Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η δική μου κληρονομιά, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

 

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Όλα ήσαν στη θέση τους, ή σχεδόν όλα, όπως ακριβώς τα είχα στο μυαλό μου τακτοποιήσει και τα θυμόμουν: η τεράστια βελανιδιά στην είσοδο του χωριού κάτω από την οποία στα ανυπόφορα καλοκαίρια έστηνα και κάνα κρεβάτι και τα περνούσα μπέηκα, τα σπίτια, οι αυλές οι πέτρινες, οι πιο πολλές χορταριασμένες, ελάχιστες περιποιημένες, τα δυο αλώνια, ένα στην είσοδο το άλλο στην έξοδο, μια χαρά πάντως κρατούσαν συγκριτικά με τα χρόνια που πέρασαν από πάνω τους. Ακόμη και τα τρία πηγάδια στο έμπα του χωριού ξέχειλα από νερό, αλλά πού να βρεθεί άνθρωπος να τα ταρακουνήσει; Πού να βρεθεί κοπελιά για να λουστεί προτού φορέσει το νυφικό της;

Άφησα την Μάριον με την Deema στο προαύλιο της εκκλησίας να παίζουν βόλεϊ και ανηφόρησα για τον πάνω μαχαλά. Φθάνοντας στο πρώην καφενείο-παντοπωλείο του παππού Γαρουφαλή, έκανα μια στάση ακουμπώντας σε έναν μαντρότοιχο με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα άνοιγε η πόρτα και θα πρόβαλε η Ηλέκτρα που θα με καλούσε για καφέ ή ο Τάσος από δίπλα θα είχε στρώσει το τάβλι στο μπαλκόνι ή με ενθουσιασμό θα μου μιλούσε για τις πόσες τσίχλες είχε παστωμένες από τον περασμένο Χειμώνα – καθ’ ότι δεινός κυνηγός – και για το ότι ήμουν «ευπρόσδεκτος στο τραπέζι» που θα έστρωνε.

Και, καθώς είχα απορροφηθεί σε σκέψεις αγναντεύοντας πότε το βουνό πότε τα σπίτια, αποξεχάστηκα με την αναμονή κι όλα μες στο μυαλό μου έμοιαζαν τόσο ζωντανά, τόσο αληθινά, τόσο παρόντα, λες και ήσαν όλα εκεί: πελεκητά αγκωνάρια από περίτεχνους πετράδες Λαγκαδιανούς, σκαλιστές καμάρες πάνω από τις εξώπορτες, μετόπες παραθύρων αξιοζήλευτες, τοξωτές πόρτες σπάνιας ομορφιάς, κομματιασμένα μάρμαρα υψηλής αισθητικής και καλλιτεχνίας σε σκάλες γυριστές,   ακόμη και πιθάρια διακοσίων ετών να «έχουν κάνει φτερά». Ένα γρύλισμα παραθύρου από το απέναντι σπίτι έσπασε την ησυχία. Ήμουν σίγουρος ότι θα ξεπεταγόταν η Αλεξάνδρα με τα αγορίστικα μαλλιά που της πήγαιναν τρέλα πριν πενήντα και κάτι χρόνια, αλλά τελικά ήταν μια γιαγιά που έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος μου. Ίσως και να με πέρασε για κλέφτη γιατί αμέσως αμπαρώθηκε πίσω από το πατζούρι της. Κι εδώ που τα λέμε, άδικο δεν είχε.

Κοίταξα το ρολόι. Η ώρα πλησίαζε οκτώ το βράδυ. Άρχιζε να σουρουπώνει, έπρεπε  να γυρίσω πίσω. Έσκυψα το κεφάλι γεμάτο σκέψεις με τη θλίψη να ψάχνει έξοδο διαφυγής.  Κατηφορίζοντας προς το προαύλιο της εκκλησίας μια φωνή αγανάκτησης πετάχτηκε από μέσα μου: γυρίστε πίσω όλες μου τις κλεμμένες κληρονομιές, όλα τα πολύτιμα του χωριού μου. Αλλά από ποιόν όμως, από ποιόν, από ποιόν και από πού να απαιτήσω την επιστροφή τους;

WELCOME TO GREEK ISLANDS RESTAURANT-NEW YORK253-17 NORTHERN BLVD

SHARE
RELATED POSTS
Η στιγμή που μου τελείωσαν οι λέξεις, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Το τρενάκι του τρόμου, της Αλεξάνδρα Καρακοπούλου
Α ρε Μάνα…, του Γιάννη Παπαϊωάννου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.