Ανοιχτή πόρτα

Το κλειδί στο μέρος της καρδιάς, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

11805980_1612074449065268_1929602863_n.jpg
Spread the love

11805980_1612074449065268_1929602863_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* Η Ματίνα Ράπτη-Μιλήληείναι αναγνώστρια της Πόρτας.

 

3350580925_d2caac1d10_z.jpg

 

 

Κόσμος σε πλησιάζει, σου μιλά συμπονετικά, κλαίει, σου λέει αυτά ακριβώς τα λόγια που πρέπει να σου πει, τα διαλεγμένα ειδικά γι΄αυτές τις βαριές ώρες .

Σε παρατηρεί από μακριά, μετράει τον πόνο σου-έτσι νομίζει-σε συμβουλεύει, σου συμπαραστέκεται, ή απλά είναι εκεί.

Τρέμεις. Αυτό δεν μπορείς να το ξεχάσεις. Δεν είναι μόνο το κρύο.

Μαύρα ρούχα ασορτί με την μαύρη καρδιά σου. Κανένα άλλο χρώμα δεν αντέχεις πάνω σου αυτές τις στιγμές. Αυτά τα μαύρα τα θαμπά, μετά, όταν θα έχει περάσει η “περίοδος πένθους” που η ψυχή σου επιβάλει, μετά, δεν θα θέλεις ούτε να τα ξαναδείς. Τα πετάς, τα καταχωνιάζεις, τα μισείς, λες κι έφταιγαν εκείνα γι΄αυτόν τον αποχωρισμό, στο βάθος όμως μόνο τα φοβάσαι.

Στο πίσω μέρος του μυαλού σου, πίσω από τα κατακόκκινα μάτια σου που τρέχουν ποταμάκια, πίσω από ένα σφιγμένο στόμα που λες και δεν ανταποκρίνεται πια, εκεί στο θησαυροφυλάκιο της ψυχής σου, εκεί που φυλάς εικόνες, μυρωδιές, σκηνές από τα παιδικά σου χρόνια, εσύ βλέπεις τον μικρούλη σου εαυτό να κάνει ποδήλατο στην αυλή του πατρικού και τον μπαμπά σου να σε παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του. Δεν είσαι σίγουρη αν θυμάσαι την φωτογραφία ή την στιγμή. Δεν έχει σημασία.

 

Όπως και να΄ναι, εσένα σου φτάνει για φευγιό.

 

Να στέκεσαι δίπλα του, μισή μερίδα πιτσιρίκι, εκείνος να καθαρίζει ένα πορτοκάλι με το σουγιαδάκι του το σπαστό, αυτό με την ξύλινη λαβή και να σου δίνει τα πιο γλυκά και τρυφερά φετάκια δείχνοντάς σου πώς να το κάνεις και συ. Την ίδια στιγμή συνειδητοποιείς πως πρόσφατα έκανες ακριβώς το ίδιο στο δικό σου παιδί κι άντε πάλι ένας λυγμός…

 

Σε αγγίζουν συγκαταβατικά στον ώμο. Κουράγιο, σου λένε. Το μυαλό έχει όμως ήδη ξεφύγει. Είσαι πια στον αυτόματο πιλότο.

 

Οχι, δεν ήταν πάντα πολύ εκδηλωτικός…ή έτσι νόμιζες. Φτάνει που ήξερες πως ήταν εκεί. Δεν ήταν πολύ της αγκαλιάς και των φιλιών, αλλά τα μάτια του γελούσαν.

Μια φωτογραφία του στην μικρή κορνίζα στο σαλόνι.

Γιορτή στο σπίτι. Από αυτές τις μεγάλες, με φίλους, με συγγενείς. Χαμός. Οι μεγάλοι στην σάλα, οι γυναίκες πηγαινοφέρνουν πιατέλες μαμαδίστικες στα καλά τους σερβίτσια. Μερικά σπάνε απάνω στο γλέντι.

Σερβίρει το δικό του κρασί …

Ακόμα υπάρχουν λίγα μπουκάλια με το κρασί αυτό φυλαγμένα για ιδιαίτερες στιγμές που θα ΄ρθουν, μόνο που εκείνος δεν θα είναι εκεί να τις ζήσει.

