Πόρτα στην Πολιτική

Χ. Παπαπανάγος: Το Βrexit καθιστά τη Γερμανία «μονοκράτορα» της ΕΕ

01-144632kathhghths.jpg
Spread the love

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

01-144632kathhghths.jpg

 

Την εκτίμηση ότι και το 2018 δεν αναμένεται να υπάρξει καμία αλλαγή, εξαιτίας του Brexit, στο ισχύον status quo σε ό,τι αφορά τους Έλληνες και τις Ελληνίδες που σπουδάζουν ή εργάζονται στη Βρετανία, αλλά και την πεποίθηση ότι τα επόμενα χρόνια επιφυλάσσουν ενδεχομένως ακόμη και την καθιέρωση βίζας για σπουδαστές και εργαζόμενους, διατυπώνει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Χάρρυ Παπαπανάγος, που -μεταξύ άλλων- έχει διατελέσει σύμβουλος της Βουλής των Λόρδων της Αγγλίας σε θέματα μετανάστευσης που άπτονται της συνθήκης Σένγκεν.

 

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ο οποίος έχει διατελέσει συνεργάτης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), τονίζει επίσης ότι η Γερμανία θα καταστεί -εξαιτίας του Brexit- “μονοκράτορας” της ΕΕ, κάτι που θα οδηγήσει σε ακόμη σκληρότερα μέτρα λιτότητας στην Ευρώπη την επόμενη δεκαετία.

 

Εκτιμά ότι με υποχωρήσεις στο θέμα του μεταναστευτικού και της ελεύθερης κίνησης εργαζόμενων θα μπορούσε να επέλθει συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας για “αναίμακτη” έξοδο, τονίζοντας ότι αν δεν υπάρξει deal οι Βρυξέλλες θα απαιτήσουν από το Λονδίνο «και μάλιστα με πολύ σκληρό τρόπο» να πληρώσει τον λογαριασμό των 60 δισ. ευρώ, που συνεπάγεται το Brexit.

 

Ο ίδιος εκφράζει την πεποίθηση ότι το Brexit ενδέχεται να λειτουργήσει υπέρ της Ιρλανδίας και του Δουβλίνου, σε όρους προσέλκυσης “στρατηγείων” επιχειρήσεων και επενδύσεων, τόσο βρετανικών, όσο και πολυεθνικών, ακόμη και αν δοθούν γενναία κίνητρα για την παραμονή τους στο Λονδίνο και τη Γηραιά Αλβιώνα.

 

Επισημαίνει δε ότι ακόμη και με το θετικό σενάριο, που προβλέπει μεγάλο βαθμό πρόσβασης της Βρετανίας στην ενιαία αγορά, η χώρα θα έχει το 2030 ρυθμό ανάπτυξης μικρότερο κατά 5,1% σε σχέση με εκείνον που θα είχε αν δεν επέλεγε το Brexit, με την επιβάρυνση ανά νοικοκυριό να υπολογίζεται σε 3.200 λίρες.

 

Ακολουθεί η συνέντευξη του καθηγητή Χάρρυ Παπαπανάγου στην Αλεξάνδρα Γούτα και στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

 

Ερ. Το 1/5 των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων της Ευρώπης έχουν τα στρατηγεία τους στο Λονδίνο. Πιστεύετε ότι οι κοινοτικές επιχειρήσεις που έχουν σήμερα την έδρα τους στη Βρετανία θα παραμείνουν εκεί έστω και με “γενναία” κίνητρα από πλευράς της κυβέρνησης;

 

Απ. Πιστεύω ότι η Βρετανία δεν θα μπορέσει να διατηρήσει τις επιχειρήσεις στον βαθμό που πιστεύει ότι θα το κάνει. Εκτιμώ ότι ίσως υπάρξει φυγή προς την Ιρλανδία, η οποία παραμένει μια χώρα της ΕΕ, με αγγλοσαξονικό περιβάλλον και με τεράστιο ρυθμό ανάπτυξης, της τάξης του 26% το 2016. Ήδη αρκετές βρετανικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν διαδικασίες για τη μεταφορά της επιχειρηματικής τους έδρας στο Δουβλίνο, ενώ υπάρχουν και πολυεθνικές που πλέον επιλέγουν το Δουβλίνο αντί για το Λονδίνο. Αυτό ισχύει για σχεδόν όλον τον κλάδο της πληροφορικής και της υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας. Πιστεύω ότι η ανάγκη να παραμείνουν σε μια αγορά που λειτουργεί με βάση το κοινοτικό κεκτημένο θα οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις εκτός Βρετανίας, ακόμη και αν η χώρα θα δώσει γενναία κίνητρα, δεδομένου ιδίως ότι η μεγάλη αβεβαιότητα, που είναι βέβαιο ότι θα επικρατήσει την επόμενη διετία, δεν θα βοηθήσει τη Βρετανία. Πιστεύω ότι ωφελημένο θα βγει το Δουβλίνο, που θα εξελιχθεί σε πολύ προσφιλή προορισμό.

 

Ερ. Για τη βρετανική οικονομία τι εκτιμάτε ότι θα σημάνει το Brexit στην επόμενη 10ετία σε όρους ανάπτυξης και επιβάρυνσης των βρετανικών νοικοκυριών;

 

Απ. Όλες οι μελέτες μετά το 2016 καταδεικνύουν σημαντικές επιπτώσεις για τη Βρετανία. Βραχυπρόθεσμα, με ορίζοντα το 2020 και με βάση τον μέσο όρο των προβλέψεων, ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι χαμηλότερος κατά 3,3% από ό,τι θα ήταν χωρίς το Brexit. Το κόστος ανά νοικοκυριό υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σωρευτικά στις 2.200 λίρες στερλίνες μέχρι το 2020. Μεσοπρόθεσμα, για την περίοδο έως το 2030, τα βασικά σενάρια είναι δύο. Με βάση το πιο θετικό, αυτό που υπολογίζει ότι θα υπάρχει μεγάλη πρόσβαση της Βρετανίας στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, η χώρα θα έχει ρυθμό ανάπτυξης μικρότερο κατά 5,1% σε σχέση με το αν δεν είχε βγει από την Ένωση και το κόστος ανά νοικοκυριό υπολογίζεται σε 3.200 λίρες. Με βάση το χειρότερο σενάριο, που προβλέπει μικρό βαθμό πρόσβασης στην ενιαία αγορά, η ανάπτυξη θα είναι μικρότερη κατά 7,7% και η επιβάρυνση στις 5.000 λίρες ανά νοικοκυριό…

 

Ερ. Τι αλλαγές πρέπει να περιμένουν οι φοιτητές και φοιτήτριες από κοινοτικές χώρες που βρίσκονται στη μέση των σπουδών τους στη Βρετανία; Κι αντίστοιχα, τι εκτιμάτε ότι θα ισχύσει για τους εργαζόμενους;

 

Απ. Σε ό,τι αφορά τις σπουδές, η Ελλάδα είναι μια από τις καλύτερες, αν όχι η καλύτερη, αγορές για τα βρετανικά πανεπιστήμια, αφού εκεί φοιτούν πάνω από 35.000 Έλληνες φοιτητές και φοιτήτριες. Σε όλους τους τόνους μάς λένε ότι τουλάχιστον για τον επόμενο χρόνο, το 2017-2018, δεν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή στο ισχύον status σε ό,τι αφορά τα δίδακτρα.

Από εκεί και πέρα, πιστεύω ότι και το θέμα της εκπαίδευσης που παρέχει η Βρετανία θα τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σχετικά με το αν θα συνεχιστεί το status quo που ισχύει για τους Ευρωπαίους πολίτες σε σχέση με τα δίδακτρα (το 1/5 των διδάκτρων που πληρώνουν οι non EU citizens) και το αν η Βρετανία θα έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πρόσβαση στην ενιαία αγορά χωρίς να παίρνει non skilled labour.

 

Στο κομμάτι της εργασίας, και εκεί δεν θα έχουμε μεταβολή το 2017-2018, αλλά εννοείται πως απομακρυνόμαστε ολοταχώς από το ευρωπαϊκό κεκτημένο της ελεύθερης διακίνησης. Τα επίπεδα της γραφειοκρατίας θα αυξηθούν σημαντικά -το πόσο θα προκύψει επίσης από τις διαπραγματεύσεις- χωρίς να αποκλείεται να χρειαζόμαστε ακόμη και visa για να πάμε στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Ερ. Ο Βρετανός υπουργός Ντέιβιντ Ντέιβις δήλωσε πως δεν περιμένει ότι η χώρα του θα χρειαστεί τελικά να πληρώσει 50 δισ. στερλίνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της διαδικασίας του Brexit. Το πιστεύετε;

