Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Σαββατοκύριακο στο Αγκίστρι, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Pane di Capo Kallithea Springs & Delivery 2241003600- κοντά σας κάθε στιγμή! 

 

 

Ήταν ένα σαββατοκύριακο στο Αγκίστρι. Σ’ εκείνο το νησάκι του Αργοσαρωνικού που το γυρνούσες όλο με τα πόδια με τρείς ώρες περίπατο. Πήγαινες μόνο με θαλάσσιο δελφίνι και κυκλοφορούσες με μηχανάκι. Σε όλο το νησί υπήρχαν μόνο δύο αυτοκίνητα. Και αυτά αραγμένα στο λιμάνι. Οι δρόμοι ήταν μικροί και οι πεζοί αρκετοί. Πού να οδηγήσεις;

Ο Θάνος κατέβηκε άκεφα από το πλοίο της γραμμής. Είχε πάρει μαζί του τα ρούχα που φορούσε και άλλο ένα πουκάμισο, οδοντόβουρτσα και τσιγάρα. Ήθελε να περάσει μόνος εκεί το σαββατοκύριακο. Την προηγούμενη μέρα το δικαστήριο του είχε κάνει ασφαλιστικά μέτρα, δέσμευση της ακίνητης περιουσίας του, μπλοκάρισμα των τραπεζικών λογαριασμών που αναφέρονταν στο όνομα του. Και επιπλέον είχε υποχρέωση μέχρι την επίσημη δικάσιμο να πληρώνει τα δύο τρίτα του μισθού του στην γυναίκα και τα παιδιά του ως προστατευόμενα μέλη.

Η ιστορία κρατούσε από παλιά. Ο ίδιος ήταν έμπορος έργων Τέχνης με χώρο στο Κολωνάκι περισσότερο από είκοσι χρόνια. Όλα πήγαιναν καλά για τον ίδιο, τη δουλειά του και την οικογένειά του. Εκτός από τη διάθεσή του. Κάτι δεν του άρεσε, κάτι ψυχανεμιζόταν, αλλά αδυνατούσε να το προσδιορίσει. Ξαφνικά ένα μεσημέρι, η καλή του τού λέει: «Θα φύγω τρεις μέρες γα να ξεκουραστώ. Όταν επιστρέψω θα ήθελα να έχεις σκεφτεί σοβαρά την πρόταση που θα σου κάνω. Ή βάζεις στην τράπεζα το ποσό που είχα πάρει από τον πατέρα μου, όταν παντρευτήκαμε, πολλαπλασιάζοντάς το επί τα χρόνια που σε ανέχομαι με όλα τα στραβά σου. Στα χρήματα δικαιούχοι θα είναι τα παιδιά κι εγώ. Διαφορετικά θα σου τα πάρω όλα δικαστικά. Και θα προκληθεί και ζημιά κοινωνική. Εγώ υπ’όψιν την άποψη του κόσμου δεν την παίρνω. Εσένα θα σε πειράξει. Σκέψου και μου λες, την Κυριακή που επιστρέφω».

Δεν το περίμενε τόσο αποφασιστικό το ξέσπασμά της, αλλά δεν τον αιφνιδίασε κιόλας. Του άρεσε που ήταν ανεξάρτητη οικονομικά και δεν τον επιβάρυνε με κανένα έξοδο. Και του άρεσε ακόμα περισσότερο που τεράστιο όγκο των εξόδων του σπιτιού και των παιδιών το κάλυπτε εκείνη. Βολευόταν. Είχε και το μικρόβιο της τσιγγουνιάς.

Δεν της έδωσε σημασία προφανώς και η Όλγα αποφασισμένη πήγε σε δύο δικηγόρους ζητώντας διαζύγιο. Του το’ χε πετάξει πολλές φορές.

«Δεν θα πάρεις σύνταξη, αν με χωρίσεις».

«Στα παλιά μου τα παπούτσια η κωλοσύνταξή σου. Μέχρι που να πεθάνεις εσύ ο αναίσθητος, θα έχω πεθάνει άπειρες φορές εγώ, όπως με τσιτώνεις συνέχεια. Δεν περνώ καλά μαζί σου. Παντρεμένος μου είσαι άχρηστος. Σε διάσταση κερδίζω περισσότερα».

«Αυτή ήσουν πάντα. Συμφεροντολόγα».

