Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ένας e.t. σε απόγνωση!, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Spread the love

Ο Αλέξανδρος Μπέμπης είναι επιχειρηματίας.

 

 

Έστω ότι πλησιάζει σήμερα στη Γη μας ένας εξωγήινος.

Αυτό θα σημαίνει δύο πράγματα.

Πρώτο ότι τεχνολογικά θα βρίσκεται έτη φωτός πιο μπροστά από εμάς και δεύτερο ότι πριν ξεκινήσει το μακρινό του ταξίδι γνώριζε εκ των προτέρων πού ερχόταν. Τους λόγους που τη Γη επέλεξε μέσα στο χάος.

Με δεδομένο ότι η ταχύτητα του φωτός είναι 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, δεν αποκλείεται η πρώτη εικόνα της Γης που έλαβε στον μακρινό του πλανήτη να ήταν αυτή της εποχής των παγετώνων ή των δεινοσαύρων του δικού μας.

[Σημ. Η αρχική μορφή της Γης μας ενδέχεται να μην έχει φτάσει ακόμη στις εσχατιές- αν υπάρχουν τέτοιες- του σύμπαντος.]

Οι αλγόριθμοι του υπολογιστή του ανέλυσαν τα δεδομένα του φασματογράφου μαζών και του πρότειναν αυτό το ταξίδι.

Αυτό όμως που δεν μπορούσαν να αναλύσουν ήταν τι θα συναντούσε σε αυτόν τον ενδιαφέροντα  μπλε πλανήτη που του κίνησε την περιέργεια όταν μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια μοναχικής πορείας, θα τον πλησίαζε.

Όλες αυτές τις πληροφορίες, από το τότε μέχρι το σήμερα, τις λάμβανε σταδιακά.

Σταδιακά έμαθε ότι οι παγετώνες έλιωσαν, ότι οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν, ότι εμφανίστηκε ένα ζώο που περπατάει στα δύο πόδια, που ανακάλυψε τη φωτιά, τον τροχό, τις μηχανές, τα πλοία, τα αεροπλάνα, τους πυραύλους, τα κινητά, που κτίζει σπίτια, κατασκευάζει γέφυρες και πολλά ακόμη πράγματα που του κάνουν τη ζωή πιο εύκολη αξιοποιώντας τα χέρια του και το μυαλό του.

Έτσι λοιπόν, σήμερα, που έφτασε πάνω από τα κεφάλια μας γνωρίζει τα πάντα για εμάς και τον αγαπημένο μας πλανήτη.

Αυτόν που αγαπούμε να μισούμε.

Τα πάντα όμως μόνο για την ύλη. Αυτή μόνο μπορεί να αντιληφθεί.

Εκεί που έχει μαύρα μεσάνυχτα είναι για τις ηθικές αξίες αυτού του περίεργου ζώου με τα δύο πόδια.

Τα ραντάρ του ακούν τους διαλόγους μας για ιδεολογικά, κοινωνικά και άλλα παρόμοια ζητήματα και οι αλγόριθμοί του υπολογιστή του αδυνατούν να καταλήξουν σε συμπεράσματα ώστε να πάρει οδηγίες.

Δεν ήταν προγραμματισμένοι να αναγνωρίζουν και να αναλύουν το μίσος, το ψέμα, της υποκρισία, τον φανατισμό, το συμφέρον.

Ή τι είναι δημοκρατία ή δικτατορία. Τι είναι διάλογος. Συμφωνία ή διαφωνία. Τι είναι έγκλημα. Ποιά είναι η φόρμουλα για όλα αυτά.

Κάθεται με τις ώρες ο εξωγήινος φίλος μας και ξύνει το κεφάλι του να βρει πού έκανε λάθος στον προγραμματισμό.

Δεν μπορεί να βρει τον αλγόριθμο που θα του εξηγήσει γιατί αυτό το περίεργο ζώο που στέκεται στα δύο πόδια, που χρησιμοποιεί τα χέρια του για να κατασκευάσει μηχανές παρόμοιες με τις δικές του, τις στρέφει ο ένας εναντίον του άλλου και για να τον σκοτώσει.

Με τις ίδιες μηχανές γκρεμίζει τα σπίτια και τις γέφυρες που έφτιαξε, βυθίζει τα πλοία και καταρρίπτει τα αεροπλάνα που ναυπήγησε.

Αυτό το ”γιατί” τον βασανίζει. Αυτή η παράνοια.

Μέσα στη απόγνωσή του μπαίνει μια μέρα στο internet και γκουγκλάρει τη λέξη ”γιατί” μήπως μπορέσει να βγάλει άκρη. Να καταλάβει.

Και η απόγνωσή του γίνεται μεγαλύτερη. ”Αιτιολογικός σύνδεσμος” η ξερή απάντηση. Μαζί με το ”αφού” και το ”επειδή”.

Πάει στους επεξηγηματικούς και βρίσκει μόνο το ”δηλαδή”. Τι είναι πάλι αυτό;

Φτιάχνει έναν αλγόριθμο με αυτές τις λέξεις και ζητάει από τον υπολογιστή του να εξηγήσει αυτή την παράνοια του ζώου που στέκεται στα δύο πόδια.

Η απάντηση έρχεται ακαριαία και είναι τσεκουράτη. ”Δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί είσαι εξωγήινος”.

Βάζει τη λέξη ”δηλαδή”. Στο ίδιο ύφος η απάντηση. ”Τζάμπα τόσο ταξίδι…ο πλανήτης μια μέρα θα καταστραφεί…δηλαδή γύρνα πίσω”.

Πάνω στη απόγνωσή του βάζει και το διστακτικό ”μήπως”. Τόσο δρόμο είχε κάνει χρόνια ολόκληρα.

Αυτή τη φορά η απάντηση άργησε πολύ. Πάρα πολύ αν και μονολεκτική. Ήταν ”πανδημία” και δίπλα αυτό 😈.

Πήρε ένα σφυρί και άρχισε να χτυπάει τον υπολογιστή του με μανία για την ασάφεια ώσπου ακούστηκε μια φωνή.

”Χε, χε, χε, χε…πήγαινες γυρεύοντας…άνθρωπος λέγεται το περίεργο ζώο που στέκεται στα δύο πόδια και άρχισες να του μοιάζεις…

…το ”μήπως” είναι μόνο στα λεξικά…όχι στο μυαλό των αδίστακτων ανθρώπων”.

SHARE
RELATED POSTS
Ποιος ο καημός σου, βρε Νικόλα;, του Δημήτρη Κατσούλα
Αίγινα: ζουμερό, ξυπόλητο κορίτσι, πασαλειμμένο με καρπούζι, του Μάνου Στεφανίδη
Ο γερο-Κουνούπης και τα χειροκροτήματα, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.