Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, καθώςκαι του King’s College και Birkbeck Collegeτου Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. Παράλληλα, έχει σπουδάσει Πιάνο και Ανώτερα Θεωρητικά στην Αθήνα και στη Βιέννη. Ζει μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας και εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Το πρώτο βιβλίο με κείμενα ποίησης και πρόζας φέρει τον τίτλο «Δειλινές αποχρώσεις σ’ ένα δάκρυ. Αφορμές και αναβαθμοί μιας παλίνδρομης πορείας».
Η γλωσσική ακηδία ενός ανελκυστήρα και η πικραμένη θυμηδία ενός παγιδευμένου φιλολόγου.
«Οι οδηγίες του συντηρητού»(sic) και η γλωσσοκτόνος ολιγωρία μας.
Ώρες-ώρες, το να ζεις και να παρατηρείς τη γλωσσική αποδυνάμωση στον τόπο μας αποβαίνει βάσανο, τόσο για την φιλολογική ευαισθησία, όσο και εν γένει για το γλωσσικό αισθητήριο που κάθε άνθρωπος διαθέτει, έστω και αν το αφήνει να υπνώττει ή να εθελοτυφλεί. Αντί η γλωσσική εγρήγορση να γίνεται «βάσανος» (η βάσανος, «λυδία λίθος») αξιολόγησης του σωστού και απόρριψης του λανθασμένου, γίνεται μάλλον βασανισμός, που απομένει ατελέσφορος. Ώρες-ώρες, όπως τότε, αρχές της δεκαετίας του ’80 -«καλή» ώρα- που ψηφίστηκε από τη Βουλή η τροπολογία για την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος γραφής ως απλοποίηση της γραπτής μορφής τής γλώσσας με σκοπό την ευχερέστερη και αρτιότερη χρήση της, κατέληξε σε κατίσχυση γλωσσικής αυθαιρεσίας και εκφραστική ισοπέδωση, με καρπούς πικρότατους που αφιονίζουν τη σκέψη μας και αποχρωματίζουν τη μιλιά μας ίσαμε σήμερα. Πολύ περισσότερο σήμερα.
Χάθηκαν οι τόνοι και τα πνεύματα, μέσα σε μια πνευματοκτόνο παρατονία, χάθηκαν όμως και κάποιες λέξεις, σαν την… «ώρα», για να αναφερθεί ένα πολύ σύνηθες παράδειγμα. Άλλο σήμαινε η λέξη «ώρα» με δασεία (όπως αυτή διατηρείται στο αγγλικό «hour», το γαλλικό «heure»), ήτοι τη χρονική διάρκεια 60 λεπτών, και άλλο η «ώρα» με ψιλή, πριν κουρέψουνε ή κουρσέψουνε;) τη γλώσσα «με την ψιλή» για τον στρατωνισμό της στο χρησιμοθηρικά Απλοϊκό, η «ώρα» που σημαίνει «έργο», «ενασχόληση» με κάτι – εξού και η λέξη «ολιγωρία», η ανεπαρκής προσπάθεια, ενασχόληση, ή και αδιαφορία. Ένα καίριο στοιχείο της ιστορικής ορθογραφίας αιώνων τής Ελληνικής εξοβελίστηκε, και η μορφή τής γραφής, τόσο οπτικά όσο και νοηματικά, παροπλίστηκε. Και η γλωσσική μονοτονία που ακολούθησε, και θέριεψε έκτοτε, και σήμερα θρασομανά με την παγκυρίαρχη ηλεκτρονική μορφή της γραπτής έκφρασης, ή έστω με κάτι που μοιάζει με γραπτό λόγο, έχει οδηγήσει σε ατονία τον πνευματικό οργανισμό μας και σε ουδετεροποίηση το λεκτικό ανοσοποιητικό μας σύστημα.