«Εσύ μιλάς που επενδύεις μόνο στα μασουράκια σου και τα ντουβάρια; Θυμάσαι κάτι εκτός από λογαριασμούς και χρήματα; Λέω… τα παιδιά σου … ένα ζευγάρι παπούτσια που τους αγόρασες, έστω να τους δώσεις χρήματα για να ντυθούν. Αν δεν ήμουν να καλύπτω ό,τι χρειάζονται, εγώ ακόμα με τα βαπτιστικά τους θα κυκλοφορούσαν. Ξεμπερδεύεις με πενταροδεκάρες, σε ανεχόμαστε με τη μιζέρια σου και βγαίνεις και παραπονούμενος. Άντε πνίξου».

Τέτοια και ακόμα πιο σκληρά λέγονταν και οι σχέσεις τους πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Έτσι η Όλγα είχε ξεπεράσει τον όγκο των ενδοιασμών για το διαζύγιο. Ούτως ή άλλως μόνη της ζούσε, σε τίποτα δεν την κάλυπτε, γιατί να τον είχε στα πόδια της; Ακόμα και σεξουαλικά δεν την έλκυε πια.

Οι δικηγόροι την διαβεβαίωσαν για ό,τι ακολούθησε. Ασφαλιστικά μέτρα, προσωρινή διατροφή μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και όλα τα λοιπά, που πόνεσαν πολύ τον Θάνο γιατί η ανασφάλεια τώρα ήταν διπλή: και χωρίς οικογένεια και με χέρι στα λεφτά του. Ή μάλλον πολλαπλάσια. Πλήγμα κοινωνικό, υποτίμηση σε κάθε επίπεδο και τα παιδιά του απέναντί του.

‘Έτσι, το Αγκίστρι θα ήταν η δική του ψαριά, μήπως και βρει για δυο εικοσιτετράωρα την ηρεμία του. Στην πραγματικότητα αποζητούσε τη λύση, που θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση.

Πήγε σε ένα μικρό δωμάτιο που έβλεπε τη θάλασσα. Ήταν χαρισματικό το τοπίο. Γαλήνιο μπλε, με πολύχρωμα νερένια αστεράκια που έπαιζαν με τον ήλιο πάνω στην αμμουδιά. Φόρεσε το μαγιό του και νηστικός κατέβηκε για μια βουτιά. Δίπλα του άπλωσε την πετσέτα του ένα καλοβαλμένο κορίτσι που του ζήτησε φωτιά χαμογελώντας. Της πρόσφερε, αντάλλαξαν δυο κουβέντες και ξαναβυθίστηκε στο πρόβλημά του.

«Εσύ θέλεις παιχνίδια τώρα, αλλά ποιος σου κάθεται;» σκέφτηκε.

Αποφάσισε ξαφνικά να νοικιάσει μια στολή δύτη. Θα βουτούσε εκεί γύρω από το νησάκι για να πιάσει χταπόδια. Και χταπόδια να μην έπιανε, θα ήταν στη θάλασσα. Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα. Θα το ευχαριστιόταν τουλάχιστον. Ούτε τη θάλασσα φοβόταν, ούτε και το βυθό της. Δεν θυμήθηκε στη ζωή του να έχει ποθήσει περισσότερο να βουτήξει στα νερά της. Ίσως μόνο σε τούτο το θηλυκό να άξιζε να κάνει κάποια θυσία. Ακόμα και τον εαυτό του. Όχι οπουδήποτε αλλού. Μόνο για την θάλασσα.

Νοίκιασε τον εξοπλισμό και αποφάσισε να βουτήξει ξημέρωμα Κυριακής. Δεν τον έβιαζε κάτι. Αν ήθελε, έφευγε για την Αθήνα την Κυριακή. Αν όχι μπορούσε να μείνει όσο ήθελε στο Αγκίστρι. Αυτός ήταν το αφεντικό. Δεν έδινε σε κάποιον αναφορά. Και στην τελική… ας τους άφηνε λιγότερα.