 

Απ. Το τίμημα (της εξόδου) είναι μεν καθορισμένο, αλλά δεν αποκλείεται να μικρύνει. Από τη μία πλευρά, η Βρετανία είναι net contributor στην Ευρώπη, που συνεισφέρει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό κατά μέσο όρο 10 δισ. ευρώ ετησίως. Με βάση τις δεσμεύσεις της, ο συνολικός λογαριασμός που προκύπτει έως το 2020 είναι 60 δισ. ευρώ. Από την άλλη, το νούμερο αυτό θα μπορούσε βέβαια να μικρύνει στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Αν λοιπόν υπάρξει συμφωνία υπάρχει περιθώριο να μικρύνει το ποσό, αλλά μην ξεχνάτε αυτό που λένε πολλοί Βρετανοί, ότι “no deal is better than deal”. Αν δεν υπάρξει deal, τότε τα 60 δισ. θα είναι σίγουρα απαιτητέα και μάλιστα με πολύ σκληρό τρόπο.

 

Ερ. Τι πιστεύετε ότι θα κρίνει τελικά το αν θα υπάρξει συμφωνία ή όχι;

 

Απ. Το μεταναστευτικό. Δεν μπορεί να υπάρχει ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, αγαθών και ανθρώπων μόνο από τη βρετανική πλευρά προς την Ευρώπη και όχι αντίστροφα […] Άλλωστε η Βρετανία ωφελήθηκε πάρα πολύ από τη μετανάστευση στο να προσελκύσει τους καλύτερους επιστήμονες, επαγγελματίες, επιχειρηματίες και επενδυτές. Το 1973, τη χρονιά που το Ηνωμένο Βασίλειο μπήκε στην ΕΕ, είχε τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της G7. Μετά την είσοδό της στην ΕΕ έφτασε να έχει τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην ομάδα G7. Το όφελος της μετανάστευσης ήταν για το Ηνωμένο Βασίλειο πολύ μεγαλύτερο από το κόστος για κοινωνικές παροχές σε προσφυγικούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς. Δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει συμφωνία αν η Βρετανία πει “κλείνω την πόρτα”.

 

Ερ. Ναι, αλλά το μεταναστευτικό βρέθηκε στον πυρήνα του δημοψηφίσματος που οδήγησε στο Brexit. Πώς μπορεί να υπαναχωρήσει τώρα η βρετανική κυβέρνηση;

 

Απ. Πιστεύω ότι θα υπάρξει “υποχώρηση” υπό την ταμπέλα των “skilled immigration policies” (πολιτικών μετανάστευσης εξειδικευμένων εργαζομένων). Άλλωστε από τους 520 νομοθετικούς πυλώνες της ΕΕ, στους 212 είχε ειδική σχέση. Εκτιμώ ότι δεν θα ήταν σωστή διαπραγματευτική πολιτική από την πλευρά της ΕΕ να δεχτεί την υποδοχή μόνο εξειδικευμένων εργαζομένων.

 

Ερ. Ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, Τζέιμι Ντίμον, έχει δηλώσει -πέρυσι- ότι το Brexit έκανε την πιθανότητα μη επιβίωσης της ευρωζώνης, σε μια δεκαετία από τώρα, πέντε φορές μεγαλύτερη. Το συμμερίζεσθε; Πώς εκτιμάτε ότι θα επηρεαστούν οι ισορροπίες συνολικά στην ΕΕ;

 

Απ. Είναι αυτονόητο ότι με την έξοδο της Βρετανίας η ΕΕ και η ευρωζώνη θα “αδυνατίσουν” γεωστρατηγικά, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά. Για να μπορέσει η ευρωζώνη να εκπέμψει το μήνυμα ότι μπορεί να αναλάβει σημαντικό ρόλο στο γεωστρατηγικό παιχνίδι απέναντι σε οικονομίες όπως η κινεζική με τον πληθυσμό του 1,2 δισ. ανθρώπων ή η ινδική, που το 2050 εκτιμάται ότι θα έχει πληθυσμό 1,5 δισ., θα πρέπει να έχει πρώτα από όλα μια κρίσιμη πληθυσμιακή μάζα. Ακόμη και με τον σημερινό της πληθυσμό των 520 εκατ., η μάζα αυτή δεν είναι αρκετή. Επομένως, το γεγονός ότι αυτή η αγορά, αντί να επεκτείνεται και να εμβαθύνεται, άρχισε να ξηλώνεται, με την έξοδο των πρώτων 60 εκατ. ανθρώπων, την αποδυναμώνει σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας και γεωπολιτικό. Το 2050 καμία χώρα των 28 κρατών-μελών δεν θα έχει από μόνη της πληθυσμό που να υπερβαίνει πάνω από το 1% του παγκόσμιου…

 

Ερ. Φαντάζομαι όμως ότι το θέμα δεν είναι μόνο πληθυσμιακό, γιατί δεν φεύγουν απλά 60 εκατ. άνθρωποι, φεύγει η Βρετανία…

 

Απ. Πραγματικά. Το Ηνωμένο Βασίλειο ανήκει στην ομάδα της G7 και η έξοδός του σίγουρα μειώνει τις πιθανότητες να δούμε την ευρωζώνη και την ΕΕ σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Εντός της ΕΕ και της ευρωζώνης δεν θα υπάρχουν πια ισορροπίες, υπό την έννοια ότι το αντίπαλο δέος, ο μοναδικός “αντίπαλος” της Γερμανίας, αποχωρεί. Αυτό καθιστά τη Γερμανία μονοκράτορα της ΕΕ και ανοίγει τον δρόμο για την πλήρη γερμανικοποίηση της Ευρώπης.

 

Ερ. Η Γαλλία δεν μπορεί να διαδραματίσει σε έναν βαθμό ρόλο αντίβαρου σε ένα τέτοιο σενάριο;

 

Απ. Φοβάμαι πως όχι. Ο ρόλος της Γαλλίας είναι συνεχώς μικρότερος και ασθενέστερος. Έχει υψηλό δημόσιο χρέος και ισχνές αναπτυξιακές προοπτικές. Δεν έχει κατά την άποψή μου την κρίσιμη οικονομική μάζα για να παίξει τέτοιο ρόλο. Πολύ φοβάμαι λοιπόν ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να κινείται στη βάση μιας πολιτικής που δίδει έμφαση στη δημοσιονομική προσαρμογή των χωρών, με πιέσεις για μεγάλες μειώσεις ελλειμμάτων και χρέους. Αυτό μεταφράζεται σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες σε λιτότητα. Το γερμανικό μοντέλο -πρώτα δημοσιονομική προσαρμογή και μετά ανάπτυξη- σημαίνει ότι την επόμενη δεκαετία θα δούμε πολύ σκληρότερα μέτρα.

 

Ερ. Πόσο βιώσιμο είναι αυτό το μοντέλο σε μια περίοδο που ήδη πολλές χώρες, όπως και η Ελλάδα, δέχονται ισχυρές πιέσεις και έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια για περισσότερα μέτρα;

 

Απ. Δεν είναι διατηρήσιμο υπό την έννοια ότι θα δούμε την κατάσταση πολλών χωρών να γίνεται ακόμη χειρότερη από ό,τι είναι σήμερα. Αντίθετα, η Γερμανία θα ωφεληθεί κι άλλο και η απόστασή της από τις υπόλοιπες χώρες θα μεγαλώσει. Ήδη από σήμερα δανείζεται με αρνητικά επιτόκια και δανείζει με 3%-4%. Ως αποτέλεσμα κατάφερε την τελευταία πενταετία να αυξήσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της κατά 180 δισ. ευρώ, ποσό πολύ υψηλότερο από αυτό που έλαβε από τις συνολικές εξαγωγές της σε Mercedes και BMW. Το 2025 θα έχουμε μια Γερμανία πολύ ισχυρότερη από ό,τι σήμερα και η εκτίμησή μου είναι ότι ενώ η Γερμανία θα ισχυροποιηθεί σημαντικά, επί του παρόντος όλο αυτό θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στα γενικότερα μακροοικονομικά μεγέθη της ΕΕ και της ευρωζώνης.

 

 

ΑΠΕΜΠΕ

 

SHARE
RELATED POSTS
Πλωτά φράγματα: Με αυστηρές συστάσεις προς την Αθήνα απαντά η Κομισιόν, του Κώστα Αρβανίτη
Ηλίας Καραβόλιας
Οι Άλλοι και Εμείς, τoυ Ηλία Καραβόλια
Ευχές από τον Παύλο Γερουλάνο, Υποψήφιο Δήμαρχο Αθηναίων

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.