Υπάρχει θυμός. Δίκαιος, άδικος, δεν έχει και τόση σημασία. Όταν υπάρχει θυμός, ακούγονται πολλές φωνές. Φωνές δυνατές, φωνές
βροντερές, φωνές βραχνές ―σαν να τις πνίγει το δίκιο― φωνές που ουρλιάζουν, φωνές ψιλές.
Υπάρχουν όμως και φωνές χαμηλές. Φωνές που πετούν χαμηλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αδύναμες ή ότι τους λείπουν τα δυνατά
φτερά.
Σε εποχές μεγάλου θυμού, υπάρχουν χαμηλές φωνές που επιλέγουν συνειδητά τις χαμηλές πτήσεις επειδή έτσι είναι αόρατες από τα ραντάρ
των εχθρών αλλά και κάποιων φίλων που νομίζουν ότι οι δυνατές, βροντερές, θυμωμένες και ψηλές φωνές αποτελούν ικανά και πειστικά
επιχειρήματα υπέρ του δικαίου και της αλήθειας.
Πάντα υπήρχαν χαμηλές φωνές. Όχι αδύναμες, ούτε φοβισμένες. Απλώς, χαμηλές. Αυτές οι χαμηλές φωνές μπορούν να νιώσουν τον
αγώνα του χαμομηλιού ν’ ανθίσει. Που δεν είναι λιγότερο σημαντικός από της αμυγδαλιάς το πολυτραγουδισμένο άνθισμα. Οι χαμηλές
φωνές μπορούν να μιλήσουν για τον μόχθο του μερμηγκιού, που αντέχει τη χλεύη των μύθων, τις προτροπές των εκμεταλλευτών ή το
παραμύθιασμα των προλετάριων. Οι χαμηλές φωνές μπορούν να τραγουδούν την αντοχή του τζίτζικα απέναντι στο μπούλινγκ των
μυθόπληκτων και την αντίστασή του στις απειλές του χειμώνα. Αρετές, και οι δύο, εφάμιλλες ενός πρωταθλητή του Μαραθωνίου ή ενός
ήρωα της καθημερινής ζωής.
Πάντα υπάρχουν χαμηλές φωνές που κυριολεκτούν όταν λένε «φίλε μου», «αγάπη μου» ή «σε ακούω» γιατί δεν προσβλέπουν σε μεγάλα
ποσοστά πωλήσεων ή ψήφων ούτε επιδιώκουν κάτι πρόσκαιρο ή φτηνό απ’ τη ζωή τους. Είναι φωνές που μπορεί να είναι χαμηλών τόνων
αλλά όχι και χαμηλών στόχων.
Υπάρχουν χαμηλές φωνές που ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του θυμού μπορούν ακόμα και να χαμογελούν. Χαμογελούν ―όχι
ειρωνικά ούτε με συγκατάβαση― όταν ακούνε τα βροντερά συνθήματα που στόχο έχουν ν’ αλλάξουνε τον κόσμο κι από βασίλειο της
ανάγκης να τον κάνουν βασίλειο της ελευθερίας.
«Α! Βασίλειο; Ελευθερίας; Φανερή η αντίφαση, ε; Ποιος είναι βασιλιάς στο βασίλειο της ελευθερίας;» λένε οι χαμηλές φωνές που, όπως
όλοι οι μικροπωλητές των χαμηλών τόνων, υποψιάζονται ότι αρχηγοί, βασιλιάδες ή ηγεμόνες κάθε είδους, κολοβή ελευθερία τάζουν. Μέχρι
η ανάγκη να ξαναδείξει τα δόντια της.
