Βιβλίο

Διαβάζοντας την ΄΄Ανησυχία΄΄, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

Ο  Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.

Διαβάζοντας την “Ανησυχία”, το καινούργιο μυθιστόρημα του Ζουλφί Λιβανελί, καταλαβαίνεις πολύ γρήγορα ότι πρόκειται για τον διχασμό μιας χώρας, της πατρίδας του, της Τουρκίας.

Τον ίδιο προβληματισμό διάβασα πρόσφατα και στην “Γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά”,του Ορχάν Παμούκ. Και λέγοντας “διχασμό”, εννοώ τον τρόπο ζωής ανάμεσα στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στις επαρχίες, που ακόμα και σήμερα ζουν με νόμους και κανόνες που έλκουν την καταγωγή τους αιώνες πριν.

Η ΄΄Ανησυχία΄΄ όμως, είναι η ανησυχία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου μπροστά στους πρόσφυγες, στη βία, στο Ισλάμ που δεν είναι το Ισλάμ που ήξερε.

Στην ΄΄Ανησυχία΄΄ η ιστορία μοιάζει απλή. Ο Ιμπραήμ, είναι δημοσιογράφος, ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη και όλα όσα τον περιβάλλουν ανήκουν στον 21ο αιώνα. Μια μέρα, διαβάζει στην εφημερίδα για τον θάνατο ενός παιδικού του φίλου, θύμα της βίας στο χωριό του, στο Μάρντιν, που είναι στα βουνά πάνω από τη Συρία. Αποφασίζει να επιστρέψει για την κηδεία του παιδικού του φίλου στο -ξεχασμένο πια- χωριό του κι εκεί έρχεται αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που αγνοεί ή θέλει να αγνοεί. Τα πράγματα στο Μάρντιν, μοιάζουν να είναι ίδια κι απαράλλαχτα από τότε που έφυγε, όταν ήταν παιδί, μόνο πού τώρα ”μυρίζουν” φόβο. Και βέβαια, δεν είναι ίδια.

”Είμαι μόνος στην πόλη αυτή. Δεν έχω οικογένεια εδώ, όσοι συγγενείς ζουν, έχουν μετακομίσει στην Άγκυρα και στη Σμύρνη, αλλά δεν έχω μαζί τους καμιά επαφή, έχω διαρρήξει παντελώς τους οικογενειακούς δεσμούς. Ο παππούς, ο πατέρας και η μάνα μου βρίσκονται στο νεκροταφείο. Η πόλη αυτή δεν είναι πια η δική μου πόλη. Πανωσηκώματα σε πέτρινα κτίσματα χιλιάδων ετών ή πλαϊνές προσθήκες από τσιμεντόλιθο,σύρματα ηλεκτρικού και τηλεφώνου που κρέμονται φύρδην μίγδην σαν χυμένα έντερα. Ασχήμιες που τις κουκουλώνει το σκοτάδι. Στα σπίτια καίνε θαμπά φώτα. Λες κι όλα τα βάσανα της ιστορίας της Μεσοποταμίας σωριάστηκαν πάνω από στην πόλη΄΄. Κάπως έτσι αισθάνεται ο ήρωας του βιβλίου.

Και, αναπόφευκτα, θυμάται τί και πώς έζησε σε αυτή την πόλη σαν παιδί.

΄΄Στο Μάρντιν των παιδικών μου χρόνων ήταν και το Ισλάμ διαφορετικό. Η τρυφερή διαμαρτυρία των γιαγιάδων όταν τα παιδιά περνούσαν από μπροστά τους την ώρα πού έκαναν το ναμάζι ή ανέβαιναν στη ράχη τους τη στιγμή που έκαναν γονατιστές τη βαθιά μετάνοια,που δεν ήταν άλλη από το να επαναλαμβάνουν με πιο δυνατή φωνή τα λόγια της προσευχής τους. Ήταν,επίσης,ο στοργικός κόσμος, όπου,απέναντι στην επιμονή των παιδιών να νηστέψουν τον μήνα του Ραμαζανιού,τους έλεγαν, καλά,νήστεψε τρεις μέρες. Μια στην αρχή, μια στη μέση και μια στο τέλος κι άμα δίπλα στα τρία βάλεις κι ένα μηδενικό, ορίστε,μας κάνει τριάντα μέρες. Όλοι, συρορθόδοξοι,μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Μήδοι, Ζωροάστρες, έκαναν παρέα και φιλίες στο σχολείο και στην αγορά, τις ιερές τους μέρες εύχονταν ο ένας στον άλλο και γιόρταζαν μαζί. Όμως τώρα είναι μια πόλη που έχει κλειστεί για τα καλά στον εαυτό της, μια πόλη που έχει σκοτεινιάσει κάτω από τη σκιά ενός πωρωμένου, οργισμένου Ισλάμ. Ο ”πρότερος μου εαυτός” σεριανίζοντας πιασμένος από το χέρι του μπαμπά του στα σοκάκια της πόλης, ένοιωθε πως θα λιποθυμίσει από τις μυρωδιές των κρεάτων που ψήνονταν στη σχάρα και αναμειγνύονταν με την ευωδία μοσχοβολιστού γλυκάνισου. Ήταν τόσο ευχάριστη και διαφορετική η μυρωδιά αυτή, το ταξίδευε το παιδί σε έναν άλλο κόσμο, που δεν είχε καμία σχέση με το σπιτικό φαγητό. Έπιναν ρακί και στα σπίτια, όπως και κρασί με μαχλέπι, αλλά το κράμα μυρωδιάς ρακιού και κεμπάπ που αναδιδόταν από τα εστιατόρια ήταν άλλο πράγμα.Τα σοκάκια που περπατώ τώρα είναι θαρρείς πιο σκοτεινά., Πιο άκεφα, πιο έρημα. Από τη μια το αποτρόπαιο ISIS, απ’ την άλλη το PKK και αντίπερα οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, τι είναι εντέλει τούτη εδώ,παρά μια πόλη έρμαιο των συγκρούσεων, γεμάτη φόβο;΄΄

Και βέβαια, τώρα πια, υπάρχουν οι πρόσφυγες. Τα πολλά στρατόπεδα προσφύγων που είναι σπαρμένα στην περιοχή.΄΄Εκτός αυτού, νομίζω πως της θύμωνα στ΄αλήθεια της Τζολί. Το να έρχεσαι από τον λαμπερό, αστραφτερό κόσμο του Χόλυγουντ και να πετάγεσαι για καμιά ώρα στους προσφυγικούς καταυλισμούς, τι άλλο αποτέλεσμα θα μπορούσε να έχει εκτός του να αυξάνει τα βάσανα και τις πίκρες όσων έμεναν εκεί; Αν είχα την ευκαιρία να την συναντήσω, θα της έλεγα ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται εδώ λόγω των δικών σας πολιτικών, πιο σωστά, όχι των δικών σας, αλλά των κρατών σας, τι δικαίωμα είχατε να΄ρθείτε πέρα από τον ωκεανό με τα αεροπλάνα, τον στρατό, με τα αεροπλανοφόρα σας και να ρημάξετε τη χώρα αυτών των ανθρώπων, να ματώσετε κι άλλο τα ούτως ή άλλως ματωμένα χώματα της Μέσης Ανατολής, να γκρεμίζετε τα σπίτια εκατομμυρίων ανθρώπων, εξαπατώντας την υφήλιο με το ψέμα πως υπάρχουν όπλα μαζικής καταστροφής, να ταράζετε τα δικά μας εδάφη με τον μπελά της τρομοκρατίας! Για αυτό ιδρύθηκαν τα Ηνωμένα Έθνη; Βεβαίως και δεν ήταν υπεύθυνη η γυναίκα για όλα αυτά, δεν ήταν εκείνη που καθόριζε την πολιτική, ωστόσο δεν μπορούσε επίσης να αντιληφθεί ότι, ενώ είχε έρθει να κατευνάσει τον πόνο των ανθρώπων ,τον αύξανε. Οι ρακένδυτοι, πεινασμένοι, απελπισμένοι πρόσφυγες που τουρτούριζαν από το κρύο, έβλεπαν τον γκρεμό που έχασκε ανάμεσά τους. Το σύμβολο που τους υπενθύμιζε ότι ένας άλλος τρόπος ζωής είναι εφικτός δεν ωφελούσε σε τίποτα, πέρα από το να τους απελπίζει περισσότερο,από το να τους πονάει περισσότερο.Διότι,όταν εκείνη θα πετούσε με το ιδιωτικό της αεροπλάνο πίσω στη λαμπερή ζωή της, οι πρόσφυγες θα εξακολουθούσαν να θάβουν στο λασπωμένο χώμα τα παιδιά τους, που είχαν δηλητηριαστεί από τη σόμπα της σκηνής΄΄, γράφει ο Λιβανελί.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζω ΄΄Το ταξίδι του Ιμπραήμ στη γενέτειρά του,το Μάρντιν,είναι ένα ταξίδι στη βία του πιο ανελέητου προσώπου της Μέσης Ανατολής,στον έρωτα,και ίσως στην αυτογνωσία΄΄.

Θα πρόσθετα πως είναι και η ΄΄Ανησυχία΄΄ του συγγραφέα απέναντι σε ένα Ισλάμ που σκληραίνει, δεν είναι πια αυτό που ήξερε σαν παιδί στον ανθρωπισμό που χάνεται κάτω από αυτές τις νέες συνθήκες της ΄΄νέας τάξης πραγμάτων΄΄, καθώς και στις παγκόσμιες πολιτικές που δημιουργούν τα καραβάνια των προσφύγων, που οι περισσότεροι από αυτούς πεθαίνουν από τις ταλαίπωρες στο δρόμο.

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
“Δρομολόγιο-Δρ Αναστάσιος Πλατής”, γιατί να κάνουμε Βιογραφία;, της Τζίνας Δαβιλά
“Κακά ξεμπερδέματα θα έχει ο δύστυχος. Και το ξέρει κι ο ίδιος….”, του Νίκου Βασιλειάδη
“Διάστημα. Το τελευταίο σύνορο…”, του Νίκου Βασιλειάδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.