυτού πρόκειται…

Μεγάλο υστερόγραφο: Είναι πολύ ενδιαφέρον να δεις την επόμενη ημέρα την σημασία ενός πράγματος που ξεκίνησε χτες σαν πλάκα.

Ο Σακαγιάν φιλοτεχνεί εδώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα ομαδικό πορτρέτο alla prima. Δηλαδή μια κι έξω. Χωρίς προσχέδια. Όχι όμως με φανταστικά όπως είναι η συνήθης δουλειά του, δηλαδή μία εξερεύνηση του πλήθους, αλλά με υπαρκτά πρόσωπα.

Τα μοντέλα, η συγκεκριμένη παρέα των φιλότεχνων και ζωγράφων στου Ζωγράφου, σχεδιάζονται ανφάς, που θα πει ολοπρόσωπα, έκθετα ή και “αθώα”, χωρίς προοπτικό βάθος, που θα πει επάλληλα, ισότιμα κλπ. σε μια προζωγραφισμένη επιφάνεια, δια της οποίας θα κατοχυρωθεί η απόλυτη δημοκρατία της εικόνας. Ένας συνδυασμός readymade και παραστατικού tachisme.

Άρα εδώ, πάνω από όλα, έχουμε το ειρωνικό σχόλιο ενός αδιαπραγμάτευτα παραστατικού – αφηγηματικού ζωγράφου στην λεγόμενη αθεματική ή αφηρημένη τέχνη και η υπενθύμιση πως αρκεί ένα πρόσωπο για να ξετυλιχτεί μια ιστορία. Και πως χωρίς έναν μύθο ως βάση, έστω και τον πιο κοινότοπο, δεν μπορεί να υπάρξει όχι μόνο η ζωγραφική αλλά καμμία μορφή τέχνης.

Όμως, και εν προκειμένω το θέμα, όπως συχνά συμβαίνει, υπερβαίνει τις προθέσεις. Τί έχουμε εδώ επιπλέον; Ποιούς ρόλους κατά βάθος ζωγραφίζει ο καλλιτέχνης; Ποιούς υποδύονται τα “μοντέλα” εκτός του εαυτού τους; Τί επιπλέον βλέπει ο ζωγράφος;

Ενόρκους, ενόχους, δικαστές, συνήγορους, καταδότες, εισαγγελείς ή κατηγορούμενους; Ή, μήπως, απλώς κάποιους που είναι θεατές της ζωής τους της ίδιας; Υπάρχουν τελικά αθώοι και ποιοί; Δύσκολο να πεις.
Ίσως – ίσως εδώ έχουμε, πάνω απ’ όλα, ένα υποδόριο υπονοούμενο για την κυρίαρχη, στην εποχή μας, κουλτούρα του Νάρκισσου, την βαθιά ανάγκη του εμφανίζεσθαι ως συνώνυμου του υπάρχειν, φαινόμενο που περιγράφει πειστικά ο Κρίστοφερ Λας και αναλύει ο Ζιλ Λιποβετσκί. ” Η κουλτούρα του Νάρκισσου” με άλλα λόγια.
Γιατί τί άλλο είναι η πόζα για μιαν προσωπογραφία παρά μια ναρκισιστική προβολή; Ένα ψυχολογικό απωθημένο “διαιώνισης”; Ή, ακόμη, βαθύτερα μία υπεραναπλήρωση της έλλειψης ουσιαστικής αυτοεκτίμησης; Εικονίζομαι άρα υπάρχω και έτσι δικαιώνομαι;

Ή, μήπως: Απαθανατίζομαι άρα υπερβαίνω τον θάνατο; Τον καταργώ τουλάχιστον ως προς εμέ που θα έλεγε κι ένας άλλος ζωγράφος και ποιητής, ο Νίκος Εγγονόπουλος; Ή, έστω, τον αναβάλω; Διαθέτει μια τέτοια δύναμη η τέχνη; Πρόχειρες, πρώτες σκέψεις… Θα συνεχίσω…

… συνεχίζω σήμερα με βελτιωμένο το περσινό κείμενο. Που ήδη φαίνεται μάλλον παλιό. Όπως εξάλλου και η περσινή Άνοιξη. Τόσο διαφορετική από την φετινή.

Πώς λειτουργεί λοιπόν το συγκεκριμένο έργο αλλά και όλη η θεματολογία της καλλιτεχνικής ωριμότητας του Σακαγιάν, αυτή των συνομαδώσεων και των μορφών σε επάλληλες σειρές, σήμερα, στην εποχή της απομόνωσης και του εγκλεισμού; Της απόστασης του ενός από τον άλλο; Φαινόταν πέρσι τόσο φυσικό, αυτό που φέτος μοιάζει αδιανόητο. Ο Σακαγιάν ζωγραφίζει ανθρώπους μαζί σαν να προσεύχονται. Σαν να εξορκίζουν το κακό. Προφητικό; Τί αλλαγή τελικά!

