Κάπου ανάμεσα στους δυο μεγάλους πολέμους, σε μια φορτωμένη από σοδιές χρονιά του πάνω Αφιάρτη, μα δε βάζω και το χέρι μου στη φωτιά. Θαρρώ τότε που τα σπαρμένα χωράφια έμοιαζαν με ομορφοστολισμένες κανακαρές νύφες, τότε λοιπόν ξεκίνησαν την κατασκευή του δρόμου από τη πρωτέουσα της Καρπάθου, από τα Πηγάδια προς το Απέρι και τα πέρα χωριά.
Έπρεπε να δουλέψουν γεροί τεχνίτες, μαστόρια τόσο αντρειωμένα που να νιώθουν τα εσώψυχα κάθε μικρούλας πέτρας, να προσέχουν να μην την πονέσουν κι όμως να φτάνει ένα χτύπημα σα χάδι, για να ανοίξει και να κοπεί μαλακά σε δυο ίσια κομμάτια.
Τρεις Μενετιάτες, μαζί με άλλους Καρπάθιους, έπιασαν δουλειά σε εκείνα τα έργα. Δυο Νικολήδες και ο Μηνάς, ετοίμασαν με προσοχή τη βδομαδιάτικη κουμπάνια τους. Ο καθένας είχε το τουβρά του, ένα ταγάρι μέχρι τα μπούνια γεμάτο με παξιμάδια, ελιές, ασκάδια και σκληρό τυρί. Φτωχικά, μα δε βαριέσαι, αν δεν χρειάζεται να ξενιτευτείς και καταφέρνεις ένα τίμιο μεροκάματο στον τόπο σου νιώθεις σα μικρός Θεός!
Το ήξερε καλά ετούτη η παρέα, αφού και οι τρεις είχαν βρεθεί μετανάστες, εργατάκια στη μακρινή Περσία. Γνώριζαν το ψωμί της ξενιτιάς και τον ξοδεμένο χρόνο μακριά από τους αγαπημένους τους.
Και να τους! Σηκώθηκαν από τα μαύρα χαράματα, σημείο συνάντησης ήταν ο καφενές στη κάτω πλατεία των Μενετών, (τότε ακόμη ήταν αληθινή πλατεία) και αφού ήπιαν από έναν μερακλίδικο Ελληνικό, πιάσαν την κατηφόρα.
Από τη μια οι φιλικές κουβέντες και από την άλλη ο μακρύς δρόμος, που έμοιαζε να έχει τον ατέλειωτο, έκανε τις καρδιές τους να δουλεύουν λίγο παραπάνω, τα κορμιά τους να ιδρωκοπούν κι όλο να σχεδιάζουν με τα λόγια το γεφύρι που θα έχτιζαν, βλέπεις η ίδια παρέα είχε σηκώσει και το γεφύρι της Ζαζόπετρας.
Κάποτε φτάσανε πια στο Χα και πριν πάρουν φωτιά τα σφυριά και τα καλέμια τους, πετάχτηκαν σε ένα γειτονικό σπιτάκι, ένα μικρό σταυλάκι από εκείνα που χρησίμευαν για να μένουν οι εργάτες από τα πέρα χωριά. Εκεί διάλεξαν τα γιατάκια της νυχτερινής τους ξεκούρασης και τακτοποίησαν τα μπογαλάκια τους, φύλαξαν τους τουβράδες με το φαγητό τους.
Το μικρό πέτρινο δωμάτιο ήταν αφρόντιστο και εγκατελειμμένο και έτσι σκέφτηκαν τους μικρούς παρείσακτους και πεινασμένους επισκέπτες. Ο ένας Νικολής και ο Μηνάς έκλεισαν σφιχτά το τουβρά τους κι έπειτα το πλάκωσαν, για καλό και για κακό, με μικρά αγκωνάρια. Ο τρίτος της παρέας είχε διαφορετική άποψη, βρήκε ένα ξεροτρόχαλο καλάθι κι εκεί μέσα έβαλε το βδομαδιάτικο φαγητό, έπειτα πήρε ένα στραβό σίδερο και αφού το έμπηξε στο μεσιανό χοντρό ξύλο, αυτό που κρατούσε όλη την οροφή, κρέμασε το καλάθι και κάμαρωνε για την έξυπνη ιδέα.