Το βράδυ πήγε μόνος του σε μια ψαροταβέρνα. Ήπιε δυο μπύρες και πριν πληρώσει για να φύγει, του ήρθε κέρασμα μια τρίτη από τον κοπέλα της παραλίας. Την ευχαρίστησε, την κάλεσε στο τραπέζι του και μίλησαν περισσότερο. Παρατηρούσε πόσο εκφραστική ήταν όταν μιλούσε, πόσο έντονες χειρονομίες έκανε, πόσο πάθος είχε στις απόψεις της και του θύμισε την Όλγα, όταν γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν. Ή τουλάχιστον νόμιζαν πως αγαπήθηκαν. Του είπε πως δούλευε σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, του ζήτησε τον αριθμό του και μετά να κοιμηθούν μαζί. Εκείνος χαμογέλασε. Σκέφτηκε πως θα ήταν ανόητος αν έχανε την ευκαιρία. Πλησίασε να τον φιλήσει και του ήρθε η μυρωδιά της μαστίχας από το στόμα της. Ξαναθυμήθηκε την Όλγα. Στο σπίτι είχε τοποθετήσει σε κάποιο ντουλάπι ένα μικρό ποτηράκι για σφηνάκι που το είχε γεμίσει με σταγόνες μαστίχας σε ακανόνιστο σχήμα. Αντί για τσίχλα χρησιμοποιούσε αυτά τα μικρά και συμπαγή, κρυστάλλινα δάκρυα . Δέχτηκε το φιλί της που ήταν ερεθιστικό. Ανέβηκαν στο δωμάτιό της. Μπήκε μέσα της μαγεμένος, έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε. Πετάχτηκε κατά τις τέσσερις. Αθόρυβα ντύθηκε, έκλεισε την πόρτα και επέστρεψε στο δωμάτιό του. Ήταν σχεδόν ξημέρωμα. Η χαρά του ήταν να βουτήξει νωρίς στα νερά, προτού ανατείλει για τα καλά ο ήλιος.

Κατέβηκε στην παραλία, άναψε τσιγάρο, το κάπνισε μέχρι γόπας και φόρεσε την στολή. Βούτηξε σαν το χέλι και εξαφανίστηκε. Προχωρούσε, προχωρούσε, προχωρούσε. Κάποια στιγμή αφέθηκε στην αγκαλιά του νερού πάνω στην επιφάνεια την ώρα που ο ήλιος είχε ανατείλει για τα καλά. Έκλεισε τα μάτια και είδε σε ταινία την ζωή του. Την κόρη του από τότε που ήταν μωρό μέχρι τώρα που ετοιμαζόταν για την ορκωμοσία της, του γιού του που ξεκινούσε σπουδές, της Όλγας που χανόταν στη μυρωδιά της. Δάκρυσε και πλημμύρισαν τα μάτια του από νοσταλγία. Τόσα χρόνια χαμένα; Ναι, η Όλγα είχε δίκιο. Ήταν πολύ μίζερος και φιλοχρήματος μαζί τους. Σχεδόν απών. Στις υποχρεώσεις του ήταν η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, το ενοίκιο του σπιτιού της φοιτήτριας. Και ένα λειψό κάθε εβδομάδα super market. Πάντα αγόραζε ό,τι ο ίδιος θεωρούσε χρήσιμο, σπανιότερα τι ήθελαν οι άλλοι. Τα σχολεία, τα φροντιστήρια, τις δαπάνες για τα βιβλία, για τις ανάγκες τους, αυτά τα ατελείωτα και συνεχή έξοδα, τα κάλυπτε η Όλγα. Σκέφτηκε πως αν ζητούσε μετανιωμένος συγγνώμη, η Όλγα θα σταματούσε την διαδικασία του διαζυγίου. Δεν το ήθελε και αυτή ουσιαστικά. Ο ίδιος την αγνοούσε επιδεικτικά, όχι μια, αλλά αμέτρητες φορές. Το είχε αποφασίσει. Θα της ζητούσε να τα ξαναβρούν. Θα ζητούσε απ’ όλους τους συγγνώμη. Τι στη ευχή, το αίμα νερό δεν γίνεται. Τα παιδιά του θα τον δέχονταν. Και θα μετέπειθαν και τη μάνα.

Ήθελε να φύγει σήμερα για την Αθήνα. Έβαλε πλώρη για να επιστρέψει στην ακτή. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που δεν άκουσε ότι το δελφίνι της γραμμής Πειραιάς –Αίγινα – Αγκίστρι ερχόταν καταπάνω του. Νόμιζε ότι τα αυτιά του άκουγαν την καρδιά του. Δεν πρόφτασε να δει τον κίνδυνο. Οι έλικες των πέδιλων του υδροπτερύγου άρπαξαν την φιάλη οξυγόνου και τον έσκισαν. Το νερό κοκκίνισε. Ο κυβερνήτης σε τρία λεπτά θα ήταν στο λιμάνι. Δεν καλοκατάλαβε τι είχε συμβεί.

                                                                                                              ***

Η κηδεία του Θάνου, αφού περισυνέλεξαν ό,τι κατάφεραν, έγινε σε ανοιχτό κύκλο. Η Κολωνακιώτη Αθήνα αποχαιρετούσε τον αγαπημένο της γκαλερίστα. Ο Θάνος ήταν πολύ αγαπητός στους πελάτες και συνεργάτες του. Κρατούσε τις ισορροπίες χωρίς ακρότητες και υπερβολές. Η Όλγα είχε παγώσει από την εξέλιξη της ζωής της. Τα παιδιά το ίδιο. Αμηχανία, θλίψη, τύψεις, ματαιότητα έβλεπαν παντού. Βλέμματα θολά σαν τα τελευταία δάκρυα συγκίνησης του Θάνου μέσα από τη μάσκα.