ΥΓ 1. Προχωράω τη σκέψη μου περισσότερο: Ποιός γράφει την ιστορία; Και εννοώ βέβαια την ιστορία της τέχνης είτε εδώ είτε διεθνώς; Τα ινστιτούτα, οι θεσμοί εντός ή εκτός εισαγωγικών, τα μεγάλα μουσεία, οι πολύφερνοι συλλέκτες, τα ιδρύματα ή οι τράπεζες που χρηματοδοτούν εκθέσεις και δημιουργούν γεγονότα; Ή μήπως πάλι οι μεγάλοι παραγγελιοδότες, οι χορηγοί, οι μεγάλες φουάρ, η παγκοσμιοποιημένη, καλλιτεχνική αγορά κ.λπ.; Οι πολλοί ή οι λίγοι; Ή, καλύτερα, ο ένας; Αυτός που μπορεί να καταστεί μοναδικός, για την εποχή τουλάχιστον;
Προφανώς όλοι αυτοί, οι πολλοί έχουν έναν ρόλο, συχνά εκκωφαντικό, πλην πρόσκαιρο. Αφού τελικά το κλειδί για να ξεκλειδώσει το άδηλο μέλλον το διαθέτει αυτός που συνήθως πολεμάνε ή και μισούν γιατί τους χαλάει το αφήγημα. Εννοώ εκείνο τον κριτικό τέχνης ο όποιος συνδυάζει την ιστορική γνώση αλλά και την τόλμη να εκθέσει και να εκτεθεί προλαβαίνοντας την εποχή του. Όσο κι αν καμώνονται τους γνώστες ή τους ειδικούς οι βαθύπλουτοι παράγοντες ή οι εφήμεροι σταρ της επικοινωνίας και της καλλιτεχνικής μόδας – ακόμα και οι φιλόδοξοι, ματαιόδοξοι όσο και ημιμαθείς καλλιτέχνες – την εκδίκηση του αύριο θα πάρει αυτός, ο ένας που σήμερα είτε έχουν περιθωριοποιήσει είτε απροκάλυπτα περιφρονούν αγνοώντας την κρίση του.
Κι όπως η παρούσα, πρόσφατη εμπειρία μάς πείθει ότι πρέπει η πολιτική να επιστρέψει στον κυρίαρχο ρόλο της και να εξορίσει την οικονομία για το καλό της ανθρωπότητας, το ίδιο πρέπει να συμβεί και με την τέχνη. Επειδή και η τέχνη πρέπει να επιστρέψει στην αρχική θέση και το κύρος της ως παραγωγού ιδεολογίας μέσω του αισθητικού εξορίζοντας από την λειτουργία της τόσο την οικονομία και την αγορά όσο και τους εξωνημένους θεράποντες τους.

ΥΓ 2. Αντιλαμβάνομαι, τελικά, την τέχνη σαν μία παρτίδα σκάκι. Υπάρχει πάντα ένας τελικός στόχος, κάτι που πρέπει να κατακτηθεί και κάτι που πρέπει να θυσιαστεί. Αλίμονο σ’ όποιον το αγνοεί. Υπάρχει σαφώς λογική, στρατηγική, σχέδιο αλλά υπάρχει και έμπνευση, συναισθηματική ευφυία και
ρίσκο. Κυρίως αυτό.
Δηλαδή υπάρχει πάνω από όλα η κρίσιμη απόφαση: Τί να κρατήσεις και τί να χάσεις… Αρχικά η τέχνη, η δημιουργία, το έργο ξεκινάει με τους δύο στρατούς πλήρεις,16 πιόνια αριστερά και 16 πιόνια δεξιά… Πληθωρισμός, συνωστισμός αλλά και βαρεμάρα από την αργή ροή του χρόνου.
Μετά όμως έρχεται ο πόλεμος δηλαδή οι συγκρούσεις και η δημιουργία, δηλαδή οι αναπόφευκτες απώλειες, η ουσία του παιχνιδιού. Πρέπει να χάσεις αν θες να κερδίσεις. Από αυτή την πρώτη, την πληθωρική φάση, ας πούμε από το μπαρόκ που συνεχώς επιστρέφει στα καλλιτεχνικά θέματα, φτάνουμε στο μινιμαλισμό, φτάνουμε στην αφαίρεση, ας πούμε στον μοντερνισμό… Εκεί που επιβιώνει, για παράδειγμα, μόνο η βασίλισσα και ο βασιλιάς από την μια πλευρά ενώ ο αντίπαλος, από την άλλη, έχει μόνο τον βασιλιά, τον Τρελό και τον Πύργο. Εκεί που παίζεται το πιο γοητευτικό αλλά και το πιο απόλυτο παιχνίδι της τέχνης. Ας πούμε Πικάσο και Ματίς εναντίον Ντυσάν και Μαλέβιτς. Δηλαδή στα άκρα. Εικονομάχοι και εικονολάτρες. Όπως πάντα! Δηλαδή ως το νόημα που βρίσκεται πάντα λίγο πριν, ελάχιστα πριν, το τέλος.

(Κι ένας πρώιμος Ρίχτερ με ομαδικό, ασπρόμαυρο πορτρέτο από την εποχή της Ανατολικής Γερμανίας στην δεύτερη φωτογραφία από το SFMOMA για σύγκριση)

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
341370_339431566072596_1342004445_o.jpg
Πανσέληνος στην Ακρόπολη, του Πάνου Βενέρη
Η ιστορία της Κόκκινης Πόλης, του Σταύρου Θεοδωράκη
Βήμα στη Βουλή για τους Ολυμπιονίκες χωρίς πατριωτικές κορώνες, του Σταύρου Θεοδωράκη
llll.png
Στην Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή, του Νίκου Βασιλειάδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.