Βιβλίο

ΡΕΚΒΙΕΜ, Η τριλογία της Αθήνας [της Έρσης Σεϊρλή]: Το βιβλίο που διάβασα, του Κωστή Α.Μακρή

Kostis A. Makris
Spread the love

Kostis A. Makris

 

 

 

 

 

 

 

    

Κωστής Α. Μακρής  

 

 

 

 

 

REKBIEM_CO._ERSH_SEIRLH_KAM_08DEC17_LR.jpg

 

 

ΡΕΚΒΙΕΜ
Η τριλογία της Αθήνας
Της Έρσης Σεϊρλή

 

«Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα»
«El sueño de la razón produce monstruos»
Γραμμένο (στα Ισπανικά) σε ένα χαρακτικό
τού Ισπανού ζωγράφου και χαράκτη Φρανσίσκο Γκόγια
(εποχή δημιουργίας του έργου 1797-1799 της χρονολογίας μας,
πολύ κοντά στη Γαλλική επανάσταση)

 

 

 

Ο τίτλος ΡΕΚΒΙΕΜ υπονοεί κηδεία ή κάτι τέτοιο.

Ειδικά με τον υπότιτλο «Η τριλογία της Αθήνας».

Κάτι παράξενο όμως συμβαίνει μ’ αυτό το βιβλίο.

Δείχνει να είναι ένα βιβλίο θυμού, οργής, πένθους, θλίψης. Έχει όμως μέσα του και χιούμορ και αγάπη για την Αθήνα και παρ’ όλο που είναι γεμάτο από συναισθήματα εκδίκησης απέναντι σε όσες και όσους ρημάξανε και ρημάζουν την Αθήνα, έχει και συμπόνια.

Μοιάζει να είναι ένας επιτάφιος θρήνος για μια πόλη στα τελευταία της.

Κι όμως…

Η Αθήνα βγαίνει ολοζώντανη μέσα απ’ αυτό το βιβλίο!

Σε πολλά σημεία είναι εμφανής η συγκάλυψη ή αποσιώπηση «μη πολιτικά ορθών» χαρακτηρισμών για τα πάσης φύσεως παράσιτα, σκώρους, σκουλήκια, ποντίκια, σαράκια και άλλα «όντα» που διαβρώνουν το αστικό μας περιβάλλον.

Βάζω το «μας» ως εκ γεννετής Αθηναίος και ερωτευμένος με την Πόλη μου, ακόμα και τώρα που την τραυματίζουν και την ασκημαίνουν χιλιάδες τακτικοί ή περιστασιακοί βιαστές της.

 

«Πόσο καιρό είχε να νιώσει τόση χαρά, τόση ευεξία; Πνιγμένος στα φαντάσματα της νύχτας, κυνηγημένος από τα λάθη και τις ενοχές του, έσβηνε στο σκοτάδι. Και ιδού τώρα ενώπιόν του μια απολλώνια οδός, στρωμμένη με φως και μουσική. Θα ήθελε να την πάρει από την αρχή, ξεχνώντας τα περασμένα ξαναχτίζοντας ένα καινούριο μέλλον, χωρίς εγκληματικά λάθη αυτή τη φορά. Θα ξαναζούσε πράττοντας το σωστό για το ταλέντο του και δεν θα χαραμιζόταν σε άχρηστες συναναστροφές. Στο κάτω κάτω την αγαπούσε την Αθήνα του. Θα την έδειχνε αυτήν την αγάπη, δεν θα την κρατούσε για τον εαυτό του.» [1]

 

Είχα παλιά μια μηχανή. Εννοώ μοτοσικλέτα. Μου την έκλεψαν. Πήρα άλλη. Κι εκείνη μου την έκλεψαν. Ήταν μηχανές ευγενείς, με καλή και ήπια εξάτμιση, δεν ήταν τίποτα «κλαστούρια». Γουργουριστό ήχο βγάζανε, δεν τάραζαν τους πεζούς και κάναμε όμορφα ταξίδια μαζί.
Μετά πήρα αυτοκίνητο και ακόμα οδηγώ.

