Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Εκδρομή στην σκιά της Πάρνηθας, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

Κυριακές κάτω από τον μεγάλο βράχο. Αναμνήσεις, μυρωδιές της Άνοιξης, μπόλικη γύρη και πολύ πολύ νοσταλγία.

Πιτσιρίκια ήμασταν όταν πηγαίναμε “εκδρομή στην Βαρυμπόμπη”. Ήταν αστείο, αν το σκεφτείς, γιατί το κτήμα απείχε 10, σκάρτα 15 λεπτά από το σπίτι μας και μπορούσες να πεταχτείς για ψύλλου πήδημα να φέρεις κάτι που ξέχασες και να είσαι πίσω στο μισάωρο πριν καν κάποιος καταλάβει ότι λείπεις!! Παρά το αστείο της απόστασης, εμείς επιμέναμε να βαφτίζουμε την εξόρμηση “εκδρομή” και να το πιστεύουμε κιόλας!

Χωριό να πάμε δεν είχαμε, όπως πολλοί συμμαθητές μας, αφού ζούσαμε στο “χωριό” του μπαμπά μας και το κτήμα της Βαρυμπόμπης ήταν, όσο να πεις, μια παρηγοριά και μια χαριτωμένη προσπάθεια αποκατάστασης αυτής της κατάφορης “αδικίας”.

Εκτός του ότι ο πατέρας αγαπούσε πολύ αυτό το κομμάτι γης, που αγοράστηκε με αφορμή την γέννηση του μοναχογιού του, είχαμε και μεις την ψευδαίσθηση ότι μια μέρα θα το κατοικούσαμε κανονικά και θα μεγαλώναμε τα δικά μας παιδιά κάτω από αυτόν τον μυστηριώδη, τον άγριο, πελώριο βράχο που δεσπόζει στα βορειοανατολικά της Πάρνηθας.

Ξημέρωνε αργά τις μέρες της “εκδρομής”. Είναι παράξενο το πώς αλλοιώνεται η ροή του χρόνου όταν κάνεις κάτι ευχάριστο . Πεταγόμασταν από τα κρεβάτια μας χωρίς ξυπνητήρια, σε αντίθεση με τα πρωινά του σχολείου, και σχεδόν δεν περνούσαν τα λεπτά μέχρι η μαμά να ετοιμάσει τα φαγητά και όλες τις προμήθειες που χρειαζόμασταν για μια μέρα στην εξοχή. Την δική μας προσωπική εξοχή!

Φορτώναμε στο αυτοκίνητο όλα τα απαραίτητα, ακόμα και τα έξτρα… όσο έξτρα μπορεί να θεωρηθεί το σακούλι με τις αλοιφές για τα τσιμπήματα των εντόμων, τις ασπιρίνες, τα μπαμπάκια, τα οινοπνεύματα, τα τραυμαπλαστ και τις σουλφαμιδόσκονες για τα γραντουνισμένα μας χέρια και πόδια και φυσικά τα χάπια για την χώνεψη…Οι φυσικές σόδες ποτέ δεν ολοκλήρωναν το έργο τους χωρίς ενίσχυση από την χημεία.

Α! Ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να κουβαλήσουμε, γιατί το μικρό σπιτάκι που μας περίμενε εκεί δεν είχε πάρα τα απολύτως απαραίτητα. Καρέκλες, τραπέζια, πιατοποτηρομαχαιροπήρουνα αταίριαστα, αυτά τα εξοχικά, νερό και ρεύμα.

Και πραγματικά τώρα που και γω, μοιραία πια, άλλαξα στρατόπεδο και βρέθηκα στην πλευρά των “μεγάλων”, έχω συνειδητοποιήσει πως αυτά τα “απολύτως απαραίτητα” ήταν τελικά υπεραρκετά για να περνάμε καλά.

Αν και πάντα κάποιο ματωμένο γόνατο ή ένα τουμπανιασμενο μπράτσο από τσίμπημα σφήκας, θα μας έκανε να επανεκτιμήσουμε την τσάντα με τα φάρμακα που θεωρούσαμε περιττό κουβάλημα…

Στρωνόταν ένα υπαίθριο -αν είχε καλό καιρό- τραπέζι με μεζεδάκια, το κρασί του μπαμπά απαραιτήτως, τυροπιτάκια και κεφτεδάκια ασυζητητί και στη ψησταριά του έμπειρου και μερακλή ψήστη τσιρτσίριζαν κρεατικά έντεχνως αλατοπιπερωμενα. Λίγο τσιμπημένα εννίοτε στο αλάτι, αλλά ποιός μετρούσε εκείνα τα χρόνια χοληστερίνες και πιέσεις … Φέτες μήλου βαφτίζονταν στο κρασάκι, ροδέλες μήλου πασπαλισμένες με κανέλα και ζάχαρη απλώνοντας σε πλαστικές πιατέλες, δίπλα σε κομμάτια της πιο νόστιμης γραβιέρας του κόσμου! Κανένα τυρί δεν μπόρεσε ποτέ να μου φέρει πίσω αυτή την γευστική ανάμνηση, που όπως όλες οι ωραίες αναμνήσεις σκεπάζονται με τα χρόνια ένα πέπλο τελειότητας.

