Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Μετά τις εκλογές, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

 

Γιάννης Καραχισαρίδης

Πολλά έχουν αλλάξει κι ας φαίνονται όλα ίδια. Πολύ συχνά έχουμε την αίσθηση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Παρασυρόμαστε απ’ αυτή την αίσθηση και μας ξεφεύγουν μεταβολές που δεν έχουν ακόμα κυριαρχήσει, αλλά έχουν ήδη σχηματοποιηθεί. Στους περισσότερους οι προεκλογικές καμπάνιες μοιάζουν πάντα ίδιες, πάντα ψεύτικες και γι’ αυτό πάντα απωθητικές. Σαν τίποτα να μην αλλάζει. Ο ίδιος ανταγωνισμός για την εξουσία, όπου ο καθένας επαινεί τον εαυτό του και κατηγορεί τους άλλους. Η κλασσική προσπάθεια για τη συλλογή των ψήφων. Πράγματι αυτό δεν άλλαξε. Το τοπίο όμως είναι ριζικά διαφορετικό απ’ ότι στο παρελθόν. Κι αυτό οφείλεται σε δύο σημαντικές μεταλλάξεις, που όλοι τις παρατηρούμε, αλλά λίγοι τις δίνουμε σημασία. Η πρώτη είναι το οριστικό τέλος της αυτοδυναμίας. Κανένα κόμμα πλέον δεν μπορεί να προσδοκά να κυβερνήσει μόνο του. Η εξουσία δεν μπορεί πια να είναι φέουδο του ενός. Κανένας δε μπορεί να έχει στα χέρια του ολόκληρη την εξουσία, ώστε να τακτοποιεί τις υποθέσεις του ανέλεγκτος και εφησυχασμένος. Η κρίση έβαλε τέλος σ’ αυτό που ζήσαμε τα πρώτα 35 ανέφελα χρόνια της μεταπολίτευσης. Κι έτσι το πολιτικό σύστημα – χωρίς να το έχει επιδιώξει – υποχρεώθηκε να υποταχτεί σε πρωτόγνωρες διακομματικές συνεργασίες. Μια διαδικασία συνεννόησης ξεκίνησε. Με δειλά βήματα και ανώριμες προσεγγίσεις, αλλά ξεκίνησε. Αν αυτή η μετάλλαξη διαρκέσει, τότε μπορεί ανεπαισθήτως να πέσουν οι ιδεολογικές μάσκες και οι στερεότυπες και ανούσιες πολιτικές πεποιθήσεις. Με τις συνεννοήσεις να γίνονται ολοένα πιο ουσιαστικές και πιο αποτελεσματικές. Κι έτσι να αλλάξουν σταδιακά και οι πολιτικές πρακτικές που χρόνια τώρα είχαμε συνηθίσει. Αυτό είναι το ένα. Η δεύτερη και σημαντικότερη μετάλλαξη είναι η οριστική μετατόπιση της διαχωριστικής γραμμής. Το δίπολο της σύγχυσης – μνημόνιο-αντιμνημόνιο – άφησε τη θέση του στο δίλημμα που είχαμε απ’ την αρχή μπροστά μας. Δηλαδή ευρώ ή δραχμή. Η συζήτηση αλλάζει πια, καθώς περνάμε από το φαντασιακό στο πραγματικό. Δεν είναι εύκολο το πέρασμα. Ούτε θα μπορούσε να συντελεστεί νωρίτερα. Έπρεπε πρώτα το σύνολο του πολιτικού φάσματος να περάσει από την αντιμνημονιακή ρητορεία. Και στο τέλος, στο παρά πέντε, ο καθένας με τη σειρά του να υπογράψει το δικό του μνημόνιο. Πρώτα οι σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ, μετά οι φιλελεύθεροι της ΝΔ και μόλις πριν ένα μήνα οι αριστεροί του ΣΥΡΙΖΑ. Η προσαρμογή στη νέα διαχωριστική γραμμή δεν θα είναι εύκολη. Κυρίως για το κόμμα της αριστεράς, που στο υποσυνείδητο του κατοικοεδρεύει ένα σαφές αντικαπιταλιστικό πνεύμα. Δεν είναι εύκολο για έναν αριστερό να αποδεχθεί ότι ο σοσιαλισμός που ονειρευόταν χάθηκε για πάντα. Κι ότι τώρα θα πρέπει να ασχοληθεί με καπιταλιστικές πρακτικές. Δεν είναι εύκολο να συνθηκολογήσει και να εγκαταλείψει τις ιδέες του. Γι’ αυτό και οι αριστεροί που αποδέχθηκαν το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσουν, για αρκετό καιρό, να είναι ένας ασταθής παράγοντας στο πολιτικό σκηνικό. Μέχρι να αντιληφθούν ότι μπορούν να αλλάξουν τη χώρα, χωρίς αυτή να χρειάζεται να γίνει σοσιαλιστική. Μέχρι να αντιληφθούν ότι το προοδευτικό μπορεί να ενυπάρχει μέσα στα όρια της ανοιχτής και εύπλαστης αστικής δημοκρατίας.

Το τέλος των επαναστάσεων. Από την πρωτοχρονιά του 1959 έχουμε να ακούσουμε για κάποια επανάσταση. Από τότε που ο μεγάλος Φιντέλ κατέλαβε την Αβάνα. Τότε που ακόμα ήταν ζωντανό το όνειρο του σοσιαλισμού. Ο χρόνος όμως κυλάει χωρίς να ενδιαφέρεται ούτε για τις ιδέες μας, ούτε για τις επιθυμίες μας. Κι από το 1989, όταν κατέρρευσε το μόνο εφαρμοσμένο σοσιαλιστικό σύστημα, πέρασαν και άλλα 26 χρόνια. Και παντού σιγή. Και δεν είναι ότι σίγησε το επαναστατικό πνεύμα. Απλά δεν βρίσκει ένα καινούριο όραμα για να ενσαρκωθεί. Δε βρίσκει διέξοδο. Είναι γιατί οι επαναστάσεις του μέλλοντος θα έχουν έναν άλλο χαρακτήρα. Έναν χαρακτήρα που η Ιστορία ακόμα δεν τον έχει διαθέσιμο. Ο 20ος αιώνας μας γνώρισε τα τρία βασικά σύγχρονα πολιτεύματα. Την αστική δημοκρατία που συνεχίζει το οδοιπορικό της, ξεκινώντας από το πρώιμο και ακατέργαστο βρετανικό κοινοβούλιο, μετά τον φεουδαρχικό μεσαίωνα. Τον σοσιαλισμό όπως εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση και σε ευρωπαϊκές χώρες μετά τη συμφωνία της Γιάλτας (1917-1989). Και τον φασισμό που δοκιμάστηκε στην Ευρώπη τη περίοδο του μεσοπολέμου. Όταν λαοί μέσα στην άγνοια τους ενθουσιάστηκαν, για να έρθουν μετά τα γνωστά καταστρεπτικά αποτελέσματα. Αυτά είναι τα πολιτεύματα που ξέρουμε. Όλα τους παλιά και γνώριμα. Κι όπως ο χρόνος άφηνε τις δεκαετίες να περνούν, ήρθε κάποτε και η ώρα της Ιστορία για να πάρει τις αποφάσεις της. Κι αυτή που έμεινε όρθια, με όλα τα ελαττώματα, με όλες τις αδυναμίες και με όλη την αστάθεια, ήταν τελικά η αστική δημοκρατία. Με αυτήν πλοηγό συνεχίζει η ανθρωπότητα τη δύσκολη μάχη του εκπολιτισμού. Η Ιστορία επέλεξε την ανοιχτή κοινωνία, της δημοκρατίας. Κι εκεί οι άνθρωποι συνεχίζουν να δίνουν τη μάχη για ισονομία, δικαιοσύνη και ίσες ευκαιρίες.

