Εγκλωβισμένοι στις νότιες συνοικίες του Χαλεπιού -ελάχιστες τον αριθμό- μαζί με περίπου 100.000 κατοίκους που εξακολουθούν να παραμένουν σ’ αυτές τις περιοχές της μαρτυρικής πόλης, οι αντάρτες αντιστέκονται μεν στην πολιορκία των κυβερνητικών δυνάμεων και των συμμάχων τους αλλά όχι για πολύ ακόμη.
Πιθανότατα το μέτωπό τους θα είχε ήδη καταρρεύσει εάν η αιφνιδιαστική αντεπίθεση των τζιχαντιστών στην Παλμύρα δεν είχε αναγκάσει τη Δαμασκό να ενισχύσει τις εκεί γραμμές της με στρατεύματα από το Χαλέπι.
Παρότι δημοσίως οι αντάρτες διακηρύττουν ότι θα παραμείνουν στην πόλη έως ότου και ο τελευταίος σκοτωθεί στη μάχη, οι επικεφαλής τους του πολιτικού σκέλους έχουν, τα τελευταία 24ωρα, επαφές με Ρώσους διπλωμάτες στη γειτονική Τουρκία -η οποία διαδραματίζει ρόλο μεσολαβητή- για να καταλήξουν σε συμφωνία πλήρους αποχώρησής τους. Όπως γράφει ο Economist τους έχουν προταθεί -στο πρότυπο ανάλογων συμφωνιών που επετεύχθησαν προσφάτως- τα εξής δύο: είτε να αποσυρθούν νοτίως προς την πόλη Ιντλίμπ φέροντας μόνον ελαφρύ οπλισμό ή να κατευθυνθούν βόρεια μαζί με τα βαρέα όπλα τους και να ενισχύσουν τις τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του ISIS και των Κούρδων.
Παράλληλα, και για τον ίδιο σκοπό, συνομιλίες μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων διεξάγονται στη Γενεύη -όμως καρκινοβατούν. Οι εγγυήσεις προς τους αντάρτες συνιστούν το μείζον ζήτημα – αγκάθι, με τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τζον Κέρι, να υποδεικνύει ως υπεύθυνη τη Μόσχα, η οποία, όπως λέει, «έχει εμμονή με το καθεστώς Άσαντ και δεν δείχνει τη μεγαλοψυχία που απαιτούν οι καταστάσεις».
Το Χαλέπι από το 2012 μέχρι σήμερα
Το σχέδιο των ανταρτών, όταν εξαπέλυαν τη μεγάλη επίθεση κατά του Χαλεπιού το καλοκαίρι του 2012, ήταν να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους στην πόλη μετατρέποντάς την σε ντε φάκτο πρωτεύουσά τους.
Δεν κατάφεραν μεν να την θέσουν στο σύνολό της υπό τον έλεγχό τους, πέτυχαν, όμως, να επιβάλλουν την παρουσία τους, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, στο δεύτερο μετά τη Δαμασκό πιο σημαντικό αστικό κέντρο της Συρίας. Όλα αυτά μέχρι τον Ιούλιο του 2016, οπότε οι κυβερνητικές δυνάμεις, με τη στήριξη των Ρώσων και του σιιτικού στοιχείου -δηλαδή των Ιρανών, των ομοδόξων τους μεταξύ των Ιρακινών και των μαχητών της λιβανέζικης Χεζμπολά- ξεκίνησαν εκστρατεία ανακατάληψης: σφράγισαν το μοναδικό πέρασμα από τον έναν τομέα στον άλλο, άρχισαν εντατικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και στις 15 Νοεμβρίου έδωσαν εντολή να ξεκινήσει και η χερσαία επίθεση.
Μέσα σε δύο εβδομάδες, πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι πιθανολογείτο, η άμυνα των ανταρτών κατέρρευσε. Έχασαν τα ¾ του θυλάκου τους και αυτή τη στιγμή βρίσκονται περικυκλωμένοι σε μια σπιθαμή γης μαζί με απελπισμένους και εξαθλιωμένους αμάχους. Τα τρόφιμα και το νερό είναι ελάχιστα, η περίθαλψη υποτυπώδης -πρακτικά μόνον πρώτες βοήθειες μπορούν να παρασχεθούν- οι βομβαρδισμοί διαρκείς. Κάθε 24ωρο που περνά δεκάδες νεκροί προστίθενται στους εκατοντάδες των προηγούμενων ημερών.
Χάρτης Χαλεπιού και τομείς ελέγχου
Με πράσινο χρώμα ο θύλακος των ανταρτών στο Χαλέπι – πηγή: @PetoLucem
Όταν το Χαλέπι ανακαταληφθεί πλήρως από τις κυβερνητικές δυνάμεις, το καθεστώς της Δαμασκού θα ελέγχει πλέον όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας· οι όποιες ελπίδες να συναινέσει ο Άσαντ σε διαπραγματεύσεις για να τελειώσει ο εμφύλιος θα έχουν πλέον εξανεμιστεί. Το είπε ο ίδιος, προ ημερών, άλλωστε: «Ο πόλεμος θα συνεχιστεί ακόμη κι αν τελειώσουμε με το Χαλέπι».
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. Δημοσιεύεται και στο cnn.gr
The article expresses the views of the author
iPorta.gr