 

Σου λένε πως από δω και πέρα θα σε φυλάει από ψηλά. Εσύ θα ήθελες να είναι εδώ, όχι “ψηλά”. Για λίγο ακόμα, έστω. Εγωισμός;

 

Σκέφτεσαι την μικρή φωτογραφία στην σκαλιστή κορνίζα.

Ο μπαμπάς με μια κανάτα να σερβίρει κρασί στο ποτήρι που κρατάει και να γελάει πονηρά στον φωτογράφο.

Εσύ είσαι ο φωτογράφος.

 

Ο μπαμπάς στην αυλή, στο σπίτι το πατρικό. Στην πολυθρόνα του, στο περιβολάκι του να φυτεύει, να κόβει σύκα από το δέντρο του δικού του πατέρα. Στο σπίτι της μάνας του που έχεις το όνομά της. Στο τζάκι να ανασκαλεύει τις στάχτες. Να φτιάχνει τον πρώτο καφέ αξημέρωτα.

Ο μπαμπάς στο τιμόνι του αυτοκινήτου του. Αυτό που σας πήγαινε οικογενειακές εκδρομές “εκπαιδευτικού χαρακτήρος”, που έλεγε και η μαμά.

Κι εσύ, ενώ το΄χεις σίγουρο πως θα ζαλιστείς και σε όλη την διαδρομή θα παίρνεις βαθιές ανάσες έχοντας στην μύτη σου κολλημένο μισό λεμόνι, δεν βλέπεις την ώρα να ξεκινήσετε .
Κάνεις παιχνίδι την διαδρομή μετρώντας αυτά τα τσιμεντένια κολονάκια που έγραφαν τα χιλιόμετρα και τον ρωτάς συνεχώς “πότε φτάνουμε;”, ενώ η μαμά από το μπροστινό κάθισμα του φωνάζει να μην τρέχει “Μην τρέχεις χριστιανέ μου”, τον μπουκώνει με κεφτεδάκια, αυγά βραστά, τυράκια και μήλα και τον κρατά πάντα σε εγρήγορση αλλάζοντας κασέτες στο “ηχοσύστημα” και διαβάζοντάς του τον χάρτη, όπως έπρεπε να κάνει κάθε καλός συνοδηγός που σέβεται τον εαυτό του.

Και μπορεί η μαμά να έκανε όλα αυτά τα “ζογκλερικά”, ο μπαμπάς ήξερε πού να βρει την καλύτερη ταβέρνα , αυτή που θα είχε κούνιες και καλό ντόπιο φαγητό.

Όχι, δεν πρέπει να χαμογελάσεις τώρα κι ας θυμήθηκες την καθιερωμένη στάση στο Casino για γλυκά του κουταλιού, για λουκουμάδες στα Καμμένα Βούρλα, τα καλαμάκια με το λαδωμένο ψωμάκι στην Λαμία, τα μέλια και τις ρίγανες που γέμιζαν το πορτμπαγκάζ, το “Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα” που του άρεσε να ακούει στην διαδρομή, το ψαθάκι που φορούσε τα καλοκαίρια και τα γυαλιά της μυωπίας του που στον ήλιο γίνονταν με “μαγικό” τρόπο σκούρα και σου έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση όταν ήσουν μικρή!

Οι σκέψεις γίνονται εικόνες και τρέχουν σαν αφηνιασμένα άλογα. Σαν να θέλεις να τα θυμηθείς όλα “τώρα” για να μηδενίσεις το “τώρα” που δεν πιστεύεις πως ζεις.

 

Είναι εκεί, στην κουζίνα, με την εφημερίδα του. Τα μεσημέρια, πάντα μετά το φαγητό νύσταζε ο καημένος.

Άκουγες την εφημερίδα να τσαλακώνεται σιγά σιγά και καταλάβαινες πως τον πήρε ο ύπνος. Τότε δεν μπορούσες καθόλου να καταλάβεις γιατί οι μπαμπάδες μετά το μεσημεριανό φαγητό ήθελαν πάντα να πάρουν έναν υπνάκο ενώ εσύ ήθελες να χαλάσεις τον κόσμο!