Οφείλω, ομολογουμένως με ευγνώμονη ευτραπελία, τις σκέψεις αυτές σε έναν ανελκυστήρα. Και συγκεκριμένα, στον εγκλεισμό μου εντός του πριν από δύο ημέρες. Διαβάζοντας εκεί, στη μία πλευρά του θαλάμου, τις «Οδηγίες του συντηρητού» (στην αρχαιοπρεπή γενική ενικού, όχι «του συντηρητή») για περίπτωση εγκλεισμού, ένοιωσα να εισέρχομαι σταδιακά αλλά σταθερά στη Ζώνη του (Γλωσσικού) Λυκόφωτος, με τα πολλά του σημεία και τέρατα, αλλά και μιαν «υπερβατικής» αγλωσσίας ατμόσφαιρα.
Έλεγε, λοιπόν, το κείμενο: «Πατήστε το κομβίο του ορόφου του προορισμού που θέλετε να πάτε». Ήδη, το πράγμα φαινόταν πού… πήγαινε ευθύς εξαρχής. Κανένα από τα δύο άρθρα στη γενική, «του», δεν έφερε τόνο ως προσδιοριστικό… τού σε ποιά λέξη αναφέρεται το καθένα. Το «κομβίο», όχι το «κομβίον» με –ν, της καθαρεύουσας, ούτε το «κουμπί», της δημοτικής. Κάτι ανάμεσα. Ο προορισμός που «θέλετε να πάτε». Ποιό άλλο… κομβίο να πατούσα αλήθεια; Και, μέσα στον ανελκυστήρα, αλλά και «μέσω» του ανελκυστήρα, σκόπευα να φτάσω στον 6ο όροφο. Μα πού πήγαινα τελικώς – και γλωσσικώς: στον όροφο του προορισμού ή στον προορισμό του ορόφου; Άδηλον.
Συνέχισα την ανάγνωση: «Αν ο θαλαμίσκος (πριν, τον έγραφε «θάλαμο») σταματήσει, μην επιχειρείτε να βγείτε. Πατήστε το κομβίο κώδωνος κινδύνου». Μάλιστα. Μην «επιχειρείτε», εξακολουθητικός ο τύπος του ρήματος, αντί τού «επιχειρήσετε», που είναι ο στιγμιαίος. Ακολουθεί, πάλι, το «κομβίο», κι αυτό ακολουθείται τώρα από τη γενική ενικού «του κώδωνος», όχι του κουδουνιού. Το αντιπαθές λεξίδιο, «κομβίο», μετά καθαρευούσης κατόπιν: «του κώδωνος».
Αντί να αρχίσω να νοιώθω κάποια κλειστοφοβία, με πρόλαβε η… γλωσσοφοβία για τα όσα ακολουθούσαν. «Ο θαλαμίσκος αερίζεται επαρκώς. Δεν διατρέχετε κίνδυνο εντός του». Όσον αφορά, ωστόσο, τον κίνδυνο γλωσσικής ασφυξίας, ουδεμία αναφορά. Και η ακροτελεύτια επισήμανση: «Αν διαπιστώσετε κάποια ανωμαλία στον ανελκυστήρα, επικοινωνήστε άμεσα με τον συντηρητή». Η λέξη «ανωμαλία» παλιότερα είχε κυρίως την έννοια της μηχανικής δυσλειτουργίας, αλλά σήμερα έχει προσλάβει άλλες νοηματικές συνδηλώσεις, δε σε κάνει εξ αρχής να σκέφτεσαι δυσλειτουργικούς ανελκυστήρες. Και: «να επικοινωνήσετε άμεσα με τον συντηρητή», όχι αμέσως, ας πούμε μέσω τηλεφώνου, αλλά άμεσα, ήγουν σα να τον έχεις εκεί δίπλα σου, και γυρνάς και του λες: «Ρε μάστορα, ο ανελκυστήρας δεν πάει καλά».
