Αναγνώστες

Paper man, της Λίνας Βέλκου

Spread the love

 

 

 

 

 

 

* Η Λίνα Βέλκου είναι πληροφορικός και αναγνώστρια της Πόρτας

 

 

«Δε θα προλάβω». Ξανακοιτάω το ρολόι μήπως δεν είδα καλά. Είμαι στην εξώπορτα, αλλά είναι ήδη 8:20, «δε θα προλάβω». Σήμερα είναι Τρίτη δεν θα είναι στον 8:30 θα είναι στο αμέσως προηγούμενο. Εκτός αν έχει καθυστερήσει … το λεωφορείο όχι εκείνη! Αχ! Εκείνη είναι πάντα στην ώρα της στην στάση και περιμένει.

 

Θυμάμαι την πρώτη φορά βρεθήκαμε μέσα στο λεωφορείο. Νυσταγμένος εγώ, θολωμένος καθόμουν στην μέση του λεωφορείου σε κάθισμα ανάποδο προς την φορά του. Εκείνη ανέβηκε 2 στάσεις μετά από εμένα, κάθισε απέναντί μου. Όχι ακριβώς απέναντι, παρεμβαλλόταν η φυσούνα του λεωφορείου καθώς επίσης και 2 όρθιοι επιβάτες. Παρόλα αυτά υπήρχε οπτική επαφή. Εξαρχής μου τράβηξε το βλέμμα , όχι μόνο το δικό μου. Γυναίκα 2 μέτρα ανέβηκε στο λεωφορείο – λογικό – άντρες, γυναίκες να γυρίσουν να την κοιτάξουν. Άλλα βλέμματα απλώς πέρασαν και τραβήχτηκαν έξω από το τζάμι που κοιτούσαν από πριν, άλλα έμειναν λίγο παραπάνω και το δικό μου αχόρταγο να την κοιτάει από πάνω ως κάτω. Ευτυχώς με έσωζαν τα γυαλιά ηλίου, έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Το βλέμμα μου την ακολουθούσε μέχρι που βρήκε να καθίσει … εκεί απέναντί μου. Ασυναίσθητα χαμογελούσα που δεν είχα χάσει την οπτική επαφή και καταντράπηκα (στιγμιαία) που την είδα να με κοιτάει επίμονα και να μου χαμογελάει. Ακόμη και μέσα από τα γυαλιά ηλίου οι ματιές μας συναντήθηκαν, δεν ήταν τόσο σκούρα όσο νόμιζα. Με τον πρωινό ήλιο να με χτυπάει φαινόταν όχι μόνο πως την κοιτούσα, αλλά κατάλαβε πως την παρατηρούσα. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε αυτή η τόσο έντονη στιγμή μέχρι να τα συνειδητοποιήσω όλα αυτά και αμέσως γύρισα το κεφάλι μου να κοιτάξω έξω από το παράθυρο.

Ένιωθα περίεργα, προσπαθώντας να το κρατήσω καλά κρυμμένο μέσα μου. Περήφανος, γοητευμένος, ενθουσιασμένος και πολλά άλλα ταυτόχρονα. Είχα ξυπνήσει για τα καλά. Ήταν όπως όταν ανοίγεις το καπάκι μιας κατσαρόλας που γεμίζει ο τόπος πιτσιλιές, αυτές ήταν πιτσιλιές νοστιμάδας! Έτσι ένιωσα την πρώτη φορά και έτσι ένιωθα κάθε φορά που την συναντούσα.

Ποτέ δεν καταφέραμε να συναντηθούμε ολόκληρη την εβδομάδα. Οι πιο συνηθισμένες μας μέρες ήταν Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη. Απέφευγα να κάθομαι σε διαφορετικές θέσεις. Όταν δεν έβρισκα φρόντιζα να στέκομαι στο μέσο του λεωφορείου, πιο σπάνιες φορές στο τέλος του καθώς όταν έμπαινα ήταν γεμάτο από κόσμο και η μόνη πόρτα από την οποία μπορούσα να ανέβω ήταν η τελευταία.

