Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

VIVRE C’EST L’AMOUR, του Χρήστου Χωμενίδη

Spread the love

Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

“Χτυπάει -που λες- η πόρτα, ανοίγει η μαμά μου και ποιές βλέπει στο κατώφλι; Δύο κοπελίτσες από το παραδιπλανό σπίτι! Καταλαβαίνεις, εργαζόμενες, ελευθερίων ηθών… “Ο μπάρμπα-Αλέξανδρος” της λένε “κυρά Κατίνα, ξέχασε σε εμάς το πουγκί του. Το βγάζει η μία από τον κόρφο της και της το δίνει. Τις ευχαρίστησε η μαμά – να μην τις ευχαριστήσει; Τις τράταρε και γλυκό…”

Το παραπάνω περιστατικό μού το διηγήθηκε, εβδομηνταπέντε χρόνια αργότερα, η γιαγιά Λώρα. Θα έπρεπε ίσως να σοκαριστώ -πέμπτη Δημοτικού πήγαινα- είχα όμως ήδη μπει στο κλίμα της. “Vivre c’est l’amour” ήταν η φράση που είχε κεντήσει με χρυσή κλωστή και την είχε κρεμάσει κορνιζωμένη πάνω από το κρεββάτι της. “Ζωή Σημαίνει Έρωτας”.
Έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του. Εφηβικός που γράφει ποιήματα, νεανικός που σε οδηγεί στη νυφική παστάδα ή στη βαριά κατάθλιψη ή και στα δύο, παράνομος που ολοκληρώνεται σε γκαρσονιέρες και σε εχέμυθα ξενοδοχεία, αγοραίος… Ακόμα και ανορθόδοξος, “διεστραμμένος” κατά τους ηθικολόγους. Όπως οι έρωτες που εμπνέουν τον Κωνσταντίνο Καβάφη.

Έπαιρνε η γιαγιά Λώρα τα Άπαντα του, “έλα να απαγγείλουμε!” μού έλεγε, “μονάχα όταν διαβάζεις φωναχτά το ποίημα το νοιώθεις…” Άνοιγε σε μια τυχαία σελίδα -“όλα αριστουργήματα είναι, έτσι κι αλλιώς”. Ξεκινούσε εκείνη κι εγώ επαναλάμβανα, στίχο-στίχο, “χωρίς αστείαν αιδώ για τη μορφή της απολαύσεως”. “Θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια που είδα, θα’ναι είκοσι χρόνια πριν… Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε. Έπειτα έφυγε, θαρρώ, στη Σμύρνη, για να εργασθεί εκεί, και πιά δεν ιδωθήκαμε…”

Στη Σμύρνη είχε γεννηθεί η γιαγιά Λώρα, από πατέρα Ανδριώτη, ο οποίος είχε εγκαταλείψει το νησί του λόγω φτώχειας και είχε στην πόλη κάπως προκόψει – διατηρούσε ένα συνοικιακό ποτοπωλείο, μια κάβα με κρασιά και τσίπουρα. “Η μαμά μου εγκυμόνησε εικοσιτρείς φορές. Στα πρώτα δώδεκα παιδιά που ήρθαν στον κόσμο έδιναν αρχαία ονόματα -Αγαμέμνων, Αφροδίτη- και πέθαιναν όλα πολύ μικρά. Μια γειτόνισσα έκανε τον συσχετισμό, “να βγάζετε αγίους!” τους συμβούλεψε. Η δεύτερη, χριστιανική, φουρνιά -εμείς οι οχτώ- ζήσαμε….” “Το Λώρα από πού προέρχεται, γιαγιά;” “Από το Ελεονώρα! Ο Δημητράκης μου το διάλεξε.”

Ο Δημητράκης ήταν ο λατρευτός της αδελφός, ο Δημήτρης Γληνός. Μού έδειχνε τη φωτογραφία που τής είχε στείλει από την εξορία – “στην τέλεια γυναίκα” έγραφε η αφιέρωση. Για τον έτερο επιφανή αδελφό της, τον πρωταγωνιστή τού Εθνικού Θεάτρου Γιώργο Γληνό, επεφύλασσε ένα αρκετά καυστικό σχόλιο. “Ατύχησε ο Γιώργος μας” έλεγε. “Συνέπεσε με τον Αιμίλιο Βεάκη. Τι να σου κάνει; Όσο ταλέντο και να έχεις, πώς να μη σε επισκιάσει ο Βεάκης;”

Τα υπόλοιπα παιδιά δεν είχαν διαπρέψει εξίσου – χρηματιστής είχε γίνει ο ένας, τυπογράφος ο άλλος, θυρωρός ο τρίτος – ο θείος Πάνος “ο καλός”… “Όταν όμως, το 1936, το Κόμμα πρότεινε στον Δημητράκη να τον κατεβάσει βουλευτή, τούς κάλεσε εκείνος όλους σπίτι του και ζήτησε την έγκρισή τους. Γιατί; Διότι ήμασταν οικογένεια.”