Για πολλά χρόνια κατοικούσα στην Κυψέλη.

Για πολλούς λόγους, δεν μένω πια εκεί.

Αλλά τη ζω την Αθήνα. Την ξέρω την Αθήνα και τις γειτονιές της. Μπορώ ακόμα να ανακαλύπτω στους περιπάτους μου ομορφιές ανείδωτες σε πολλούς. Όπως και διακρίνω τις ουλές (κυριολεκτικώ: ουλές, τραύματα) αλλά και τις μουντζούρες και τις ακαλαίσθητες επεμβάσεις κακοτεχνών του δρόμου, που είναι το αντίθετο του «καλλιτέχνη του δρόμου».
Έχω ―κατά τύχη ή ατυχία― βρεθεί σε ακατανόητους εμπρησμούς στα Εξάρχεια και σε κυνηγητά «κουκουλοφόρων» με τις «δυνάμεις της τάξεως».

Έχω δει νεαρά «κόκαλα», τίγκα στην παραμύθα, να αραδιάζονται χωματιασμένα σε δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο ή το Πεδίο του Άρεως.

Έχω δει «ντηλς» μέρα μεσημέρι, έχω δει πρεζόνια μεταξύ καθαρτηρίου και κολάσεως, να τα κλαίει η μάνα τους κι ο Δάντης, ο ποιητής.

Έχω εισπνεύσει δακρυγόνα και έχω θυμώσει πολύ με πολλά.

Θα μπορούσα να είμαι εγώ ο Μάρκος των Εξαρχείων, ο πρωταγωνιστής της Έρσης Σεϊρλή.

Θα μπορούσε να μου τη δώσει μια μέρα και ν’ αρχίσω να σπάω. Να τα σπάω. Όχι στα μπουζούκια. Στον δρόμο να τα σπάω. Να σπάω μηχανές και παπο-κλαστούρια με πειραγμένες εξατμίσεις που σου ταράζουν όλο το νευρο-αντιπαθητικό σύστημα. Να σπάω αυτοκίνητα παρκαρισμένα σε ράμπες ΑΜΕΑ ή καβαλημένα στο πεζοδρόμιο που να μην ξέρει από πού να περάσει η μάνα με το καρότσι του μωρού της ή η γυναίκα με το καρότσι της λαϊκής. Να σπάω το αυτοκίνητο του κάθε ανεγκέφαλου ξιγκόκωλου-σαρανταπιθαμόκωλου, που έχει φορτώσει με ηχητικά ξεράσματα τα 500 Βατ του ηχοσυστήματός του και περνάει από τα στενά σαν λεγεώνα φορτωμένη με τις σάλπιγγες της Ιεριχούς, ικανή να σου γκρεμίσει κάθε τοίχο συμπόνιας για τους ολετήρες της πόλης που αγαπάω και κάνουν ό,τι μπορούν για να μ’ εμποδίζουν να την αγαπάω. Να ρίχνω μπούφλες στο βλαμμένο που κατουράει χρώματα με σπρέι σ’ έναν φρεσκοασπρισμένο τοίχο, σαν γεννετικά τροποποιημένο μπογιατζο-χεζο-περίστερο.

 

 

Το γράψιμο είναι μια μορφή ελευθερίας υψηλού επιπέδου.
Η φαντασία δεν έχει όρια παρά μόνο αυτά που της βάζουμε εμείς.
Και «τίποτα το ανθρώπινο δεν είναι ξένο» σε όποια/όποιον αφήνει τη φαντασία του να κάνει κουμάντο στο πληκτρολόγιο, στο στυλό ή στο μολύβι.

 

Απ’ αυτό το σημείο μέχρι την κατασκευή ενός μυθιστορήματος ή μιας μυθοπλασίας ―έτσι προτιμώ να αποκαλώ το βιβλίο της Έρσης Σεϊρλή κι ας με συγχωρέσει η συγγραφέας― υπάρχουν ιδέες, λέξεις και φράσεις που η/ο συγγραφέας πρέπει να τους φορέσει το χαλινάρι της φόρμας, να τα υποτάξει μέσα σε μια κοίτη νοημάτων ικανών να συγκινήσουν και να παρασύρουν τον αναγνώστη μέχρι το τέλος, που μπορεί και να μην είναι η θάλασσα στην οποία καταλήγουν τα ποτάμια και κάθε είδους ρέματα.

 

Η Έρση Σεϊρλή έγραψε ένα βιβλίο εκρηκτικής ποιητικής οργής και παραμυθένιας ατομικής εκδίκησης (τύπου «Ζορό», «Ρομπέν των Δασών» και άλλων «εκδικητών» ή «βιτζιλάντε», που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους) με «κακούς» όλους τους διεστραμμένους, ενθαρρυμένους και ενισχυμένους βιαστές της πόλης της.

Διεστραμμένους από τις συνθήκες, ενθαρρυμένους από την ανοχή και ενισχυμένους από την άγνοια του τι σημαίνει μια πόλη και ειδικά η Αθήνα.

Στο βιβλίο της όμως απόφυγε ―συνειδητά, υποθέτω― τους ύφαλους του «πολιτικαντισμού» (με την κομματική έννοια) και της στοχοποίησης «εχθρών». Παρ’ όλο που περιγράφει τους επικίνδυνους σκοπέλους τής ρηχότητας κάθε ιδεολογικής εμμονής.

 

Ο Μάρκος των Εξαρχείων είναι πλασμένος και εξοπλισμένος από τη δημιουργό του για μια ζωή μέσα στο πεντάγωνο λογικής, τέχνης, χιούμορ, κατάθλιψης και τρέλας μ’ έναν τρόπο που θυμίζει τόσο τον Ζορό και τον πρωταγωνιστή του «V for Vendetta» όσο κι έναν αποφασισμένο Αργοναύτη ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.

Θέλει να ξεφύγει από κάπου, θέλει κάπου να πάει, θέλει να καταφέρει κάτι αλλά αυτά που θέλει και επιδιώκει δεν θα του χαριστούν μ’ ένα ταξίδι του νου ή του σώματός του. Θα τα κατακτήσει με βαριοπούλες, μαχαίρια και άλλα όπλα.

Ο Μάρκος των Εξαρχείων είναι ένας τρομερά θυμωμένος άνθρωπος. Τόσο βαθιά ―κι όχι περιστασιακά― θυμωμένος που μπορεί να διαχειρίζεται με ψυχραιμία τις καταστροφικές δυνάμεις του θυμού του.

Έχει χάσει πολλά εκτός από μία «αγαπημένη» Μαρία. Έχει συνθηκολογήσει με την ιδέα ότι ποτέ και κανένας άντρας δεν μπορεί να έχει για πάντα δική του μια Μαρία αν δεν της δώσει «γην και ύδωρ», άνευ ορίων και όρων.

Βλέπει όμως να χάνει και την Πόλη του. Και χωρίς την Πόλη του γίνεται «άπολις». Κάτι που είναι χειρότερο από ανέστιος, φτωχός ή εργένης. Αυτό που βιώνει ο Μάρκος με την «προσβολή» ―από τους «άλλους»― της Πόλης του, είναι κάτι που αγγίζει τον ορισμό του απολίτιστου. Άνθρωπος μακριά από νόμο και αλληλεγγύη.

Ο θυμός του δεν είναι μια «σύντομη τρέλα» αλλά μια απόφαση για ξέφρενη δράση και προσωπική εκδίκηση απέναντι στα τέρατα ―μηχανικά και «έμψυχα»― που αλλοιώνουν την αγαπημένη του Αθήνα και της στερούν τον μακραίωνο πολιτισμό της.

