Η πολύπαθη Σμύρνη είχε υποστεί πολλά βάσανα πριν παραδοθεί στις φλόγες του 1922. Το 1797 έζησε μια πραγματική τρομοκρατία.
Στο Λεβάντε- την Ανατολή- οι εντάσεις ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες οξύνονταν μερικές φορές τόσο πολύ, που οι αρχές δεν έκαναν τίποτε για να σταματήσουν τις ακρότητες που λάμβαναν χώρα. Οι εκρήξεις βίας φανέρωναν την αγανάκτηση του ντόπιου πληθυσμού για τον τρόπο, που χάρη στην κατάργηση των περίφημων διομολογήσεων, προστατεύονταν οι εγκληματίες.
Στα τέλη του 18ου αιώνα οι ξένες πρεσβείες και τα προξενεία πουλούσαν πιστοποιητικά διπλωματικής προστασίας- τα μπεράτ- που περιλάμβαναν απαλλαγή οθωμανικών φόρων, ασφάλεια και προστασία, μια τεράστια απόδειξη της διάβρωσης της εμπιστοσύνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1796, Δαλματοί υπήκοοι της Βενετίας άρχισαν να κατακλύζουν τη Σμύρνη με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ταβέρνες και τα καταστήματα που πουλούσαν οινοπνευματώδη ποτά. Οι γενίτσαροι, σταλμένοι να επιβάλουν το νόμο και την τάξη στις μεγάλες πόλεις, είχαν μετατραπεί σε εκβιαστές και υποκινητές ταραχών.
Ο συνδυασμός των δύο αυτών ομάδων αποδείχτηκε μοιραίος.
Στις 12 Μαρτίου 1797, κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης, όπου Ιταλοί ακροβάτες, που ταξίδευαν κάτω από την προστασία του Αυστριακού προξένου,παρουσίαζαν τις ικανότητές τους, δύο Κεφαλλονίτες- που αν και Έλληνες θεωρούνταν Βενετοί υπήκοοι- δολοφόνησαν έναν γενίτσαρο, επειδή ήθελαν να παρακολουθήσουν το θέαμα χωρίς να πληρώσουν. Αυτή η δολοφονία παρέμεινε ατιμώρητη, παρά τις απαιτήσεις των Αρχών. Οι πρόξενοι της Βενετίας και της Ρωσίας, καθώς και οι δραγουμάνοι τους αρνήθηκαν ότι γνώριζαν πού βρίσκονταν οι δολοφόνοι. Οι Κεφαλλονίτες διέφυγαν με πλοίο.
Η πόλη της Σμύρνης, που από καιρό είχε αγανακτήσει με τις ασυδοσίες των Βενετών, βρέθηκε μετά από αυτή τη δολοφονία σε αναβρασμό. Ο καδής, σαν ένας νεώτερος Πόντιος Πιλάτος, ένιψε τα χέρια του για τα επεισόδια που τυχόν θα ακολουθούσαν.
Τρεις μέρες αργότερα(15 Μαρτίου) μια μεγάλη ομάδα γενίτσαρων παρήλασε στους δρόμους της πόλης, κρατώντας το ματωμένο πουκάμισο του νεκρού συντρόφου, απειλώντας ότι θα έπαιρναν το αίμα των xian(=Χριστιανών).
Εξακόσιοι γενίτσαροι μπήκαν στον Φραγκομαχαλά κρατώντας δεμάτια ξύλων, έβαλαν φωτιά σ’ ένα χριστιανικό χάνι, στην άκρη του μαχαλά, άρχισαν να σκοτώνουν όποιον έβρισκαν μπροστά τους κι έδιωξαν τους πυροσβέστες που πήγαν να σβήσουν τη φωτιά.
Ο νοτιάς που άρχισε να φυσάει άπλωσε τη φωτιά στις συνοικίες των Φράγκων, των Ελλήνων και των Αρμενίων. «Το μόνο που άκουγε κανείς από παντού ήταν πυροβολισμοί που τους συνόδευαν τρομερές κραυγές, οι οποίες μαζί με τα φρικτά ουρλιαχτά των ετοιμοθάνατων και των τραυμaτιών δημιουργούσαν μια φοβερή σκηνή», γράφει ο βαρόνος Φον Κρέμερ( ένας από εκείνους που ήθελαν να παραδoθούν οι φονιάδες).
Ολόκληρος ο Φραγκομαχαλάς, πολλές εκκλησίες και εννέα προξενεία καταστράφηκαν. Πάνω από 1,500 Χριστιανοί- κυρίως Έλληνες- έχασαν τη ζωή τους. Ανάμεσά τους και εξήντα μαθητές που κάηκαν όταν πυρπολήθηκε το σχολείο τους.
Τα παιδιά των Χριστιανών πουλήθηκαν σκλάβοι. Όλοι οι Φράγκοι κατέφυγαν σε ξένα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στον κόλπο.
Όταν έπεσε το βράδυ και οι γενίτσαροι δεν είχαν να σφάξουν κανέναν, πήγαν στο τελωνείο και παρακολουθούσαν την εξέλιξη της φωτιάς- το έργο των χειρών τους.
Πληρώματα από βενετικά και ρωσικά πλοία βγήκαν στην πόλη για να πάρουν μέρος στη λεηλασία και τους φόνους, παραβιάζοντας τις αποθήκες που είχαν απομείνει άθικτες, ψάχνοντας για λάφυρα.
Την επόμενη μέρα, σε μια χαρακτηριστική κίνηση που στόχευε στην παραποίηση των γεγονότων,οι τοπικές Αρχές υποχρέωσαν τους κατοίκους να υπογράψουν μια δήλωση προς την κεντρική Κυβέρνηση, λέγοντας ότι τα γεγονότα οφείλονταν σ’ ένα ατύχημα χωρίς μεγάλη σημασία.