Τα τάπερ με τα κουλούρακια και τα γλυκά για μετά, περίμεναν την ιερή ώρα του καφέ. Εκείνη την ώρα που οι συζητήσεις αποκτούσαν ρυθμό νανουριστικό και η μυρωδιά του καφέ, ελληνικός πάντα, σηματοδοτούσε το κλείσιμο μια ωραίας, γεμάτης μέρας.

Και όσο γινόταν όλα αυτά στην χώρα των “μεγάλων” εμείς, η μαρίδα, είμασταν χαμένοι την καθιερωμένη μας εξερεύνηση.

Εκείνες τις ξέγνοιαστες Κυριακές, τις καθαρές Δεύτερες, τις Πρωτομαγιές, στην Βαρυμπόμπη του μπαμπά ζούσαμε τις περιπέτειες του Ιντιάνα Τζόουνς, πολλά χρόνια πριν βγει η ταινία, στην “ζούγκλα” του πευκοδάσους που ξεκινούσε εκεί που τελείωνε το δικό μας κτήμα και νομίζαμε πως τελείωνε κάπου στον Αμαζόνιο! Τότε νόμιζαμε πως αν δεν είμασταν αρκετά προσεκτικοί και δεν βάζαμε σημάδια στο μονοπάτι που διαλέγαμε να πάρουμε υπήρχε ο κίνδυνος να χαθούμε και να μην μας ξαναβρούν ποτέ!

Βέβαια όταν λίγα χρόνια μετά κάηκε η περιοχή για πρώτη φορά, είδα πως αυτό που νόμιζα αχανές ήταν στην πραγματικότητα, τέσσερα- πέντε οικόπεδα πριν το επόμενο σπίτι που είχε ήδη χτιστεί εκεί που τελείωνε ο χωματόδρομος.

Περπατούσαμε, οι μικροί εξερευνητές, με ξύλα στα χέρια, ντυμένοι σαν τα αναψοκοκκινισμενα κρεμμύδια και μαζεύαμε ανεμώνες για την μαμά, ψάχναμε για χελώνες και σκαντζόχοιρους και είχαμε το νου μας για φίδια…( που τελικά δεν είδαμε ποτέ). Όταν ανακαλύπταμε κόκκαλα ή και κρανία μικρών ζώων που τα είχε ξασπρίσει ο ήλιος και οι αέρηδες του βουνού, πλάθαμε ανατριχιαστικές ιστορίες και σενάρια που θα μπορούσαν άνετα να χωρέσουν σε κάποια ταινία του Σπίλμπεργκ! Ίσως η παιδική φαντασία να είναι τελικά αυτό που λείπει από τον πεζό και βάρβαρο κόσμο μας.

Οι μαμάδες και οι θείες στους δικούς τους “ειρηνικούς ” τους περιπάτους μάζευαν χόρτα ( δεν κατάφερα ποτέ να μάθω να μαζεύω και γω, όσες φορές κι αν μου έδειξαν οι μεγάλοι).

Θυμάμαι τον πατέρα μου με ένα σπαστό σουγιαδακι που είχε πάντοτε στην τσέπη του, να καθαρίζει πορτοκάλια και να μου δίνει τα “μωρά” του φρούτου ακριβώς όπως τα καλοκαίρια μου έδινε πάντα την καρδιά του καρπουζιού…

Και κάπου στον γαλάζιο ουρανό, στην σκιά της Πάρνηθας, μιά μέρα σαν την σημερινή, θα έπιανα με την στην άκρη του ματιού μου να πετάει ένας χαρταετός, από αυτούς του μπαμπά μου, με τα ολόσωστα ζυγιά και την τέλεια ουρά…

SHARE
RELATED POSTS
Ο αστυνομικός, της Τζίνας Δαβιλά
Αγωνία, του Γιώργου Χατζηδιάκου
Με ευγνωμοσύνη στη ζωή, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.