Οι εκλογές είναι το αυτονόητο αλλά όχι το θεμέλιο της δημοκρατίας. Στη χώρα μας δίνουμε μεγάλη σημασία στις εκλογές. Μεγαλύτερη απ’ ότι θα έπρεπε. Κι αυτό γιατί η χώρα μας δεν έχει καταφέρει να οργανώσει τη καθημερινότητα της με έναν απλό, σαφή και ξεκάθαρο τρόπο. Έτσι όλοι περιστρέφονται γύρω από κόμματα και υποψήφιους, που στη συνέχεια γίνονται βουλευτές. Γιατί, εφ’ όσον υπάρχει αβεβαιότητα για όλες τις λειτουργίες του κράτους, εκεί θα βρουν απάγκιο, προστασία και ελπίδα για το προσωπικό τους μέλλον. Δεν είναι οι εκλογές λοιπόν, ούτε το κοινοβούλιο. Το κράτος είναι τελικά το βασικό θεμέλιο της δημοκρατίας. Από εκεί εκπορεύονται όλα τα προνόμια του πολιτεύματος. Δηλαδή η δικαιοσύνη, η ισονομία, οι ίσες ευκαιρίες, αλλά και η ανάπτυξη και η ευημερία των πολιτών. Στη δική μας περίπτωση όμως το κράτος δεν μπορεί εδώ και πολλά χρόνια να κάνει τη δουλειά του. Έχει γίνει αχανές, περίπλοκο και δυσνόητο. Υποχείριο μιας απεραντοσύνης αντιφατικών νόμων και διατάξεων. Σε σημείο που κανείς να μην γνωρίζει τι είναι το νόμιμο και το πρέπον. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις και ποια τα δικαιώματα. Αυτό το κράτος δεν οικοδομήθηκε σήμερα, ούτε χθες. Δεκαετίες τώρα ανυψώνεται και επεκτείνεται, σαν μια ατελέσφορη Βαβέλ. Μέχρι που έγινε μια αυθύπαρκτη οντότητα, που οχυρώθηκε αφ’ εαυτής. Κι αντί να υπηρετεί αυτή τη χώρα, είναι ένα ξένο σώμα που τη βασανίζει. Το εντυπωσιακό είναι ότι γι’ αυτό δεν ευθύνονται ούτε οι πολιτικοί με τα ρουσφέτια τους, ούτε οι υπάλληλοι στις διάφορες αχανείς υπηρεσίες. Η ευθύνη δεν είναι των ανθρώπων, αλλά των δομών. Αν καταφέρναμε να μεταρρυθμίσουμε αυτές τις δομές, τότε αμέσως θα τελείωνε και η συζήτηση για διαφθορά, διαπλοκή και παρεοκρατία. Τόσο απλά. Και το σημαντικότερο: Δεν υπάρχει ούτε ένας κάτοικος σ’ αυτή τη χώρα που να μην έχει διαπιστώσει το πρόβλημα. Όλοι έχουν συμφωνήσει ότι αυτό το κράτος χρειάζεται μια ριζική αναμόρφωση. Κι όλοι το κοιτούν σαστισμένοι και δεν ξέρουν από πού να αρχίσουν. Κι όλοι μπερδεύονται ή ασχολούνται με το επί μέρους ή εμπλέκονται σε ιδεολογικά και πολιτικά βαρίδια. Μονίμως παρακάμπτοντας την απλή λογική.

Οι ψευδαισθήσεις της πολιτικής. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στο τρίτο μνημόνιο, έγινε πολύ συζήτηση για κάποια πιθανή πολιτική συμφωνία. Κάθε φορά που ο πρωθυπουργός απευθυνόταν στους ομολόγους του, εκείνοι τον παρέπεμπαν στα τεχνικά κλιμάκια. Στην ουσία τού έλεγαν ότι η πολιτική συμφωνία υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Η Ευρώπη ήθελε τη χώρα μας μέσα στο ευρώ και είχε αποφασίσει να παράσχει καινούριο δάνειο, εφ’ όσον το ζητούσαμε. Εκεί τελείωνε η πολιτική συμφωνία. Τι έμενε; Μα φυσικά οι λεπτομέρειες. Αυτό που πάντα το υποτιμούμε. Τα τεχνικά κλιμάκια να καθίσουν κάτω με χαρτί και μολύβι και να μετρήσουν ανάγκες και υποχρεώσεις. Ας γυρίσουμε τώρα πίσω στο παρόν κι ας ρίξουμε μια ματιά στις προεκλογικές καμπάνιες. Αμέσως γίνεται προφανές ότι εδώ στη χώρα μας η πολιτική συμφωνία έχει ήδη τελεστεί. Τι ζητούν όλοι ανεξαιρέτως; Ανάπτυξη, παραγωγική ανασυγκρότηση στον πρωτογενή τομέα, επενδύσεις, καινοτομίες, αναμόρφωση του κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος, ανάσχεση της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και της διαπλοκής. Σε όλα συμφωνούν. Η πολιτική συζήτηση τελείωσε. Τι μένει; Μα φυσικά οι λεπτομέρειες. Και οι λεπτομέρειες δεν ήταν ποτέ στην αρμοδιότητα των πολιτικών. Οπότε η λύση είναι απλή. Ας αντιγράψουμε την απλή λογική του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Να συγκροτήσουμε δηλαδή τα δικά μας διακομματικά τεχνικά κλιμάκια, για να επεξεργαστούν κατά περίπτωση όλα τα de facto συμφωνηθέντα σε πολιτικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο όμως είναι πολύ μακριά από τα πολιτικά ήθη και έθιμα μας. Έχουμε συνηθίσει να αναθέτουμε το νομοθετικό έργο στα φέουδα των υπουργείων. Εκεί κάποιες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, της εμπιστοσύνης του υπουργού, κόβουν και ράβουν νόμους και διατάξεις. Σε κάθε υπουργείο ξεχωριστά. Και προσθέτουν κομμάτια ατάκτως ερριμμένα στη κουρελού της ελληνικής νομοθεσίας. Οι μακράς πνοής μεταρρυθμίσεις όμως δεν είναι δουλειά των υπουργών. Ούτε καν των κυβερνήσεων.