Ο Μάρκος των Εξαρχείων εμφανίζεται στο βιβλίο ως ένα ιστορικό πρόσωπο, με γνωστή ημερομηνία γέννησης, με σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με σπουδές μουσικής (κιθάρα) και σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου. Την ιστορία του μας την αφηγείται ο συγγραφέας Φίλιος Τρύγου που ―ω, της μυθοπλασίας!― είναι ένα πλάσμα ιστορημένο από τη συγγραφέα Έρση Σεϊρλή και γι’ αυτό απολύτως έγκυρο και αξιόπιστο.

Ο Μάρκος των Εξαρχείων σπάει αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες και αποδίδει δικαιοσύνη και ησυχία στην Πόλη. Είναι ο κατ’ εξοχήν εχθρός τού παρά φύσει θορύβου, του παρά φύσει καβαλήματος πεζοδρομίων και όλων των εκδηλώσεων του άκρατου εαυτουλισμού των ασυνείδητων πολιτών.

Ο Μάρκος των Εξαρχείων δεν είναι αναρχικός. Είναι η Υπέρτατη Αρχή.

Αλλάζει και όνομα!

Από Μάρκος Κλοτσοστέφανος γίνεται Μάρκος Δαφνοστέφανος, η Δόξα τού σμπαραλιάσματων των μηχανοκίνητων τεράτων ή τερατοκίνητων μηχανημάτων.

 

Όλο αυτό το τέχνασμα μου θυμίζει μια αφηγηματική «Ματριόσκα» (ρώσικη πολλαπλή κούκλα) με πολλές κούκλες/ιστορίες τη μία μέσα στην άλλη και στο τέλος, μέσα μέσα φωλιασμένο, τον ―κατά τη γνώμη μου― πυρήνα του βιβλίου:

«Ζούμε χειρότερα και από βρικόλακες.

»Χωρίς στοχασμό, χωρίς όνειρα, χωρίς μνήμες. Με μόνους μύθους, τους τηλεοπτικούς. Ο θάνατος μας βρίσκει σαν τις μωρές παρθένες μπροστά στην τηλεόραση. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η έλλειψη αστικής αυτοπεποίθησης έχει κουρελιάσει και το υποκειμενικό σύμπαν». [2]

Η αφηγηματική «Ματριόσκα» της Έρσης Σεϊρλή πολλαπλασιάζεται με τις διάφορες επιστολές προς τον Μάρκο των Εξαρχείων από θαυμαστές, θαυμάστριες και εχθρούς. Τον επαινούν, τον βρίζουν, τον απειλούν. Και μέσα απ’ αυτό τον ορυμαγδό επαίνων, συγχαρητηρίων, απειλών και ψόγων, η συγγραφέας καταγράφει τη νοσηρή σχέση των «Αθηναίων Πολιτών» με το (πάλαι ποτέ) Κλεινόν Άστυ.

 

Ο τίτλος ΡΕΚΒΙΕΜ, που αγκαλιάζει τρία αφηγήματα («Ο Μάρκος των Εξαρχείων», «Περίληψη Καταστροφής» και «Ρέκβιεμ»), δεν εμπεριέχει καμιά ευχή για Requiem aeternam (αιώνια ανάπαυση) της Αθήνας.

Μοιάζει με επιτάφια ή επικήδεια χριστιανική λειτουργία αλλά μόνο ως τέτοια εμπεριέχει μια υπόσχεση ανάστασης.

Η λεπτή ειρωνεία που διαπερνάει, και στα τρία μέρη, το βιβλίο της Έρσης Σεϊρλή το κάνει πολύ πιο ευανάγνωστο από ένα ζοφερό «τέκνο οργής», κάτι σαν παλαιοκομματικό και ξύλινο Μανιφέστο των «επαναστατημένων» κατοίκων μιας πόλης ―και μιας χώρας― για την ανάκτησή της, με αγώνα ενάντια στους κατακτητές της.

