Πόρτα στην Πολιτική

Οι ρομαντικοί ποιητές του Brexit, του Τζον Κάρλιν

03-124103tz.jpg
Spread the love

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

03-124103tz.jpg

 

 

Ο Τζον Κάρλιν είναι αρθρογράφος της El Pais

 

 

«Δεν έχουμε το δικαίωμα να καταδικάσουμε τις μελλοντικές γενιές να ζήσουν με βάση τα φευγαλέα καπρίτσια του σήμερα». Ρίτσαρντ Ντόκινς, άγγλος επιστήμονας και συγγραφέας

 

Οι σχέσεις ανάμεσα στα έθνη και ανάμεσα στους ανθρώπους θα ήταν λιγότερο δύσκολες, θα γίνονταν λιγότεροι πόλεμοι και θα υπήρχαν λιγότερες ρήξεις, αν ο καθένας από εμάς έκανε μια προσπάθεια να μπει στη θέση του άλλου. Αυτό είναι το υπ’ αριθμόν ένα μάθημα που περιλαμβάνουν τα εγχειρίδια για τις διαπραγματεύσεις. Αυτή είναι και η πρώτη βασική συμβουλή για όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα στον γάμο τους.

Θα προσπαθήσω να την ακολουθήσω. Θα δω αν είμαι ικανός να δείξω κατανόηση για τον εχθρό. Για ποιον εχθρό όμως μιλάω;

Μεγαλύτερο κι από την περιφρόνηση που μου προκαλεί η ηθική, πνευματική, πολιτική και διανοητική στενότητα των Βρετανών που ψήφισαν υπέρ του Brexit στο περυσινό δημοψήφισμα είναι το μίσος για τους πολιτικούς που τους έπεισαν να το κάνουν. Την περασμένη εβδομάδα, μετά την επίσημη έναρξη της διαδικασίας του διαζυγίου μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαντασίωναν τις προσβολές που θα εκτόξευα εναντίον του Νάιτζελ Φάρατζ, του Μπόρις Τζόνσον ή του Μάικλ Γκόουβ, αν τους συναντούσα μια μέρα στο δρόμο.

Πρέπει να ηρεμήσω όμως, και να αναγνωρίσω ότι αυτές οι παρορμήσεις δεν είναι υγιείς. Θυμάμαι κάτι που μου είπε ένας σοφός φίλος μου πριν από χρόνια: όταν θυμώνεις, έχεις ήδη άδικο. Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσω τον θυμό μου είναι λοιπόν να προσπαθήσω να μπω στο πετσί εκείνων που ψήφισαν υπέρ του Brexit.

Όταν κέρδισαν το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου, και όταν η Τερέζα Μέι ανακοίνωσε την έναρξη της διαδικασίας διαζυγίου, οι άνθρωποι αυτοί πανηγύρισαν. «Ελευθερία!» ήταν ο τίτλος της Daily Mail.«Ανεξαρτησία!» φώναξε ο Φάρατζ. «Θα ανακτήσουμε τον έλεγχο!» ανέκραξαν όλοι. «Η Μεγάλη Βρετανία θα ξαναγίνει μεγάλη!»

 

Αφού ξεπεράσω την αρχική ναυτία, κάνω μια προσπάθεια και νομίζω πως βλέπω στο βάθος του τούνελ των ψυχών τους ένα μικρό φωτάκι. Τι είναι το φωτάκι αυτό; Δυσκολεύομαι να το αναγνωρίσω, αλλά στο τέλος το βρίσκω. Είναι ο ρομαντισμός του Brexit. Οι οπαδοί του Brexit είναι πολλά πράγματα, αλλά είναι και ρομαντικοί. Ποιητές. Ονειροπόλοι. Κληρονόμοι του Δον Κιχώτη, του Λόρδου Βύρωνα, του Γκαριμπάλντι, του Ούγκο Τσάβες, ακόμη και των πιστών που λατρεύουν τον Ντόναλντ Τραμπ.

 

Στη συλλογική τους φαντασία αγωνίζονται να σπάσουν τις αλυσίδες τους, να ξαναβρούν τη χαμένη πατρίδα κι έναν καλύτερο κόσμο. Έτσι πορεύονται. Αυτό πιστεύουν πως είναι: πατριώτες, ευγενείς υπερασπιστές των αρχών τους. Είναι δικαίωμά μου να τους περιφρονώ, αλλά δεν επιτρέπεται να τους μισώ. Υπάρχει κάτι το απατηλό σε αυτή την ιστορία (μου έρχεται στο μυαλό ο υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον), σε γενικές γραμμές όμως αρχίζω να πιστεύω πως όταν οι οπαδοί του Brexit κοιτάζονται στον καθρέφτη δεν αισθάνονται ντροπή, αλλά υπερηφάνεια.

 

Υπάρχουν όμως ρομαντισμοί και ρομαντισμοί. Δεν μιλάμε εδώ για τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε ενώ αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ούτε για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα που αυτοκτόνησαν στα 13 τους χρόνια.