Οι χαμηλές φωνές υποψιάζονται ―επειδή το μόνο που ξέρουν καλά είναι ότι πολύ λίγα πράγματα ξέρουν καλά― πως η ανάγκη και η
ελευθερία είναι σιαμαία παιδιά του κόσμου μας, ενωμένα με τέτοιον τρόπο που κάθε προσπάθεια διαχωρισμού τους μπορεί να σημάνει τον
θάνατο και για τα δύο. Σαν πλάσματα αξεχώριστα της ίδιας γλώσσας-σκέψης-πράξης που με τις ίδιες ωδίνες γεννάει και θαύματα και
τέρατα, και μέρες και νύχτες, και θύματα και θύτες. Οι χαμηλές φωνές αναγνωρίζουν ―σαν τους παλιούς σοφούς― ότι η κατηφόρα και η
ανηφόρα στον ίδιο δρόμο βρίσκονται. Κι ότι συχνά ακολουθεί, αλλά όχι για πολύ, κάποιος ίσιος δρόμος.
Οι μικροπωλητές των χαμηλών τόνων δεν ουρλιάζουν με υποκριτικό πόνο ή φανταχτερή οργή. Χαμηλόφωνα προαναγγέλουν τα
διαλείμματα του θυμού όχι σαν προφήτες αλλά σαν υποψιασμένοι.
Είναι σαν να λένε ψιθυριστά: «Ακούστε, δείτε, νιώστε και την άλλη πλευρά!»
Και η άλλη πλευρά είναι πάντα η πλευρά όπου το χορτάρι είναι πιο πράσινο. Γιατί πάντα η χαρά του θυμωμένου είναι στην απέναντι όχθη.
Οι χαμηλές φωνές έχουν την τόλμη να αντικρύζουν με χαμηλούς τόνους και με σύνεση τον όχλο που ουρλιάζει στη γαλαρία, στην εξέδρα,
στα γήπεδα, στα πίσω καθίσματα, στους δρόμους και στις πλατείες.
Έχουν το θάρρος οι μικροπωλητές των χαμηλών τόνων, την ώρα που ξελαρυγγιάζονται τα πλήθη στη γαλαρία του θυμού, να περνούν
αθόρυβα ανάμεσα στο πλήθος που χτυπιέται και ουρλιάζει και να διαλαλούν την χαμηλών τόνων πραμάτεια τους: «Σάμαλι, κοκ, πάστες,
ψυχραιμία! Λεμονάδες, σεβασμός, πορτοκαλάδες! Πασατέμπος, κατανόηση, φιστίκια! Τυρόπιτες, αυτοσυγκράτηση, ποπ κορν, σοκολάτες!
Παστέλι, αλληλεγγύη, μαντολάτο!»
Γιατί πάντα, μετά τις πράξεις του θυμού, ακολουθεί ένα διάλειμμα ηρεμίας. Άλλο που οι μικροπωλητές των χαμηλών τόνων γεμίζουν του
δίσκους τους την ώρα της αγριότητας. Και μετά, όταν τελειώσει η δράση, το θέαμα, το ακρόαμα, οι συγκρούσεις, η σφαγή και το
αιματοκύλισμα, τότε θα αποτραβηχτούν έξω από τη γαλαρία του θυμού, και θα μετρήσουνε την είσπραξη. Μικρή συνήθως. Αλλά όλο και
κάτι μένει για την επιβίωση. Γιατί οι χαμηλές φωνές, οι μικροπωλητές των χαμηλών τόνων, με το λίγο μπορούν και ζουν. Μερικοί νιώθουν
σχεδόν πλούσιοι. Γιατί αν αναζητούσαν τον πλούτο, όπως τον εννοούν ή τον επιδιώκουν οι πολλοί, δεν θα ήταν μικροπωλητές χαμηλών
τόνων.
Άλλωστε, «Τις ο πλούσιος;».
09 Νοεμβρίου 2015
* Το νέο βιβλίο του Κωστή Α. Μακρή «Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη
* Το εκάστοτε άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr
3 Σχόλια
Σε ευχαριστώ, φίλη Νάντια! Ξέρεις να με φορτώνεις με Ενθαρρύνια…
Εξαίσιο… για άλλη μια φορά, ευχαριστώ!
Ευχαριστώ, Δημήτρη!
Με τιμάει πολύ το σχόλιό σου.