Μωρέ πιο καλά στα ψηλά, εκεί πάνω δεν θα σκεφτούν να πετάξουν τα μαμούνια, μα ούτε και τα περαστικά πεινασμένα λιακόνια και οι φίλοι τους!
Φουριόζοι κατέβηκαν στο ποτάμι κι έπιασαν δουλειά, μα όταν κάποτε γύρισαν πεινασμένοι βρήκαν το μικρό σπιτάκι μαγαρισμένο από ποντικούς!
Φαίνεται πως τα ζωντανά είχαν μυρίσει το τυρί και τις κρεμμυδοκουλούρες και δεν κρατήθηκαν, έκαναν ένα γερό πλιάτσικο. Όμως δεν είχαν καταφέρει να ξεσκεπάσουν τα σκεπασμένα ταγάρια από τις πέτρες και ανέβηκαν γραμμή στο καλάθι του Νικολή, δεν του άφησαν ούτε ένα ψίχουλο κι όσο για το τυρί, ακόμη θα γλύφουν τα μουστάκια τους.
Ο Νικολής απογοητεύτηκε, όμως δεν είπε κουβέντα, πέρασε όλη τη βδομάδα με δανεικό ψωμοτύρι. Περήφανος αλλά ντελιασμένος από τη λόρδα περίμενε το Σάββατο να επιστρέψει στο χωριό, πρώτα να γεμίσει τη κοιλιά κι ύστερα τη πάνινη τσάντα που θα ξαναέπαιρνε μαζί του.
Πράγματι την επόμενη Δευτέρα οι τρεις μάστορες ξαναγύρισαν στη δουλειά, θα περνούσαν ακόμη έξι μέρες στο σταυλάκι, μα τώρα φρόντισαν πολύ προσεκτικά τη κουμπάνια τους. Ειδικά ο Νικόλης που είχε καεί, σχεδίασε με επιμέλεια την ασφάλεια του φαγητού του. Κρέμασε έναν μακρύ σπάγκο και από εκεί κρέμασε στον αέρα το καλάθι του, που φρόντισε να το κλείσει όσο πιο καλά μπορούσε.
Τώρα να σε δω ρε άτιμε ποντικέ, έλεγε και ξανάλεγε σίγουρος πια για τα φρέσκα παξιμάδια, τον καβρουμά και το τυράκι του.
Έπειτα κίνησαν χαμογελαστοί για το γεφύρι που έχτιζαν στο Χα.
Το απόγεμα δεν πρόλαβαν να ανοίξουν το μάνταλο από το στυλάκι όταν άκουσαν εκείνους τους παράξενους ήχους, που έμοιαζαν με ροκανίσματα από μικρούτσικα πριονάκια!
Ήταν μια συντροφιά από Αθεόφοβους ποντικούς που είχαν βρει τρόπο και χώθηκαν ξανά στο καλάθι. Ούτε οι σπάγκοι, ούτε τα κρεμάσματα τους κράτησαν μακριά, ήταν τόσο πεινασμένοι που έφαγαν και τα καλάμια από το καλάθι! Μόλις είδαν τους εργάτες αν και φαγωμένοι έγιναν καπνός.
Ο Νικολής αναψοκοκκίνισε, ἀστραψε κεραυνούς όλο το πρόσωπο του και δεν άντεξε, ξάπλωσε ανάσκελα στο πάτωμα και φώναξε με όλη του τη δύναμη προς τον ουρανό:
Αχ βρε κερατά που έκαμες τον άνθρωπο να σκοντάφτει στη γαουρά και το ποντικό να περπατά πάνω στο σπάγκο…
Από μια καλοκαιρινή αφήγηση του Γιάννη Σακελλάκη, στο αέρα της πάνω πλατείας των Μενετών Καρπάθου.
– See more at: http://www.iporta.gr/alithines-istories-xronografimata-menu/item/8308-sa-paramythi-me-pontikoys-petres-ki-anthropous-tou-manoli-dimella#sthash.orrdWneq.dpuf
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr