Βιβλίο

Ο Γοργοπόταμος και η Απελευθέρωση, του Δρ Βασίλη Μαστρογιάννη

Spread the love

Ο κ. Βασίλειος Μαστρογιάννης είναι Διδάκτωρ Δημοσίου- Διοικητικού Δικαίου.

Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στις 29.11.2021. Περισσότερα στο τέλος του άρθρου. 

Ο ΓΟΡΓΟΠΟΤΑΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Η Μεγάλη Ιστορία, πολύ συχνά, κυριαρχεί πάνω στις μικρές ιστορίες των ανθρώπων, που τη γράφουν. Συχνά είναι η ίδια χιλιοειπωμένη ιστορία από διαφορετικές οπτικές, με έντονη υποκειμενικότητα, γι’ αυτό μοιάζει τόσο αλλιώτικη. Κάποτε μάλιστα, για τον αφηγητή αλλά και τον αναγνώστη δεν έχει την ίδια σημασία, ούτε όμως δέχονται την ίδια αλήθεια και το ίδιο τέλος, όπως την περιγράφει ο νικητής, ο ηττημένος, ο πολεμιστής, η γυναίκα του, ο γιος, η μητέρα, ο λοχαγός, ο γιατρός, ο τολμηρός, ο δειλός, ο ευαίσθητος, ο σκληρός, ο θύτης και το θύμα του.

Συχνά λοιπόν, είναι απαραίτητο να σβήσει η βαριά σκιά της Μεγάλης Ιστορίας, για να φανούν οι ιστορίες αφανών, θαρραλέων, ηρωικών, υπέροχων ανθρώπων ή ακόμη και απάνθρωπων τύπων, που έζησαν την ίδια περιπέτεια, με τελείως διαφορετικό, δικό τους τρόπο.

Από αυτές τις διηγήσεις θα προκύψουν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που σ’ ένα μακρινό μέλλον, θα βοηθήσουν τον ερευνητή-ιστορικό να είναι πιο ακριβής, αντικειμενικός και ανθρώπινος στην προσέγγισή του, να μάθει πως η ιστορία έχει πολλές πλευρές. Ίσως, με αυτό τον τρόπο, να κατορθώσει να μετράει μ’ άλλες λέξεις τους νεκρούς, να πλησιάζει περισσότερο τους ζωντανούς, που περιμένουν να μάθουν την αλήθεια, να ακούει για ανομολόγητους έρωτες να μεταφέρεται σε μια άλλη εποχή και να νιώθει όπως οι ήρωες και οι ηρωίδες το κρύο, τον πόνο, την πείνα, το φόβο.

Την Ιστορία της εποχής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, που ακολουθεί, στην Ελλάδα, αλλά και ειδικά στην περιοχή κοντά στον Γοργοπόταμο, την έχουν πει, την έχουν γράψει, την έχουν ακούσει και διαβάσει πολλοί, πολλές φορές.

Ετούτη η ιστορία όμως, συν τοις άλλοις, πρώτη φορά φανερώνεται, λέγεται και γράφεται. Είναι η ιστορία μιας κόρης μικρής,της Βάνας (Βάιας) που μεγάλωσε μέσα στον πόλεμο, την Κατοχή και την εποχή του Εμφυλίου. Η κοπέλα έζησε, είδε το πεδίο μάχης της Αντίστασης και το πεδίο μάχης της ζωής. Έγινε αγωνίστρια, επειδή έπρεπε, επειδή μπορούσε, αλλά κυρίως, επειδή δεν είχε άλλη επιλογή.

Εκεί στάθηκαν πάνω από τη γέφυρα στο Πλακωτό……….

‘’Ένας γεροδεμένος άντρας με μακριά γενειάδα πήγαινε μέχρι κάτω και ξαναγυρνούσε μετά από λίγο και ανέφερε σε κάποιον, που καθόταν στην είσοδο της παράγκας με πέντε-έξι ακόμη. Κάτι του ’λεγε κι αυτός και ξανάφευγε.

Αυτό το πέρα-δώθε έγινε τέσσερις-πέντε φορές σ’ ένα δίωρο. Από την κίνηση καταλάβαμε ότι ο αντάρτης ενημέρωνε τον Άρη, ο οποίος ψύχραιμα απαντούσε και του έδινε οδηγίες, από ΄κει καταλάβαμε ότι ήταν αυτός. Μια φορά σηκώθηκε  όρθιος και τίναξε το χέρι του με νεύρο δείχνοντας προς το ποτάμι κιο άλλος έφυγε τρέχοντας, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Δίπλα του καθόταν ένας άλλος γενειοφόρος σοβαρός και ανήσυχος κι ο αντάρτης, που ήταν κοντά μας ψιθύρισε: «Αυτός είναι ο Ζέρβας».

Ώσπου, επιτέλους, ακούστηκε η πρώτη μεγάλη έκρηξη.

Πόσο δυνατή! Μας ξεκούφανε!

Η επόμενη έκρηξη ακολούθησε.

Η μάχη ήταν άγρια κι η αγωνία όλων μας έπιασι ταβάν’ νιώθαμι ότι το αίμα ανέβηκε στο κεφάλ’ και τα μηνίγγια μας τρεμόπαιζαν.

Ο ουρανός φώτισε σαν μέρα σαν να ’χε βγει ο ήλιος κι αντάμα μία τρομερή βροντή, μεγαλύτερη κι από σεισμό τάραξε το έδαφος που νομίζαμε ότι θα υποχωρήσει κάτω από τα πόδια μας. Πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από το τράνταγμα κι απ’ τον κρότο απ’ τα κομμάτια της γέφυρας, που σωριάζονταν στο ποτάμι, ένας δεύτερος πιο μεγάλος κρότος από τον πρώτο, μας έκανε να πέσουμε ανακούρκουδα μαζί με τ’ς αντάρτες, απ’ το φόβο μην έρθουν τα σιδερένια κομμάτια πάνω μας.

«Πάει η γέφυρα», ξεστόμισαν κι οι τρεις φίλες’’

……………………………………………………

΄΄Μετά τις δύσκολες μέρες της Κατοχής έφτασε η μέρα για την απελευθέρωση κι όλοι από τα γύρω χωριά κατεβήκαμε στη Λαμία όπου θα μιλούσε ο Άρης΄.

Ήταν οι πρώτες στιγμές αυτού του ονείρου, όπου όλα ήταν τέλεια, κανείς δεν σε παρεξηγούσε, δεν σε απειλούσε, δεν σε παραμόνευε. Χαμόγελα, γέλια, αστεία, φωνές, μέχρι να φτάσουν στη Λαμία, όπου επικρατούσε το ίδιο κλίμα.

Και στη Λαμία μπήκε ο Άρης Βελουχιώτης.

Μετά τις γραμμές, γυναίκες έστρωσαν ό,τι άφησε ο πόλεμος και υποδέχθηκαν τον αρχηγό και τους άντρες που πολέμησαν μαζί του. Η Λαμία τον υποδέχθηκε σύσσωμη κι ο κόσμος ερχόταν απ’ όλα τα χωριά, για να τον δει και να τον ακούσει.

Η Βάνα έφτασε ξυπόλητη. Δεν νοιάστηκε να γυρίσει να βρει τα γουρνοτσάρουχά της. Δεν νοιάστηκε να βρει άλλα.