Ανέβαινα πάντα πρώτος και δυο στάσεις μετά ανέβαινε εκείνη. Είχα το νου μου, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσα να είμαι διακριτικός και να μην καρφώνομαι. Όταν ανέβαινε καθόταν στο κέντρο και μόλις βολευόταν όρθια ή καθιστή το βλέμμα της με έψαχνε, το ένιωθα.

Αυτό ήταν το ενθαρρυντικό σημάδι μου, πως με κοιτούσε όταν της έδινα την ευκαιρία και δεν την κοιτούσα εγώ. Τις περισσότερες φορές γελούσα από μέσα μου Υπήρχαν φορές που χαμογελούσα και δεν μπορούσα να το κρατήσω μέσα μου. Την ένιωθα να με κοιτάει, να με περιεργάζεται. Πόσο πολύ ήθελα να πάω να την φιλήσω! Αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε πρώτα να βρω το θάρρος να της μιλήσω!

Υπήρχαν και οι στιγμές εκείνες που ήθελα και εγώ να την χαζέψω και γύριζα το κεφάλι μου προς το μέρος της, πάντα με τα γυαλιά ηλίου. Μου άρεσε που την έβλεπα χαμογελαστή ενώ οι περισσότεροι ήταν νυσταγμένοι και κατσούφηδες. Μου άρεσε που την έβλεπα πάντα στην τρίχα ντυμένη και φτιαγμένη, όχι πάντα επίσημα ακόμη και με πιο καθημερινά ρούχα ξεχώριζε. Μου άρεσε που την έβλεπα με τακούνια αν και είναι ψηλή, κάτι που δεν με συμφέρει καθόλου καθώς είμαι πιο κοντός ακόμη και με τα ίσια που φορούσε, αλλά δεν με πτοούσε. Έπρεπε να βρω κάτι να της πω. Με κολάκευε που το καταλάβαινε πως την κοιτούσα και απλά με ένα χαμόγελο της γυρνούσε αλλού το κεφάλι της. Με άφηνε να την χαζεύω. Να την χαζεύω και να φαντάζομαι!

Μέσα σε αυτήν την περίεργη καθημερινότητά μας, υπήρχαν οι άσχημες μέρες. Μια μέρα δεν ήταν πολύ καλά. Επέλεξε να σταθεί όρθια στην φυσούνα του λεωφορείου αρκετά κοντά μου, ενώ υπήρχαν καθίσματα. Είχε χαμηλωμένο το βλέμμα και αναστέναξε. Αν μέχρι εκείνη την ημέρα ήθελα απλώς να την φιλήσω, εκείνη την στιγμή ήθελα τόσο πολύ να την πάρω μια αγκαλιά και να την φιλήσω. Να της πως «μην ανησυχείς εγώ είμαι εδώ για εσένα, ό,τι είναι θα περάσει». Για ακόμη μια φορά άφησα το δρομολόγιο να μας αφήσει στους προορισμού μας χωρίς να πω ή να κάνω κάτι.

Είχα ήδη μιλήσει στην κολλητή μου, γυναίκα γαρ, ζητούσα την συμβουλή της. Τι θα ήθελε να ακούσει αν της μιλούσε κάποιος ένα πρωί μέσα στο λεωφορείο; Δυστυχώς προβληματίστηκε με την όλη ιστορία και η απάντηση τής ήταν πως θα ερχόταν από μόνη της να μου μιλήσει η ίδια. Όχι εγώ δε το ήθελα αυτό, ήθελα να της μιλήσω εγώ και αυτό που θα της πω να την κάνει να με εμπιστευτεί και να μου απαντήσει κάτι ενθαρρυντικό.