Το πρόβλημα της Αθήνας, αλλά και της χώρας, όπως διαφαίνεται στο «ΡΕΚΒΙΕΜ», είναι κυρίως αυτό: Όχι μόνο αγνοούμε αλλά και αδιαφορούμε για το ποιος είναι ο βασικός εχθρός. Κι όχι μόνο αδιαφορούμε, αλλά ―μέσα στη μακάρια αφέλειά μας― τον φιλοξενούμε κιόλας και επιτιθέμεθα σ’ εκείνους που δεν είναι εχθροί.

Το βιβλίο δεν δίνει οριστική απάντηση για το ποιος είναι και ποιος δεν είναι ο εχθρός.

Περιγράφει ιδιότητες εχθρών. Περιγράμματα ολετήρων. Σκιές απειλών.

Τρέλα, αδιαφορία, εγωισμός, μοναξιά, θυμός, μίσος, φτώχεια, ξεσπίτωμα, παυσίπονα και πρέζα, κονόμα, απληστία, εκμετάλλευση, απονιά…

Τόσοι πολλοί οι εχθροί.

Το κύριο «όνομα» όμως του Εχθρού το αφήνει για τον αναγνώστη• και καλά κάνει.

Γιατί ο ΕΧΘΡΟΣ ―όπως και ο Θεός― είναι ανείπωτος.

Αν τον ονομάσεις, αν τον ορίσεις, αν τον περιγράψεις με σαφήνεια, σχεδόν παύει να υπάρχει.

Ή κι αν υπάρχει, δεν μπορεί πλέον να σε κυριεύσει. Το άγνωστο, το κρυφό και το ανείπωτο είναι αυτά που σε βάζουν από κάτω και σου αλλάζουν τα φώτα.

Η συγγραφέας είναι υποψιασμένη για το πού κρύβεται ο εχθρός αλλά δεν μας πλασάρει βεβαιότητες. Ούτε μας παροτρύνει φανερά να κοιτάξουμε τον καθρέφτη, ίσως επειδή τον φοβάται και η ίδια.

Δεν διακινδυνεύει να αποδώσει τις βαθύτερες ευθύνες σε συγκεκριμένες ανθρωποομάδες ή «συμφέροντα». Φοβούμενη ―υποθέτω― ότι αυτό θα έμοιαζε με μια άλλου είδους ιδεοληψία, παρόμοια με αυτήν που θέλει να εξορίσει από την Πόλη, και προσφέροντάς μας ταυτόχρονα μιαν ατραπό για αυτοπαρατήρηση και στοχασμό.

 

Η γραφή της Έρσης Σεϊρλή έχει επάρκεια, πλαστικότητα και γνώση των φορτίων των λέξεων, τόσο στις σημασίες τους και τις αξίες τους όσο και στα προφορικά τους ηχοχρώματα. Αλλάζει ανάλογα με το ποιος και γιατί μιλάει. Έχει τριτοπρόσωπα και πρωτοπρόσωπα κομμάτια που μας ωθούν στην κατανόηση των προσώπων και της ιστορίας, ακόμα κι όταν ο/η «ομιλών/ομιλούσα» παρουσιάζουν δείγματα εμφανούς διαταραχής ή αμορφωσιάς.

Έγραψα πιο πριν κάτι για κυριολεκτικές αλληγορίες.

Οι κυριολεξίες είναι πάντοτε ―κατά τη γνώμη μου, φυσικά― αλληγορίες με άλλο πρόσωπο. Ισχύει και αντιστρόφως: οι αλληγορίες είναι οι κυριολεξίες μιας άλλης παρέας. Αν πεις σε κάποιον ότι είναι απολίτιστος, μπορεί και να γελάσει. Αυτό είναι ένα δείγμα πολιτισμού, αντιφατικό ίσως. Αλλά αν είναι όντως απολίτιστος, θα εκλάβει την κυριολεξία σου ως υβριστική αλληγορία και μπορεί και να σε σκοτώσει πριν ενδιαφερθεί να μάθει τι εννοούσες με τον χαρακτηρισμό «απολίτιστος».