Έφτασε κοντά στην πλατεία Ελευθερίας. Έσπρωχνε γιατί την έσπρωχναν. Κανείς δεν αντιστεκόταν σ’ αυτό το πλήθος που υπνωτισμένο ήθελε να βρεθεί κοντά στον Άρη και να ακούσει τη φωνή του και να δακρύσει, γιατί καταλάβαινε πόσο δίκαιος ήταν ο αγώνας του λαού ή κι αν ακόμη δεν καταλάβαινε ούτε λέξη απ’ όσα έλεγε ο άντρας με τα γένια, απ’ το βουνό, ένιωθε γύρω του ένα σεισμό από αισθήματα. Ήταν του διπλανού και της διπλανής του, του αντάρτη πάνω στη βεράντα και του Άρη δίπλα του που λέξη-λέξη, έφτιαχνε Ιστορία.

«Όπως βλέπετε, πρόκειται να βγάλω λόγο. Μα ο λόγος μου αυτός δεν θα μοιάζει καθόλου με τους λόγους που γνωρίσατε μέχρι σήμερα…».

Ο χρόνος είχε σταματήσει, τα λόγια του Άρη ακούγονταν σαν μελωδικό τραγούδι στ’ αυτιά της Βάνας. Ήταν τόσο ορμητικός και συγκινητικός που δεν χρειαζόταν να ξέρεις και πολλά γράμματα, για να καταλάβεις ότι αυτά που έλεγε ήταν για καλό, ήταν για τη δημιουργία μιας άλλης Πατρίδας που θα τιμωρούσε όσους δούλεψαν με τους κατακτητές κι έστειλαν στο απόσπασμα χιλιάδες πατριώτες, όσους ήπιαν το αίμα του λαού κι άφησαν να πεθάνουν από τη πείνα χιλιάδες άλλοι. Μια Πατρίδα που θα τιμούσε καθώς τους έπρεπε όσους αγωνίστηκαν για την ελευθερία κι όλους όσους σκοτώθηκαν, εκτελέστηκαν ή έμειναν σακάτηδες για όλοι τους τη ζωή, καθώς κι όσους έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους κι έμειναν πίσω να τους μοιριολογάνε.

Μια πατρίδα που ο λόγος του λαού θα ακουγόταν κι ο κόσμος θα πρόκοβε, αξιοποιώντας το δικό της πλούτο κι απαλλαγμένη από ξένες επιτροπείες και επιρροές, θα διαδραμάτιζε τον δικό της ανεξάρτητο ρόλο στη περιοχή και θα καταγραφόταν στην ιστορία σαν ένα ελεύθερο κράτος με έναν αξιοπρεπή και προκομμένο λαό.

Οι περισσότεροι γύρω από τη Βάνα φώναζαν, χειροκροτούσαν, επευφημούσαν. Κάπου-κάπου συναντούσε και κανέναν συγγενή ή καμιά γνωστή απ’ τα γύρω χωριά και αγκαλιάζονταν και γιόρταζαν με ζητωκραυγές τη νίκη.

Κανείς δεν έδινε σημασία στην ώρα που περνούσε, τα πηγαδάκια όμως και οι φωνές άρχισαν να μειώνονται, όταν η φωνή του Άρη έγινε ακόμη πιο δυνατή.

«… Με την πεποίθηση αυτή, τελειώνοντας, σας καλώ

να φωνάξουμε: Ζήτω ο κυρίαρχος λαός μας!».

Υπήρξε φρενίτιδα από τα χειροκροτήματα, τις φωνές και τα συνθήματα που συνεχίστηκαν για ώρα, μέχρι που σιγά-σιγά άρχισε ο κόσμος να αποχωρεί.΄΄

Πόσα από αυτά που ακούστηκαν εκείνη τη μέρα για Εθνική Ανεξαρτησία, Κοινωνική Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Παιδεία, Ισονομία, ίσες ευκαιρίες, είναι ζητούμενα ακόμη και σήμερα, ας αναλογιστεί ο καθένας κι ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

SHARE
RELATED POSTS
Διαβάζοντας: “Κι όμως, όμορφα”, του Άγγελου Κουτσούκη
Το αγχώδες κοινωνικό ένστικτο, του Ηλία Καραβόλια 
Ενθαρρύνια στα Καλύβια [εικόνες], του Κωστή Α.Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.