Φτάνοντας στην Αθήνα με την Καταστροφή -“Η Άννα μάς έσωσε! Μίλησε αγγλικά στους ναύτες και μάς ανέβασαν στο εγγλέζικο πλοίο..”- προσφυγοπούλα άνοιξε με την αδελφή της έναν οίκο μόδας. “Όχι δεύτερος απ’τους πρώτους. Πρώτος από τους δεύτερους. Έφερνε ο Τσούχλος τα πατρόν από το Παρίσι, έντυνε την ανωτάτη τάξη και την επόμενη σαιζόν μάς τα έδινε. Ράβαμε τις κυρίες των καλοστεκούμενων υπαλλήλων… Η Αδαμαντία έβγαζε τη χοντρή δουλειά. Εγώ είχα αναλάβει τις δημόσιες σχέσεις, προσέθετα σε κάθε ρούχο μια τσαχπινιά -ένα βελούδινο λουλούδι, μια μεταξωτή κορδέλα- κι ενθουσιαζόταν η πελάτισσα… Όταν αρρώστησε η Αδαμαντία και ένοιωσε ότι θα πεθάνει -σαράντα θα’τανε; βαριά…- αγόρασε τον τάφο των Γληνών στο Πρώτο. “Θα’ρθετε όλοι, αργά ή γρήγορα, παρέα μου…” είπε.”

“Παντρεύτηκα δύο θεούς. Με τον παππού σου δυστυχώς δεν ταιριάξαμε, χωρίσαμε σε τρεις μήνες, πριν καταλάβω καν ότι είμαι έγκυος στον μπαμπά σου. Λίγα χρόνια αργότερα, με ζήτησε ο Λύσσανδρος. “Έχω άριστες συστάσεις και από τον πρώην σύζυγό σας, κυρία Γληνού…” μού έκανε. “Δεν είσθε όμως τελεμές, αν δεν μού αρέσετε να σάς επιστρέψω στον μπακάλη. Θα ήθελα, πριν απ’τον γάμο, να σάς δω γυμνή…” Ταράχτηκα κάπως – συμβουλεύτηκα τον Δημητράκη μου. “Δεν έχει άδικο ο άνθρωπος. Δεν θα προχωρήσεις όμως σε πλήρη αποκαλυπτήρια. Θα εμφανιστείς με ένα κομψό κομπινεζόν, θα τον ενημερώσεις δε ότι φέρεις σημάδι από σκωληκοειδίτιδα”. Έτσι έγινε. Κι ο γάμος στέριωσε.”

“Απέκτησα δύο περίφημα παιδιά. Χήρεψα όμως πολύ νέα. Τι τα θες; Η ερωτική μοναξιά είναι η εσχάτη των ποινών. Vivre c’est l’amour!”

Όταν έχασε τη μικρότερη αδελφή της και λίγο αργότερα τον γιό της, η γιαγιά Λώρα -για να ψευτοπαρηγορηθεί- το έριξε στο κέντημα. Κέρδισε και διαγωνισμό στα ογδόντα της. Διάβαζε μανιωδώς, έκοβε από εφημερίδες και περιοδικά ό,τι την εντυπωσίαζε και το κολλούσε σε λευκώματα.

Την επισκεπτόμουν κάθε Σάββατο. “Καλά σε βλέπω, γιαγιά…” “Δεν βαριέσαι, αγάπη μου. Ακόμα κι όταν γελάω, από μέσα μου κλαίω. Δεν πρέπει όμως να επιβαρύνουμε τους άλλους με το πένθος μας. Η κάθε συναναστροφή είναι γιορτή. Όποιος δεν το εννοεί αυτό, ας μένει κλειδαμπαρωμένος..”-

*Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. Δημοσιεύεται και στα ΝΕΑ.

The article expresses the views of the author. 

iPorta

SHARE
RELATED POSTS
llll.png
Ίσως πάλι και να μη φταίμε. Γιατί τελικά, είμαστε μόνο άνθρωποι, του Νίκου Βασιλειάδη
Για τον Λάουντα, του Νίκου Βασιλειάδη
Το θέμα, βέβαια, είναι τώρα τι λες, του Άρη Μαραγκόπουλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.