Δεν έκανες ησυχία πάντα, η μαμά φώναζε “Σσσσστ , ο πατέρας σας κοιμάται” αλλά το φώναζε τόσο δυνατά που στο τέλος μάλλον εκείνη τον ξυπνούσε, αλλά ποτέ του δεν σας μάλωνε …

Πόσο παράξενο!

 

Τον έβλεπες με το κοστουμάκι του, πιο μεγάλο πια, να κατηφορίζει στον δρόμο για το καφενείο, για να βρει την παρέα του, να πούνε τα δικά τους τα σοβαρά, τα πολιτικά , τα αστεία, αυτά που συνοδευόταν από συνωμοτικά βλέμματα και τους έκανε όλους γύρω από στο στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι με τα ουζάκια να σκάνε στα γέλια και συ φυσικά να μην καταλαβαίνεις το γιατί!

Τώρα μόνο καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι να μπορείς να γελάς και να χαίρεσαι τις στιγμές που στους άλλους ίσως μοιάζουν ασήμαντες…

Ακόμα θυμάσαι το τηλέφωνο του καφενείου που σε έβαζε η μαμά να τον ζητήσεις αν τον ήθελε κάτι. Ο κύριος στο τηλέφωνο σου έλεγε να περιμένεις μισό λεπτό και τον άκουγες να φωνάζει το όνομά του…βαβούρα, πνιχτά βήματα, η φωνή του και μετά η μαμά σου έπαιρνε το ακουστικό από το χέρι.

 

Σε σφίγγουν ακόμα στην αγκαλιά τους συγγενείς, φίλοι και κάποιοι άγνωστοι , που δεν έχεις ξαναδεί.

Σε αγκαλιάζουν με συγκατάβαση, με στοργή, κάποιοι με πόνο αληθινό. Ίσως και κείνοι να είχαν αναμνήσεις που μοιράστηκαν με τον δικό σου μπαμπά και κείνοι πονάνε μαζί σου και για σένα αλλά και για τους δικούς τους χαμένους αγαπημένους.

Σίγουρα κάτι θυμούνται, κάτι φοβούνται.

Πολλοί σου λένε πως σε καταλαβαίνουν γιατί τα έχουν περάσει. Αλήθεια είναι. Αυτοί όμως ξέρουν και κάτι άλλο. Ξέρουν πως ο πόνος δεν χάνεται αλλά με τον καιρό γίνεται πιο… υποφερτός. Αυτή τη στιγμή το θεωρείς αδιανόητο. Κι όμως, σύντομα, θα πεις και συ σε κάποιον που θα πονάει όπως εσύ σήμερα και θα το εννοείς πως:

“Αυτός ο πόνος μπαίνει σε μιαν άλλη θυρίδα, ξεχωριστή και το κλειδί μένει κρεμασμένο στο μέρος της καρδιάς σου με αλυσίδα που δεν σπάει ποτέ. ΠΟΤΕ. Αλλά διαλέγεις όλο και πιο σπάνια να το χρησιμοποιήσεις. Και αναλαμβάνει η ζωή με τις χαρές της και με τις άλλες λύπες που έρχονται απανωτά καμιά φορά και σε κάνουν να θυμάσαι πιο …”γλυκά”, σαν να πατάς στην άμμο ανάλαφρα και να σβήνουν οι πατημασιές πιο γρήγορα…Πρέπει να προχωρήσεις για να μην σε προλάβει το κύμα.”

 

Όλα μοιάζουν μαύρα και βαριά…η ατμόσφαιρα, τα βλέμματα, οι λέξεις.

Αλλά εσύ για μια μικρή απειροελάχιστη στιγμούλα, είσαι στον αέρα, αεροπλανάκι στα χέρια του.

Πώς τα θυμάσαι αυτά τα χέρια! Βαριά, λίγο ταλαιπωρημένα, δυνατά.

Σε πετάει ψηλά, ή σε κυνηγάει, ή εσύ τον κυνηγάς για να του πάρεις μια σοκολάτα από την μέσα τσέπη του σακακιού.

Το πάντα καθαρό μαντήλι με το μονόγραμμα στην έξω τσέπη. Ένα κομπολόι στην άλλη τσέπη. Σχεδόν πάντα διαφορετικό γιατί είχε την συνήθεια να τα χαρίζει. Αυτή η ανάμνηση με ήχο κρουστό, από χάντρες που χτυπάνε η μία την άλλη ρυθμικά.