Μετά από 10 περίπου λεπτά,… εξήλθον του ανελκυστήρος. Όσην ώρα ήμουν μέσα, «κεκλεισμένων των θυρών», διδάχτηκα πολλά από μιαν απλή, αλλά προσεκτική ανάγνωση μιας μάλλον απλοϊκής, αλλά απρόσεκτης ανακοίνωσης. Σε μια κοινωνία, όπως η σημερινή ελλαδική μας, «κεκλεισμένων των ψυχών», με την εκθηρίωση των συμπεριφορών, τον εμπαθή, γρανιτωμένο ατομοκεντρισμό μας, την εθελόδουλη καταναλωτική μας υστερία, ανίκανοι ουσιαστικά για σχέση, δηλαδή για επικοινωνία, δηλαδή για έκφραση, έχουμε χάσει ως άνθρωποι, και ίσως ως λαός, την επίγνωση της γλωσσικής μας ετερότητας. Έχουμε απολησμονήσει τη γλωσσική μας αυτοσυνειδησία. Αντί να σκύψουμε και να σκάψουμε μέσα μας, για να μπορέσουμε πάλι να δημιουργήσουμε στο παρόν και να γονιμοποιήσουμε το μέλλον, αναμέλπουμε παραφωνίες για Αρχαία κλέη και απαιτούμε, την ίδια στιγμή που ως κράτος επαιτούμε, κλεμμένα μάρμαρα, την ειδοποιό μοναδικότητα των οποίων συνηθίσαμε να αγνοούμε.
Είναι κοινός τόπος πως η γλώσσα -και κάθε γλώσσα- είναι το κατεξοχήν εθνοποιό και πολιτισμικό στοιχείο ενός λαού στη διάρκεια της ιστορικής του πορείας. Σκέψη και γλώσσα, νόηση και έκφραση συνυφαίνονται άρρηκτα και υφίστανται σε μιαν αμφίδρομα δημιουργική σχέση και ισόρροπη λειτουργικότητα. Άνθρωπος δίχως γλώσσα είναι άνθρωπος δίχως δυνατότητα, ετοιμότητα, και ευθυβολία σκέψης. Ως σύνολο λοιπόν, ένας λαός που έχει απολέσει τη γλωσσική δυναμική του ετερότητα οδηγείται απαρέγκλιτα στο περιθώριο της Ιστορίας, αφού αδυνατεί να μετάσχει στο Ιστορικό Γίγνεσθαι, με την ουσιαστική, πρωτογενή πολιτισμική του δράση. Και πιστοποιητικό Ιστορικής Αθανασίας δεν υφίσταται για κανέναν λαό, πολύ περισσότερο για τον πνευματικά αυτοχειριαζόμενο.
Ανεχόμαστε επί δεκαετίες την -και γι’ αυτό ενεχόμαστε στην- απόλυτη μετριότητα. Μετριότητα, όχι μόνο στη χρήση τής τόσο πλούσιας και πολυδύναμης γλώσσας μας, αλλά και σε κάθε άλλη έκφανση της ζωής μας και της πραγματικότητας (σ)την οποία ζούμε ασθμαίνοντας. Αν, κατά τη ρήση του Wittgenstein, «τα όρια του κόσμου μου, είναι τα όρια της γλώσσας μου», τότε βρισκόμαστε ήδη σε σημείο οριακό. «Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία», είχε γράψει ο αλησμόνητος Δάσκαλος Σαράντος Καργάκος. Και το παρόν μας όλο και συρρικνώνεται, όπως έχει αφυδατωθεί και η γλωσσική μας αυτογνωσία. Γι’ αυτό και ο κόσμος μας, που ήταν κάποτε «αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας», κατά τον Ποιητή, έχει γίνει τόσο στενός και τόσο στεγνός.
Όπως και η μοναξιά μας, τόσο στυγνή μέσα στην αλγεινή σιωπή των διψασμένων ψυχών μας…
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr