Βιβλίο

Το δακτυλίδι της Θεάς». Κεφάλαιο 11o: Ο αστυνόμος Δημήτρης Κοκαλάς, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Δεν αποκλείεται να το είχε βρει και να προσπαθούσε να το πουλήσει. Εξάλλου η Εγγλέζα είπε πως αυτό το δακτυλίδι το είχε δει και ο Έβανς ο οποίος δεν “παραστράτησε” ούτε αυτός από τον δρόμο των προκατόχων του αφού για χρόνια αγόραζε  πάρα πολλά αρχαία που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο της Οξφόρδης.   Άρα λοιπόν ο Άγγελος γνώριζε τον τουρίστα, πιθανόν να τον είχε προμηθεύσει και στο παρελθόν με άλλα πολύτιμα αντικείμενα, λεία από τις βουτιές του στην θάλασσα. Κανόνισαν μεταξύ τους την συναλλαγή και τον συνόδευσε στην Ντιά για να πάρει και το ειδώλιο της Θεάς. Τι να έγινε στον δρόμο της επιστροφής όμως; Τσακώθηκαν, πνίγηκαν από κάποιο ατύχημα; Γιατί στο νησί δεν έφτασαν ποτέ. Κάποιος κάπου θα τους είχε δει.

Το μυστήριο πύκνωσε ακόμα περισσότερο το επόμενο πρωί, όταν τον ενημέρωσαν από το Λιμεναρχείο  ότι η βάρκα του Άγγελου, η Παντάνασσα  βρέθηκε ακυβέρνητη χωρίς κουπιά  να πλέει κοντά  στο λιμάνι. Ούτε ίχνος, όμως, από τον ιδιοκτήτη της και τον Άγγλο τουρίστα! Η βάρκα βρισκόταν σε καλή κατάσταση και το  μόνο παράξενο εύρημα μέσα της εξόν από τα ψαρικά  ήταν ένα αντρικό μάλλινο μαύρο παντελόνι, νούμερο 54 και ένα ζευγάρι καφέ στιβάνια νούμερο 46.  Ήταν ολοφάνερο πως και το παντελόνι και τα στιβάνια ανήκαν στον Άγγελο. …«Και γιατί τα ’βγαλε; βούτηξε στην θάλασσα και χάθηκε; Και ο Εγγλέζος;  Τον άφησε κάπου και κρύφτηκε; Υπάρχουν μάρτυρες που είδαν τον τουρίστα  να μπαίνει στην βάρκα του Άγγελου».

Ο Μανιατάκης συνειδητοποίησε πως η υπόθεση πια είχε περιπλακεί τόσο πολύ που ο ίδιος, ένας φτωχός ασήμαντος χωροφύλακας, όσο και αν του άρεσε που είχε την ευκαιρία να κάνει κάτι πραγματικά σημαντικό από το να κυνηγά στα φαράγγια ζωοκλέφτες,  δεν θα μπορούσε να την λύσει από μόνος του χωρίς βοήθεια. Υπήρχε μια ομολογία  για ένα εκτεταμένο και οργανωμένο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας και επίσης ισχυρές ενδείξεις για μια  δολοφονική ενέργεια.

Αποφάσισε να πάει στην Αστυνομία.

Ενημέρωσε για όσες πληροφορίες και υποψίες είχε στο μυαλό του τον ανθυπομοίραρχό του σχετικά και με την άδειά του κίνησε για το αστυνομικό τμήμα.

Εκεί ο διοικητής τον παρέπεμψε στον Δημήτρη τον Κοκκαλά, έναν νέο αστυνόμο που είχε έρθει από την Αθήνα και γνώριζε καλά και από πρώτο χέρι τις μεθόδους τις Ευρωπαϊκές.

Ο Δημήτρης Κοκκαλάς φρεσκοφερμένος στο Ηράκλειο από την Αθήνα, συνήθιζε πριν πάει στο γραφείο να κάνει μια βόλτα στην αμμουδιά νωρίς το πρωί, αν και σήμερα  η μέρα δεν ήταν κατάλληλη για βόλτες. Αντίθετα ήταν από αυτές που σε καλούν  να μείνεις  ξαπλωμένος, κουκουλωμένος με την κουβέρτα στο κρεβάτι σου. Φυσούσε πάλι ο βοριάς και πέρα στο λιμάνι, τα κύματα ξεκινούσαν ψηλά από τη γραμμή του ορίζοντα, χάνονταν το ένα πίσω από τ’ άλλο και ξεσπούσαν στην ακτή θέλοντας να την κάνουν κομμάτια να την καταπιούν.

Αποφάσισε όμως πως αργά ή γρήγορα έπρεπε να σηκωθεί και  να πάει στο τμήμα. Η γραφειοκρατική και μόνο δουλειά που είχε μαζευτεί και τον περίμενε θα του έτρωγε μπόλικο χρόνο. Ο Δημήτρης δεν αρεσκόταν καθόλου σε αυτού του είδους την δουλειά. Σκεφτόταν πως είχε ξεκινήσει να γίνει αστυνομικός θέλοντας να λύνει μυστήρια, να βρίσκεται στους δρόμους, να μιλάει με ανθρώπους, να νοιώθει πως το κεφάλι του πάει να σπάσει από τους γρίφους που ζητούν επίμονα μια λύση. Όμως εκτός από μια  περίπτωση μυστηριώδους εξαφάνισης  ενός βιομηχάνου στην Κηφισιά  τον περασμένο χρόνο, υπόθεση που έλυσε ακολουθώντας την διαίσθησή του, δεν του είχε ξαναδοθεί η ευκαιρία για κάτι που θα του κινούσε το ενδιαφέρον, θα τον έβγαζε από την μονοτονία της γραφειοκρατίας της δουλειάς του. Και μάλλον σε αυτό εδώ το απόμερο λιμάνι ήταν σχεδόν απίθανο να κληθεί να λύσει κάποιο νέο μυστήριο.

Όταν βγήκε έξω η θάλασσα είχε σχεδόν καταφέρει ν’ αγγίξει τους δρόμους γύρω από το κάστρο , τον  μικρό Κούλε, τη δεξαμενή Ζάνε και την αποθήκη άλατος Ο Δημήτρης  με το ένα χέρι κρατούσε σφιχτά το καπέλο στο κεφάλι του να μην του το πάρει ο άνεμος, ενώ το μπλε μάλλινο σακάκι  χτυπούσε με δύναμη  στο κορμί του.

Αποφάσισε όμως να περάσει μια βόλτα από την παραλία. Σίγουρα όποιος τον έβλεπε  θα τον πέρναγε για τρελό να περπατά στην άμμο με τέτοιο καιρό αλλά, αυτή η μοναδική επαφή με την φύση  που σου προσφέρει μια βόλτα στην παραλία ήταν για τον Δημήτρη ένα γερό τονωτικό, το γέμισμα στις μπαταρίες του μυαλού του, ενός μυαλού που η αλήθεια είναι πως τελευταία έμενε για αρκετό διάστημα αχρησιμοποίητο, βαλτώδες.

Ο νυχτερινός άνεμος είχε καθαρίσει την ακτή, είχε κλείσει τις μικρές λακκούβες στην άμμο κάνοντάς την να μοιάζει  καθάρια, πλυμμένη,  φωτεινή. Αν μη τι άλλο αυτή η ηρεμία, αυτή η ζωντανή πνοή της θάλασσας που έφτανε βαθειά μέσα στα πνευμόνια του, το γαλάζιο που γέμιζε τα μάτια του ήταν το αντίδοτο, μια μικρή αποζημίωση για τον «τιμωρητικό» πολιτικό ξεριζωμό του από την Αθήνα και την δυσμενή του μετάθεση στην Κρήτη,  εφόσον το αστυνομικό του δαιμόνιο και η δίψα του για να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης του βιομήχανου Στρεψιάδη, είχαν προσκρούσει, ή μάλλον είχαν ενοχλήσει  κάποιες ευαίσθητες πολιτικές χορδές που εμπλέκονταν με έναν περίεργο τρόπο αγκαλιά με το χρήμα στην υπόθεση.

(Συνεχίζεται…)

Εδώ  όλα τα κεφάλαια

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png  

SHARE
RELATED POSTS
Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» – Του Άη Γιάννη (κεφάλαιο 16ο), του Νίκου Βασιλειάδη
Philip Kerr “Φοβού τους Δαναούς”, μυθιστόρημα, του Άγγελου Κουτσούκη
«Γραφή και Ανάγνωση»: ένα σεμινάριο ως άθληση, του Άρη Μαραγκόπουλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.