Βιβλίο

Μάνος Κοντολέων, ” ‘Αμαρτωλή Πόλη” – Προδημοσίευση στο iPorta.gr

photo.jpg
Spread the love

photo.jpg

  

Ο Μάνος Κοντολέων είναι συγγραφέας.

 

 

 

 

Μάνος Κοντολέων
«Αμαρτωλή Πόλη»

(απόσπασμα από ένα cross over μυθιστόρημα –αμαρτωλής- ενηλικίωσης)

Κυκλοφορεί τέλος του Σεπτέμβρη από τις Εκδόσεις Πατάκη

manos.jpg

 

Το κτήμα…

Ένα χωράφι πιο σωστά… Τουλάχιστον έτσι το βλέπει η Στεφανία.

Χώμα σκληρό, πέτρες, αγκάθια… Κάτι συκιές… Κάτι ελιές. Κάπου ξεχασμένα παλιά σιδερικά, μισοσαπισμένα ξύλινα κιβώτια, πλαστικά δοχεία. Σκουπιδαριό.

Σε μια γωνιά η ισόγεια κατασκευή. Ξεχαρβαλωμένη η πόρτα, κάμποσα κεραμίδια στη στέγη λείπουνε…

«Καλά, μην το βλέπεις έτσι… Εσύ δεν το θυμάσαι πώς ήταν κάποτε!» Ο Κλεάνθης μαντεύει την απογοήτευση της κόρης του.

Μάχεται άγρια με τη δική του.

Και τη νικά – τη δική του.

Κι έπειτα προχωρά προς το κέντρο του χωραφιού.

Απλώνει τα χέρια του.

«Αν κάποιος ξεκινήσει αμέσως να το περιποιείται… με την άνοιξη, όλα θα είναι αγνώριστα!…» λέει και γυροφέρνει τη ματιά του από τις συκιές στα ξεθωριασμένα παντζούρια.

«Όμως μέχρι την άνοιξη… Πώς;…» η Στεφανία αναρωτιέται ενώ κάποιες πρώτες –αραιές ακόμα– ψιχάλες πέφτουν πάνω στα μαλλιά της.

Σε λίγο οι κόκκινες ανταύγειές τους θα σκουρύνουν από τη βροχή. Θα θυμίζουν το χρώμα που έχουν σε μερικά σημεία πάρει τα κεραμίδια.

Ο Κλεάνθης μοιάζει να αγνοεί το ότι ο καιρός αγριεύει.

Προχωρά προς το οίκημα.

Σπρώχνει την πόρτα. Χάνεται μέσα στο σκοτάδι του εσωτερικού.

Η Στεφανία φορά μόνο ένα λεπτό μπουφάν.

Και η βροχή πια δυναμώνει.

Τρέχει να χωθεί κι αυτή εκεί που μπήκε ο πατέρας της.

Κινδυνεύουν;

Το σκοτάδι στο εσωτερικό τελικά δεν είναι τόσο πυκνό.

Στην πίσω μεριά, στα παράθυρα δεν υπάρχουν παντζούρια. Μόνο τζάμια θολά από τις σκόνες. Ένα δυο και σπασμένα.

Στο πάτωμα άχυρα, σβόλοι χώμα, ακαθαρσίες ζώων.

«Μην το βλέπεις έτσι…» ο Κλεάνθης χωρίς να στραφεί προς το μέρος της κόρης του λέει.

Μπορεί και να μονολογεί.

Ακόμα παλεύει με την απογοήτευση. Υπερασπίζεται την απόφασή του.

«Μα πώς;…» η Στεφανία ρωτά ξανά και τώρα ολοκληρώνει τη σκέψη της. «Χρειάζονται χρήματα…»

Ο πατέρας της την πλησιάζει.

Σοβαρό το πρόσωπό του.

Πίσω του χάσκει ένα από εκείνα τα παράθυρα που το τζάμι του έχει σπάσει.

Η βροχή δυνατή πια. Τη λάμψη μιας αστραπής την ακολουθεί και ο θόρυβος της βροντής.

«Έχω σκεφτεί τη λύση…» λέει ο Κλεάνθης.

Τώρα θα πιάσει από τα χέρια τη Στεφανία.

«Θα προσπαθήσω μόνος μου να κάνω τις επισκευές… Πιάνουν τα χέρια μου, το ξέρεις… Και για τα υλικά…» Διστάζει.

Κάτι θα πει που μπορεί να πληγώσει τη Στεφανία;

Σφίγγει ακόμα περισσότερο τα χέρια της κόρης του ο Κλεάνθης.

«Ένας μακρινός ξάδερφός μου… Ο Αλέκος… Καλά, εσύ δεν τον έχεις γνωρίσει… Αυτός εδώ γεννήθηκε… Έμεινε εδώ… Δουλεύει φύλακας στα διυλιστήρια… Και κρατά με τη γυναίκα του κι ένα ταβερνάκι… Λίγο πιο πάνω, στην πλατεία… Τις καθημερινές το ανοίγουν μόνο τα βράδια.

 

Τα Σαββατοκύριακα και τα μεσημέρια. Όπως σήμερα… Μας περιμένουν να περάσουμε από εκεί… Κάτι έχουν ετοιμάσει…» Ο Κλεάνθης μιλά με σύντομες φράσεις.

Μα αυτό που θέλει να πει αργεί να το εκφράσει.

Η Στεφανία αρχίζει να κρυώνει.

Η βροχή δε λέει να σταματήσει.

Οι αστραπές…

Η Στεφανία αισθάνεται την ανάγκη να σχηματίσει στο κινητό της τον αριθμό που ένα ολάκαιρο καλοκαίρι δεν προχωρούσε πέρα από το πέμπτο του ψηφίο…

Όμως…

Όχι – τις αποφάσεις δεν τις εγκαταλείπεις. Τις αντιμετωπίζεις. Τις υποστηρίζεις.