 

Συνειδητοποίησα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ρομαντισμού τωνBrexiters όταν επισκέφθηκα πριν από δύο εβδομάδες την Εσθονία και τη Λετονία. Μίλησα με διάφορους ανθρώπους, όλους άνω των 60 ετών, που εξέφραζαν τη θλίψη τους για την ένταξη των χωρών τους στην ΕΕ και νοσταλγούσαν την εποχή που αποτελούσαν σοβιετικές αποικίες. Δεν ήταν λογικά αυτά τα συναισθήματα, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η Εσθονία και η Λετονία είναι σήμερα πιο ανεπτυγμένες και πιο ελεύθερες από την εποχή που πρωτεύουσά τους ήταν η Μόσχα, πιο ανεπτυγμένες και πιο ελεύθερες από τη σημερινή Ρωσία. Μια νεαρή Εσθονή με Ρώσους γονείς μού έδωσε την εξήγηση. Δεν ήταν πολιτική ούτε οικονομική, αλλά φροϋδιανή: οι άνθρωποι αυτοί δεν αισθάνονταν νοσταλγία για ένα αποτυχημένο σύστημα, αλλά πολύ απλά για τη νιότη τους.

 

Όπως είναι γνωστό, το Brexit νίκησε χάρις στην ψήφο των ηλικιωμένων. Αν οι ψηφοφόροι άνω των 60 ετών είχαν μείνει στο σπίτι τους την ημέρα του δημοψηφίσματος, το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξακολουθούσε να αποτελεί μέρος της ΕΕ. Το βασικό κίνητρο πίσω από την ψήφο των ηλικιωμένων ήταν το μάταιο, αλλά κατανοητό, όνειρο της ανάκτησης του ελέγχου επί της χαμένης ζωτικότητας. Ένα άλλο κίνητρο ήταν το όνειρο της επιστροφής σε μια εποχή όπου η Μεγάλη Βρετανία έπαιζε σημαντικό ρόλο στον πλανήτη, όπου στους δρόμους δεν κυκλοφορούσαν Πολωνοί, όπου οι μεζέδες με τσορίθο και καλαμάρια ήταν άγνωστοι και η μπύρα που σέρβιραν στα μπαρ ήταν ζεστή, γιατί αυτό ήταν η επιθυμία του Θεού.

 

Έπαιξε ρόλο και ο φόβος, φυσικά. Αν οι ηλικιωμένοι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ του Brexit, ήταν για να φρενάρουν τη μετανάστευση των Πολωνών εργατών και των Ισπανών σερβιτόρων, ήταν όμως κι επειδή φοβούνται την εξασθένηση του σώματος και του πνεύματός τους καθώς πλησιάζει ο θάνατος.

 

Δεν διασκεδάζω μαζί τους. Ούτε με τους πιο νέους με ηλικιωμένες καρδιές που επίσης ψήφισαν υπέρ του Brexit (γνωρίζω έναν 50χρονο που ψήφισε υπέρ του Brexit, αλλά είναι 55 ετών από τα 18 του). Διαπιστώνω ότι δεν είναι τόσο δύσκολο, αν κάνει κανείς μια μικρή προσπάθεια, να μπει στο πετσί τους και να καταλάβει τις συναισθηματικές αιτίες του αντιευρωπαϊσμού τους, να αναγνωρίσει ότι η ψήφος αυτή ήταν γι? αυτούς μια ευγενική και ρομαντική πράξη.

 

Η δική μου ψήφος, αντίθετα, όπως και η ψήφος του 48% των Βρετανών που ψήφισαν υπέρ της παραμονής στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ήταν πιο πεζή. Οδηγός μας ήταν ο ψυχρός πραγματισμός. Υποστηρίξαμε ότι από τότε που ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρώπη έχει φτάσει σε ένα επίπεδο ευημερίας και ειρήνης που δεν είχε γνωρίσει ποτέ η ήπειρος. Και ότι η ΕΕ είναι η καλύτερη απάντηση για τις μελλοντικές γενιές.

 

Το πρόβλημα με τον ρομαντισμό είναι ότι όσο καλά και θερμά κι αν είναι τα αισθήματα που ξυπνά, είναι πάντα φευγαλέος και έχει άσχημη κατάληξη. Αυτό δεν δικαιολογεί την περιφρόνησή μου και το μίσος μου προς τους τρελούς ποιητές του Brexit. Όχι. Μετανιώνω. Αυτό που πρέπει να νιώθω είναι συγκατάβαση. Για εκείνους, όπως και για τη χώρα, και για τους νέους που θα έχουν ένα τόσο φορτωμένο μέλλον.

 

(Πηγή: El Pais) -ΑΠΕΜΠΕ

SHARE
RELATED POSTS
Ποιά βία προτιμάμε;, του Γιάννη Πανούση
Το επικίνδυνο ραντεβού στις αγορές, του Ηλία Καραβόλια
Γράμμα προς έναν Πρόεδρο που θα μας λείψει, του Σταύρου Θεοδωράκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.