Μετά από μία εβδομάδα ανοίχτηκε η διαθήκη του. Κανείς τους δεν είχε ιδέα. Τους άφηνε όλους τους αγαπημένους του πίνακες ως έμπορος και συλλέκτης ο ίδιος. Στην Όλγα και στα παιδιά. Τους εξηγούσε σε ποιους και πόσο θα πουληθούν οι πίνακες της γκαλερί που ήταν στο Κολωνάκι. Α, και κάποιες μετοχές που είχε. Στα οικονομικά και τα επαγγελματικά του ήταν όλοι τους ανενημέρωτοι. Και η σύνταξή του: δικαιούχοι η νόμιμη οικογένειά του.

 

                                                                                                             ***

Έχουν περάσει από τότε δύο χρόνια. Η γκαλερί του Κολωνακίου εξακολουθεί να λειτουργεί με την εποπτεία της Όλγας. Μετά το μνημόσυνο των δύο χρόνων, φανερά πιο ήρεμη ανοίγει λίγο καθυστερημένα την γκαλερί. Την περιμένει μια καλοβαλμένη κοπέλα. Την χαιρετά ευγενικά και την παρακαλεί να ρίξει μια ματιά στους πίνακες. Η Όλγα ασφαλώς και της επιτρέπει. Έχει κάτι μυστηριώδες και μελαγχολικό. Τη περιεργάζεται με διακριτικότητα. Έπειτα τη ρωτά:

«Γνωριζόμαστε από κάπου;»

Η κοπέλα διστάζει να απαντήσει.

«Μου φαίνεστε πολύ οικεία, αλλά δεν με βοηθά η μνήμη μου. Έχουμε ξανασυναντηθεί…»

«Ναι, απαντά η κοπέλα… στην κηδεία του Θάνου».

«Γνωρίζατε τον Θάνο; Είστε πελάτισσα;»

«Πελάτισσα; Όχι, δεν τον ήξερα και καλά…».

«Δηλαδή;»

«Τον γνώρισα λίγες ώρες προτού συμβεί το δυστύχημα. Στο Αγκίστρι…».

«Α… Και;».

Σιωπή.

«Σας είχε πει κάτι που πρέπει να μάθω;».

«Όχι. Απεναντίας. Δεν είχε διάθεση ούτε για κουβέντα, ούτε για γνωριμίες. Εγώ τον πλησίασα γιατί ένοιωσα πως ήθελα να τον γνωρίσω. Μου προκάλεσε λύπη το πρόσωπό του. Ήταν πολύ θλιμμένος. Τόσο που φοβήθηκα πως ήθελε να απαλλαγεί από κάτι, κάποιον… Δεν μιλήσαμε καν για σας, τα παιδιά σας, τη δουλειά σας. Μετά το δυστύχημα ρωτώντας έμαθα ποιος ήταν, ποιοι είστε όλοι σας. Συγγνώμη ,να σας αφήσω…».

«Γιατί μου τα λες όλα αυτά τώρα; Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω;”.

«… θα ήθελα κάτι δικό του. Μια φωτογραφία του μόνο…».

«Από κάποιον που γνώρισες λίγες ώρες πριν το θάνατό του; Έτσι κάνεις συνήθως…;».

«Μόνο μια φωτογραφία του. Τίποτα άλλο… Για να μην ξεχάσω την εικόνα του. Και να μπορώ να τον περιγράψω στο παιδί μου».

Παρατεταμένη σιωπή. Βρε τον Θάνο, παιχνίδια που της έκανε από κει που ήταν… η κοπέλα συνέχισε:

«Να… το ένα δυστύχημα ήταν αυτό που ξέρουμε. Το άλλο που ίσως για αυτόν να ήταν δυστύχημα, ήταν για μένα ευτύχημα. Μου έδωσε ό,τι ήθελα από αυτόν. Ένα παιδί. Χωρίς βέβαια να το επιδιώξει, χωρίς να το θέλει καν. Χωρίς να ρωτηθεί. Ακόμη κι αν ζούσε, μόνη μου θα το μεγάλωνα».

Η Όλγα αναζήτησε την πολυθρόνα του γραφείου της. Ανέκτησε την ψυχραιμία της και την ρώτησε κοιτώντας ίσια στα μάτια:

«Πες μου τι θέλεις από μένα;».