Κοιτά κατάματα τον πατέρα της. Το βλέμμα της είναι καθαρό.

Και ο Κλεάνθης συνεχίζει.

«…Με δυο λόγια – ο Αλέκος μου πρότεινε να δουλεύω στην ταβέρνα του… Η Άσπα –η γυναίκα του– έχει βαρύνει… Εγώ θα αναλάβω τα ψώνια… Θα βοηθώ τα βράδια…» Χαμογελά ο Κλεάνθης – βιασμένο χαμόγελο. «Μη φανταστείς πως οι πελάτες είναι από αυτούς που θέλουν να ξέρει ο σερβιτόρος ποιο είναι το ποτήρι για το κόκκινο κρασί και ποιο για το λευκό…» Το χαμόγελο προσπαθεί να γίνει γελάκι. «Αν και κάτι ξέρω κι από αυτά… Τι στο καλό, τόσα χρόνια πουλούσα κρύσταλλα και πορσελάνες…»

Το γέλιο σβήνει προτού καν ολοκληρωθεί. Και τώρα ο Κλεάνθης ανασαίνει βαθιά. «Και τα πρωινά θα έρχομαι κι εδώ για τα μερεμέτια…»

Σταματά ο Κλεάνθης. Συνεχίζει.

«Βέβαια θα χρειαστούν και άλλα… Μηχανήματα… Διάφορα…» Κουνά το χέρι του. «Τέλος πάντων… Κάποια στιγμή θα χρειαστεί να βρω κάποιον να με χρηματοδοτήσει… Εγώ δεν μπορώ να πάρω άλλο δάνειο…» Πάλι διστάζει.

Αποφασίζει να ολοκληρώσει αυτό που έχει να πει. «Μα όλα αυτά είναι μελλοντικά… Μετά από μήνες… Προς το παρόν…» λέει και τώρα κοιτά με προσδοκία τη Στεφανία.

Άραγε η κόρη του κατάλαβε το τι από εκείνη ζητά;

Και η Στεφανία τραβά τα δάχτυλά της από τις παλάμες του πατέρα της.

Ένα βήμα προς τα πίσω… Απομακρύνεται.

Κουνά αρνητικά το κεφάλι.

«Όμως…» λέει και διστάζει. «Εγώ, δεν…» Και πάλι διστάζει. Σταματά.

Ο Κλεάνθης την πλησιάζει και πάλι.

«Το ξέρω πως θα ’πρεπε να μέναμε μαζί… Αλλά έτσι όπως έρχονται τα πράγματα… Πήγαινε στη μητέρα σου… Θα…»

Οι αποφάσεις…

Πρέπει να τις υποστηρίζεις.

Η Στεφανία βλέπει απέναντί της έναν άντρα που ζητά από εκείνη να του συμπαρασταθεί.

Τον τρόπο εκείνη θα τον βρει. Και ως μια νέα απόφαση θα τον υποστηρίξει.

«Δε φεύγω…» λέει.

«Όμως εδώ… Εγώ… Ο Αλέκος θα μου δώσει μια κάμαρα… Πίσω από την ταβέρνα… Δε γίνεται κι εσύ να…»

Ιδρώτας έχει υγράνει το κούτελο του Κλεάνθη.

Η βροχή σιγανεύει… Θα σταματήσει σε λιγάκι.

«Μα θα μείνω στο σπίτι… μας. Και…» Η Στεφανία συνειδητοποιεί πως παίρνει αποφάσεις που δεν τις έχει από τα πριν σκεφτεί.

«Θα τα κατάφερνες;… Χρήματα θα σου δίνω… Τις Κυριακές θα έρχεσαι εδώ και θα παίρνεις και φαγητά που θα σου έχω κρατήσει…»

Ο Κλεάνθης μιλά γρήγορα. Οι σκέψεις που ήδη έχει κάνει βιάζονται να ειπωθούν. Έτσι, μην τυχόν και εμποδιστούν από το να γίνουν πράξεις.

Το σκοτάδι βαθαίνει. Και μέσα και έξω.

Τα μαλλιά της Στεφανίας σιγά σιγά πρέπει να παίρνουν και πάλι τις γνωστές κόκκινες λάμψεις τους.

Μα ποιος θα τις δει;

Και ξαφνικά η Στεφανία θέλει να κλάψει.

Αλλά τις αποφάσεις δεν τις εγκαταλείπεις. Τις αντιμετωπίζεις.

Τις υπερασπίζεσαι.

Όχι, βέβαια, δεν κλαίει κανείς, όταν ξαφνικά του χαρίζουν την ελευθερία.

Έτσι να το δει! – αποφασίζει.

«Σταμάτησε η βροχή!» απαντά στον Κλεάνθη. «Πείνασα… Τι λες, η… θεία Άσπα να μας έχει ετοιμάσει;»

Και ο πατέρας της απότομα, σπαρακτικά, απελπισμένα την τραβά κοντά του.

Την κλείνει μέσα στα μπράτσα του.

Μέσα στα κόκκινα μαλλιά της κόρης του, πνίγεται ο λυγμός του.

 

{youtube}CZpNxAFPqLM{/youtube}

{youtube}mQEwggQn7n4{/youtube}
 

kontoleon.jpg

SHARE
RELATED POSTS
Διαβάζοντας: Γιαννούλης Χαλεπάς: ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής, του Άγγελου Κουτσούκη
Πολτοποίηση σκέψεων…, του Νότη Μαυρουδή
Ποτέ πιο πριν… Μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων, του Κωστή Α.Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.