Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ελάχιστη η …απόσταση από τη θλίψη έως την απογοήτευση, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Λόγω lockdown διατίθεται προς το παρόν μόνο από τις εκδόσεις Φίλντισι on line, με μειλ ή τηλεφωνικά 210 65 40 170 – [email protected]

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

Μονάχος στην πλατεία με το κεφάλι του σκυφτό και με τα χέρια του σταυρωμένα πίσω κάνει τη βόλτα του συγκεκριμένες πρωινές ώρες καθώς και αργά το απόγευμα όταν αρχίσει να σκοτεινιάζει. Παρακολουθώντας τον κάποιος από μια σχετική απόσταση σχηματίζει την εικόνα ότι είναι ένας κανονικός άνθρωπος με την μόνη διαφορά ότι απλά κάτι τον βασανίζει και το ‘’παλεύει’’ στο μυαλό του για να το ισορροπήσει. Ομιλητικός είναι καθώς και φιλικός με όσους πολύ καλά γνωρίζει, τους υπόλοιπους ανθρώπους δείχνει να τους φοβάται, να μη τους εμπιστεύεται εκ πρώτης όψεως. Εάν όμως τον πλησιάσεις και συζητήσεις μαζί του κυρίως κοινωνικά θέματα, πιείτε καφέ μαζί και του βρεις το ‘’κουμπί’’ του διαλόγου τότε καταλαβαίνεις πόσο μοναχικός άνθρωπος είναι. Φίλους έχει, παρέα κάνουν, κουβεντιάζουν, γελούν πολύ αλλά θλιμμένοι όλοι και μοναχοί, διότι και οι μοναχοί άνθρωποι κάνουν φιλίες.

Ζει σε έναν δικό του κόσμο που από ό, τι φαίνεται μοιάζει να τον ικανοποιεί κάπως. Νοιώθει τη δική του ασφάλεια, το μυαλό του φτερουγίζει σε παλιά πράγματα, δεν αρκείται στα ετοιματζίδικα – απεναντίας τα απεχθάνεται – ψάχνει νέες καταστάσεις να δημιουργήσει, είναι γενικώς ανήσυχο πνεύμα παρά την ηρεμία που εκπέμπει προς τα έξω. Ακούει μουσικές, αρέσκεται πολλές ώρες της ημέρας να τις αφιερώνει στο διάβασμα, είναι καλοσυνάτος με τους ανθρώπους.

Μετά από πολλές αλλαγές διευθύνσεων και εργασιών (πού δυνατότητα να βρει κάποιος εργασία σήμερα!) κατέληξε τελευταία – όπου από εκεί πήρε και την σύνταξή του – σε κάποιο κατάστημα με υφάσματα. Υφάσματα όλων των ειδών: για σαλόνια, κουρτίνες, ριχτάρια, τραπεζομάντηλα και λοιπά. Συνήθως το κατάστημα επισκέπτονταν μεγάλες κυρίες γιατί και όνομα στην αγορά είχε αποκτήσει καλό αλλά και το υπαλληλικό προσωπικό ήταν εξειδικευμένο  και δη αυτός που από ένας χαμάλης εργάτης ο οποίος ξεφόρτωνε τα υφάσματα σε τόπια τυλιγμένα έφθασε χάρις στην επιμέλειά του, στην αφοσίωσή του για την πρόοδο της εταιρίας αλλά και τις γνώσεις που απέκτησε να γνωρίζει τα υφάσματα απέξω κι ανακατωτά σαν την ίδια του την παλάμη. Το πιο ύφασμα ταιριάζει καλύτερα για πλαϊνά κουρτινών και στέκεται εντελώς κάθετα χωρίς να προκαλεί πρόβλημα στο κυρίως ύφασμα της κουρτίνας, ποιο από τα υφάσματα για καλύμματα σαλονιών εφάρμοζε γάντι με την ραφή του, ποιο δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις κατά τη ραφή αλλά έστρωνε τέλεια διότι ήταν αυθεντικό. Είχε γίνει εξπέρ σε ό, τι είχε σχέση με ύφασμα. Λίγο αργότερα και με προτροπή του προς την εταιρία αυτή εμπλούτισε την γκάμα υφασμάτων σπιτιού και με υφάσματα για ράψιμο κοστουμιών, νυφικών και βαπτιστικών ειδών. Ο θλιμμένος άνθρωπος απέκτησε τη θέση που του ταίριαζε στην εταιρία έχοντας τη δική του υπόσταση σε αυτή με αποτέλεσμα οι πελάτες να τον αναζητούν συμβουλευόμενοι την άποψή του και τις γνώσεις του μέχρι την ημέρα εκείνη όπου ένα συνεργείο οικοδόμων μετέφερε μια σκαλωσιά στήνοντάς την επάνω από το κτήριο όπου εργαζόταν κι έτσι το μαγαζί από ισόγειο που ήταν απέκτησε και πρώτο όροφο μέσα σε σχετικά σύντομο χρόνο. Στον όροφο αυτόν τοποθετήθηκαν τώρα τα έτοιμα ρούχα που άρχισε να πουλάει με αποτέλεσμα ο κόσμος να μπαίνει και να αγοράζει φθηνά ετοιματζίδικα αφήνοντας τα χρήματά του και να φεύγει γρήγορα σε αντίθεση με το κάτω κατάστημα στο οποίο έμπαινε, διάλεγε, ζητούσε τη γνώμη του καταστήματος και των ειδικών, αγόραζε και αποχωρούσε αργά και ικανοποιημένος. Ο αρκετά θλιμμένος άνθρωπος βλέποντας αυτές τις αλλαγές στις συμπεριφορές των αγοραστών κοιτούσε μέσα από τα τζάμια, έβλεπε τον κόσμο βιαστικό να αγοράζει και να φεύγει και πήγαινε από τη στενοχώρια του να σκάσει, να κάνει εμετό. Το ξεπερνούσε αυτό μόνο με την υπομονή του και το αναποδογύρισμα του στομαχιού του, οπότε εμπρός του έπεσε σκοτεινιά, ένα μαύρο τον κυρίευσε. Όχι σαν το μαύρο της τηλεόρασης που κάποιοι κάποτε έριξαν, διότι τούτος ο άνθρωπος έτσι κι αλλιώς τηλεόραση δεν άνοιγε σχεδόν ποτέ. Μόνο για να δει καμμιά ταινία την είχε στο σπίτι. Το μαύρο έπεσε παντού σε όλες τις άλλες οθόνες, σε όλες τις άλλες μεριές και γωνίες, σε κάθε μικρό και αγαπημένο κομμάτι της αισθητικής του πλευράς. Και έπεσε μάλιστα με τέτοιο τρόπο που αποδείχθηκε τελικά ότι δεν ζούσε σε δημοκρατία. Τότε έπαθε το μεγάλο σοκ ο θλιμμένος άνθρωπος όπου με όλα όσα είχε ακούσει, διαβάσει, δει, σκεφτεί, λαχτάρισε τη δημοκρατία την οποία τόσο πολύ είχε ανάγκη για να αναπνεύσει.

Τώρα, ναι μεν εξακολουθεί να είναι ακόμα θλιμμένος αλλά πέρασε επιτέλους και στο στάδιο του θυμού. Τώρα, ναι μεν εξακολουθεί να περπατά δίπλα μου, δίπλα σου αλλά αν τύχει και κάνει ένα σάλτο περνώντας στο αμέσως επόμενο στάδιο, την απογοήτευση, σίγουρα δεν θα έχουμε καμμιά ελπίδα πλέον.

SHARE
RELATED POSTS
Υπόκωφοι ψίθυροι και εσωτερικά μουρμουρητά που κραυγάζουν, του Δημήτρη Κατσούλα
«Σταυρώστε με, σταυρώστε με», της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου
Τα γεμιστά, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.