«Σας είπα, μια φωτογραφία του, αν υπάρχει… Νοιώθω θρασύς, αλλά είμαι ειλικρινής. Δεν ζητώ ούτε να γνωριστούν τα παιδιά σας με τον μικρό μου, ούτε χρήματα, ούτε κάτι άλλο. Μόνο μια εικόνα του… Να μην έχω εκείνη της θλίψης στο μυαλό μου. Δεν θέλω να είναι θλιμμένος στη μνήμη μου. Θέλω να τον φτιάξω αλλιώς… Για το παιδί μου».

Η Όλγα ένοιωσε σκουπίδι. Η ίδια είχε ξεχάσει πόσο τρυφερή και συναισθηματική ήταν κάποτε μαζί του. Τώρα απαλλαγμένη από τα έντονα συναισθήματα και κουρασμένη από τις προσπάθειες που είχε καταβάλλει τα τελευταία χρόνια για την σχέση τους, κάπου- κάπου ζούσε με τις ενοχές που της τροφοδοτούσε το κοφτερό της μυαλό. Ποτέ δεν φαντάστηκε, όμως, όλα αυτά που δεν πρόφτασε να τους πει ο Θάνος εκείνη την Κυριακή. Ούτε φανταζόταν ένα ξενοπήδημα με μια άγνωστη. Στην ουσία δεν ήταν μαζί με τον Θάνο. Δεν είχε καν περιθώριο για να νοιώσει απατημένη. Κι όμως τα παιδιά της ίσως να είχαν ένα μικρό αδελφό.

Της έδωσε την φωτογραφία που ζήτησε. Αυτήν που είχε πίσω από το γραφείο της. Την ρώτησε αν χρειάζεται κάτι άλλο. Η κοπέλα δεν ήθελε τίποτα. Της θύμισε τον εαυτό της πριν από είκοσι χρόνια. Περήφανη και πολύ συναισθηματική. Σχεδόν ονειροπόλα και επιλεκτικά ρεαλίστρια. Χαμογέλασε. Ίσως η ίδια να μην ήξερε ακριβώς τι ήθελε στη ζωή της. Βεβαιώθηκε, όμως, για το τι ήθελε ο Θάνος.

 

Το μεσημέρι κλείνοντας την γκαλερί κατευθύνθηκε προς την πλατεία Κολωνακίου. Κάθισε στο συνηθισμένο τραπέζι, παρήγγειλε ένα ποτήρι λευκό κρασί και ήπιε στην υγεία της κοπέλας που της θύμισε τον συναισθηματικό αυθορμητισμό της. Την ξεχασμένη της Όλγα.

Ήθελε να την ξανασυναντήσει.

Ίσως να της θύμιζε, γιατί κάποτε ερωτεύτηκε τόσο πολύ τον Θάνο.

 

H κομψότητα στο κόσμημα λέγεται Amor-amor www.amoramor.gr 

 

Τζίνα Δαβιλά

SHARE
RELATED POSTS
Ταριχεύσεις, του Δημήτρη Κατσούλα
Πιστεύω εις μιαν, αγίαν, λαχταριστήν σπανακόπιτα…, της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου
Η μοίρα σου εσύ μονάχος είσαι, του Χρήστου Χωμενίδη
3 Σχόλια
  • Χ.Μ.
    26 Σεπτεμβρίου 2014 at 14:57

    Ανε βρε Τζινού
    Βάλε και μια τέτοια “στήλη” να γράφουμε τον καημό μας.Αλλά στήριξε γερά την Πόρτα γιατί θα τρίξει.

  • Τζίνα Δαβιλά
    26 Σεπτεμβρίου 2014 at 13:33

    και άλλα πολλά στο προσεχές Γέροντα, καλησπέρα στη Σαλονίκη!

  • Γεροτάσος
    26 Σεπτεμβρίου 2014 at 05:04

    Οἱ γυναῖκες, ὅταν περάσει ὁ ἔρωτας, ἀρέσκονται νά ἐπικρίνουν τούς ἄντρες βασιζόμενες στό ἐπιφανειακό, λησμονῶντας τό ἐσωτερικό πού κάποτε λάτρεψαν. Οἱ ἀντρες, ὅταν περάσει ὁ ἔρωτας, ἀρέσκονται νά κρύβουν ἀπό τίς γυναῖκες τό μέσα τους, λησμονῶντας τήν ἐποχή πού τούς τό ἀποκάλυπταν ἀνενδοίαστα. Ναί, ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις. Οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι… ἐξαιρέσεις.

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.