Η ελπίδα μακριά από τη ρητορεία. Οι κυβερνήσεις συνιστούν την εκτελεστική εξουσία. Όλοι συμφωνούν σ’ αυτό. Και η εκτελεστική εξουσία ασχολείται με το επίκαιρο. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα είναι ανεπίκαιρες. Πρέπει να έχουν μακροχρόνια ισχύ. Για να έχουν νόημα, θα πρέπει να συμφωνούνται όχι μόνο απ’ αυτούς που κυβερνούν. Αλλά και απ’ αυτούς που είναι ενδεχόμενο να κυβερνήσουν στο άμεσο μέλλον. Αλλιώς θα συνεχίζουμε τη γνωστή σκυταλοδρομία. Τις κυβερνήσεις να εναλλάσσονται, τους υπουργούς να εναλλάσσονται και τα νομοθετήματα αενάως να κυρώνονται και να ακυρώνονται. Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα αν οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν τη τελική υπογραφή όλων τουλάχιστον των κομμάτων που αποδέχονται το ευρώ. Αλλά για την ώρα είναι πάρα πολύ δύσκολο τα κόμματα να συμφωνήσουν σ’ αυτό. Ότι δηλαδή οι μεταρρυθμίσεις θα έχουν περιεχόμενο μόνο αν προετοιμαστούν έξω από την πολιτική και μακριά από τις κυβερνήσεις. Τα ταπεινά διακομματικά τεχνικά κλιμάκια είναι το μοναδικό εφαλτήριο για μια τέτοια προσπάθεια. Εκεί πλέον κανείς δε θα μπορεί να επικαλεστεί το πολιτικό κόστος, αφού όλοι θα κάθονται στο ίδιο τραπέζι. Και καμιά πίεση δε θα μπορέσει να ασκηθεί από γνωστούς, φίλους ή συμφέροντα. Εκεί δε θα υπάρχουν μεταμεσονύχτιες τροπολογίες. Εκεί δε θ’ ακούγεται ο ήχος από τις πολιτικές ρητορείες και τις ατέρμονες εξαγγελίες. Άρα εκεί θα υπάρχει ελπίδα. Μέχρι τώρα από πολλά στόματα ακούσαμε για εθνικά σχέδια παραγωγικής ανασυγκρότησης. Μήπως όμως ήρθε η ώρα να αφήσουμε το ανέμελο τραγούδι του τζίτζικα και να καταπιαστούμε με την επίπονη εργασία του μυρμηγκιού;

 Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

iPorta.gr 

SHARE
RELATED POSTS
Στο λυκόφως μιας εποχής, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Οι 10 εβδομάδες που συγκλόνισαν τη χώρα: Εβδομάδα 7η: 3 – 8 Αυγ 2015, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Σουρεαλιστικός ρεαλισμός-Σκηνοθετώντας Zωρζ Φεϋντώ για το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.