Είχα και εγώ τις άσχημες μέρες μου. Αργούσα να ξυπνήσω, αποκοιμιόμουν με την εικόνα της στα όνειρα μου και την έχανα από το πρωινό δρομολόγιο. Αν κάποιος τρίτος με παρατηρούσε σίγουρα θα με παρεξηγούσε. Έμπαινα αλαφιασμένος από την στάση μου και εφόσον δεν την έβλεπα στην δική της στάση κατέβαινα και περίμενα το επόμενο δρομολόγιο. Προσπαθούσα να πετύχω την σωστή ώρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το έκανα αυτό και ας καθυστερούσα στην δική μου δουλειά. «Μα τώρα που αποφάσισα να της μιλήσω; Τώρα κατάφερα και την έχασα!» δεν απελπίστηκα όμως.

 

Πέρασε μήνας και κάτι παραπάνω που είχαμε να συναντηθούμε. Ο καιρός είχε αλλάξει, πιάσανε τα πρώτα κρύα και εγώ άρπαξα το πρώτο κρύωμα. Πιο χάλια δεν γινόταν να είμαι, κουκουλωμένος με το μπουφάν και το κασκόλ μου, κόκκινη μύτη από τα χαρτομάντιλα. Και φυσικά εκείνη την ημέρα την ξαναείδα. Δεν είχα το μυαλό μου μέσα στο χάλι μου, όχι πως την είχα ξεχάσει. Την κατάλαβα στα μισά της διαδρομής που κάθισε στα διπλανά καθίσματα στο τέλος του λεωφορείου. Προς στιγμήν αναθάρρεψα, αλλά δεν είχα τις δυνάμεις να ανταποκριθώ στο τόσο γλυκό χαμόγελό της. Δυστυχώς η απάντηση μου ήταν ένα φτέρνισμα. Δεν ήθελα να με βλέπει έτσι γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη, απογοητευμένος. Θυμήθηκα την κολλητή μου που μου είχε πει μέσα σε όλα «όταν δεν το περιμένεις, πολλά μπορούν να συμβούν» έπιασα αμέσως το κινητό να της στείλω μήνυμα πως το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μου! Σηκώθηκε και στεκόταν μπροστά μου περιμένοντας να κατέβει στην επόμενη στάση. Με την άκρη του ματιού μου τα καταλάβαινα μιας και απέφευγα να κοιτάξω και ας είχα να την δω ένα μήνα και! Το λεωφορείο κόβει ταχύτητα, «κάτι πρέπει να πω ακόμη κ έτσι, θα την ξανά χάσω!», σκεφτόμουν παρόλα τα χάλια μου. Καταλαβαίνω πως κάτι ψάχνει μέσα στην τσάντα της και βγάζει ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Απλώνει το χέρι της και μου τα δίνει. Το λεωφορείο σταμάτησε, η καρδιά μου σταμάτησε! Άνοιξε η πόρτα. Την ακούω να μου λέει περαστικά και να κατεβαίνει! «Τι έγινε τώρα;» Έκανα να συνέλθω αρκετή ώρα, μέχρι που κόντεψα να χάσω την δική μου στάση! Σοκαρίστηκα και δεν πρόλαβα να αντιδράσω! Μα γιατί!

Όσο ήμουν στο γραφείο το σκεφτόμουν ξανά και ξανά, τι μπορούσα να κάνω; Ήταν Τετάρτη, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να περιμένω πως θα την πετύχω στο αυριανό δρομολόγιο! Ξέχασα και την γρίπη μου και όλα. Πήρα το πακέτο με τα χαρτομάντιλα, έβγαλα προσεκτικά το πρώτο, έγραψα το κινητό μου και προσεκτικά το έβαλα ξανά μέσα. Περίμενα εναγωνίως να ξημερώσει η Πέμπτη …

 

[iframe width=”560″ height=”315″ src=”https://www.youtube.com/embed/1QAI4B_2Mfc” frameborder=”0″ allowfullscreen ]
SHARE
RELATED POSTS
Το κέϊκ, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Στο ήσυχο δωμάτιο, της Νάντιας Κωνσταντινίδου
Θέλω να μοιραστώ μαζί σου ένα τυχαίο κείμενο, του ανώνυμου αναγνώστη
1 Comment
  • Βιβη
    22 Μαρτίου 2015 at 14:51

    Λίνα ουαου που θα έλεγε και ο υπουργός ♥

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.