 

Η Αθήνα είναι, για πολλές και πολλούς, μια απάνθρωπη πόλη.
Εγώ έχω μια αμφίθυμη στάση απέναντι στην πόλη που γεννήθηκα και ζω.
Υπάρχουν περιοχές της, γειτονιές, που σε διώχνουν αν δεν είσαι ικανός να τις δεις με το μάτι του «χρήστη» κατοίκου που γνωρίζει τι να δέχεται, τι να αποφεύγει και πώς να συμβιώνει με τη γειτονιά. Εδώ, αυτό το «χρήστη» κατοίκου ίσως θεωρηθεί λογοπαίγνιο. Δεν είναι όμως, παρ’ όλο που θα ταίριαζε.

 

Οι υγιείς πόλεις, σκέφτομαι μετά την ανάγνωση του ΡΕΚΒΙΕΜ, δεν αρρωσταίνουν τους κατοίκους τους.
Και η Αθήνα, εδώ και πολλά χρόνια, δεν είναι μια υγιής πόλη.
Δεν είναι επομένως παράλογο να έχει τόσους άρρωστους κατοίκους.

 

Το ΡΕΚΒΙΕΜ της Έρσης Σεϊρλή είναι ένας επικήδειος λόγος αλλά όχι για κηδεία.
Είναι ένας λόγος ποιητικός, αλληγορικός ―μέσα από τις κυριολεξίες του, το ξαναλέω― που η μόνη συγγένεια που έχει με τη λέξη κηδεία είναι η λέξη «κήδος», που κάποτε σήμαινε και φροντίδα εκτός από πένθος. Φροντίδα τόσο για τους ζωντανούς όσο και για τους πεθαμένους.
Είναι και θυμωμένος λόγος του ΡΕΚΒΙΕΜ, χωρίς όμως ο θυμός του να γίνεται αδιέξοδη γκρίνια και μιζέρια αυτολύπησης.
Πότε όμως θυμώνουμε;
Όταν κάποιος ή κάτι μας ενοχλεί, μας απειλεί, μας αδικεί.
Ή ενοχλεί, απειλεί, αδικεί κάποιον ή κάτι που αγαπάμε.
Η Έρση Σεϊρλή την αγαπάει την Αθήνα.
Και είναι φανερό, για μένα, ότι το «ΡΕΚΒΙΕΜ, Η τριλογία της Αθήνας» γράφτηκε με αγάπη, σεβασμό και φροντίδα για μια πόλη που απειλείται, αδικείται και δεν αγαπιέται, όσο θα της άξιζε, από τους κατοίκους της.

 

09 Δεκεμβρίου 2017

 

Αποσπάσματα:
[1] ΡΕΚΒΙΕΜ, σελ. 47
[2] ΡΕΚΒΙΕΜ, Πρόλογος, σελ. 14

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Τίτλος: Ρέκβιεμ, Η τριλογία της Αθήνας
Συγγραφέας: Έρση Σεϊρλή
Σχεδίαση εξωφύλλου: Στάθης Ζαλίδης
Εκδότης: Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 2016
Διαστάσεις: 13,3 Χ 20,4 εκ.
208 σελίδες
ISBN 978-960-537-216-3

SHARE
RELATED POSTS
Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» – Με τον ήλιο στα μάτια (κεφάλαιο 18ο), του Νίκου Βασιλειάδη
Διαβάζοντας: “Εύα”, του Άγγελου Κουτσούκη
Η γαλιάντρα και ο Αντώνης Σαμαράκης, της Ωραιοζήλης-Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.