Το ρολόι με το μαύρο δερμάτινο λουράκι. Το καλό του παλτό.

Έρχονται κι άλλες αναμνήσεις, κι άλλες κι άλλες και φτιάχνουν ένα μικρό βουναλάκι, σαν χιόνι που λιώνει σιγά σιγά στα μάτια σου και γίνεται αλμυρό δάκρυ…και το ένα δάκρυ φέρνει το άλλο. Μία χιονοστοιβάδα λιώνει στα μάτια σου.

 

Μα…. “η ζωή συνεχίζεται”. Σου λένε αυτοί που λένε πως ξέρουν, γιατί μάλλον την έχουν ζήσει αλλά και πάλι δεν τους έφτασε…

Αυτή τη στιγμή όμως γιατί νιώθεις σαν να έχει σταματήσει; Σαν να έχει παγώσει σε ένα εφιαλτικό καρέ;

Αυτό που θέλεις είναι να την γυρίσεις πίσω…Όχι μια δυο ώρες, όχι μια δυο μέρες. Να την γυρίσεις πίσω μήνες και χρόνια. Να είναι όλα καλά, να είσαι πάλι παιδάκι, να έχεις πάλι τον μπαμπά σου και να είναι καλά.

Να αισθάνεσαι ασφάλεια.

Να, αυτό θέλεις.

Το ξέρεις πώς δεν γίνεται . Δεν είσαι μωρό.

Ο μπαμπάς της δικής σου κόρης σου κρατάει σφιχτά το χέρι, σε κλείνει προστατευτικά στην αγκαλιά του. Πάμε.

 

Σου σφίγγουν πάλι το χέρι και συ κάνεις το ίδιο, λίγο μηχανικά, όλο και πιο πολύ όσο περνάει η ώρα. Τα βουρκωμένα μάτια των δικών σου συνωμοτούν μυστικά μαζί σου κάνοντας σκέψεις φευγιού. Πάμε.

Η μαμά ζει την δική της απώλεια. Ποιος να ξέρει πόσα περνούν από το μυαλό της . Ποια ζωή ξαναζεί πίσω από τα κόκκινα μάτια της. Τι κρύβει η κάθε σύσπαση στο χλωμό της πρόσωπο. Πόσες ρυτίδες θα γράψουν στο πρόσωπό της την απουσία του.

Στις ώρες του πόνου όλοι θυμούνται και κάτι διαφορετικό.

Καμιά φορά προσπαθούν να μετρήσουν την αγάπη.

Εντελώς μάταιο.

Μερικές φορές θυμούνται με διαφορετικό τρόπο αυτό που εσύ θυμάσαι.Στο λένε κιόλας. Δεν σε πειράζει.

Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθείς να συγχρονίσεις τις μνήμες που ζουν σε διαφορετικές ψυχές.

Γίνεσαι σοφός μέσα σε λίγες ώρες.

Μέσα σ’ ένα σκοτεινό, χιονισμένο απόγευμα.

Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από ενα κενό κι έναν πόνο που μοιάζει αβάσταχτος αλλά, τί περίεργο, δεν θα είναι.

Θα μείνει εκεί να χάσκει στο πίσω μέρος του μυαλού σου και κάθε που θα έρχονται Κυριακές, Χριστούγεννα, γιορτές, γενέθλια, χαρές –γιατί θα έρθουν κι αυτές, πρέπει να έρθουν- θα κουδουνίζει όλο και πιο δυνατά το κλειδί που κρέμεται στο μέρος της καρδιάς σου και θα την ξυπνάει.

Προς το παρόν, αντίο μπαμπά.

Και να ξέρεις, όταν σε ρώτησα εκείνο το μεσημέρι που πονούσες “τι θέλεις” και συ μου απάντησες “τα πάντα”, ήξερα τι εννοούσες.

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Παρατηρώντας τις Πρέσπες (μέρος 2ο), του Αλέξανδρου Μπέμπη
Ανθρώπινα, της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου
Γιατί ταΐζω τα σπουργίτια;, του Κωστή Α.Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.